Στόν αἰώνα μας εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ διανόηση, ἡ ἐπιστήμη καί ἡ τέχνη καλλιεργοῦνται καί ἀνθοβολοῦν. Εἶναι ἀμφίβολο, ὅμως, κατά πόσο καρποφοροῦν καί τί εἴδους καρπούς παράγουν, μέ τούς ὁποίους τρέφεται ἡ ἀνθρωπότητα. Ἡ πνευματική καί ἠθική εἰκόνα τῆς κοινωνίας μας μαρτυρεῖ ὅτι πολύ ἔχει δηλητηριασθεῖ ἀπό σάπια καί ἄρρωστα ἰδεολογικά προϊόντα, δείχνει ὅτι δέν τρέφεται καί δέν χορταίνει φυσιολογικά, παρ’ ὅλη τή φινέτσα καί τήν ἀφθονία τῶν ἀγαθῶν τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος. Δικαιώνεται ἔτσι ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας μας ὅτι τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου δέν μπορεῖ ἀπό μόνο του νά ἱκανοποιήσει ἀπόλυτα τήν ψυχή του· χρειάζεται καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλά ἡ Ἐκκλησία, πέρα ἀπό τόν λόγο τόν θεόπνευστο, πού ἑρμηνεύει ἀλλά καί ἐλέγχει τήν ἀνεπάρκεια καί τή διαστροφή τῆς κουλτούρας, ἔχει καί τό παράδειγμα τό ζωντανό, πού ἀποδεικνύει στόν κόσμο τί σημαίνει ἀληθινή σοφία. Μέσα ἀπό τίς τάξεις τῶν ἁγίων της προβάλλει αὐτόν τόν μήνα ἕναν καταπληκτικό διδάσκαλο τοῦ μηνύματός της πρός τούς διανοητές τοῦ αἰῶνος μας· τόν ἱερό Φώτιο. Ἄνδρας μέ φωτισμένη σκέψη καί φωτεινή ζωή, ὄνομα καί πρᾶγμα Φώτιος, ἀναλαμπή Χριστοῦ καί ἀνταύγεια τοῦ ἀκτίστου Φωτός, εἶναι ὁ πρύτανις τῶν σοφῶν καί καθηγητῶν τῆς οἰκουμένης.
Οἱ ρίζες του τράφηκαν σέ χῶμα εὐγικό, διότι καταγόταν ἀπό ἀριστοκρατική οἰκογένεια, λιπάνθηκαν μέ τήν εὐσέβεια τῶν γονιῶν του καί τράνεψαν ἀπό τό μαρτυρικό αἷμα τοῦ πατέρα του, πού μαρτύρησε γιά τήν Ὀρθοδοξία τόν καιρό τῆς εἰκονομαχίας. Μεγαλώνοντας ὁ Φώτιος συγκέντρωσε πάνω του ὅλα τά χαρίσματα κι ὅλες τίς χάρες τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεία πρόνοια τόν προίκισε μέ μία πλατειά καί δυνατή διάνοια, ἡ κοινωνική του θέση τοῦ χάρισε μία πολυμερῆ καί ἄρτια μόρφωση, ἀλλά κι ὁ ἴδιος δούλεψε μέ ἐπιμέλεια καί εὐθύνη πάνω στόν ἑαυτό του. Ἀξιοποίησε ὅλες τίς δυνάμεις του, συγχρόνως ὅμως δυνάμωσε καί τήν ψυχή του μέ τήν ἀρετή καί ἀσφάλισε τή σοφία του στά χέρια τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι, ὁ Φώτιος ἔγινε ὄντως φωστήρας στήν ἐποχή του, πού σκόρπισε τό φῶς τῆς ἀληθινῆς σοφίας σέ ποικίλους τομεῖς. Ὑπηρέτησε τήν ἐπιστήμη ὡς φιλόλογος, κριτικός καί θεολόγος. Σπουδαῖο εἶναι τό λεξικό, πού κατάρτισε ἀπό πολύ νέος, ἡ «Λέξεων Συναγωγή», μέ τό ὁποῖο ἀναπληρώνει δυσεύρετα ἤ χαμένα λεξικά. Πολύτιμο εἶναι τό ἔργο του «Βιβλιοθήκη ἤ Μυριόβιβλος», στό ὁποῖο ἀναφέρει περιληπτικά τό περιεχόμενο 300 περίπου (281) συγγραμμάτων τῆς κλασικῆς καί μεσαιωνικῆς περιόδου, πολλά ἀπό τά ὁποῖα δέν σώζονται σήμερα αὐτούσια, καί τά κρίνει μέ ἐξαιρετική ὀξύνοια καί εὐαισθησία. Θαυμαστή εἶναι ἡ ἑρμηνευτική του ἐργασία σέ θέματα καί χωρία δύσκολα τῆς ἁγίας Γραφῆς, πού περιέχονται στή συλλογή «Ἀμφιλόχια». Καλλιέργησε, ἐπίσης, τήν τέχνη, συνθέτοντας ἐκφραστικώτατους ὕμνους καί ποιήματα καί συντάσσοντας ὡραιότατους λόγους καί ἐπιστολές. Ἀλλά καί στήν πατρίδα ἔδωσε τήν εἰσφορά του, ἀφ’ ἑνός ὡς διδάσκαλος τῆς νεότητος καί ἀφ’ ἑτέρου ὡς κρατικός λειτουργός καί πρεσβευτής. Καί ὅταν ἔγινε πατριάρχης, προστάτευσε ἰδιαίτερα τά γράμματα καί εὐνόησε τούς λογίους.
Αὐτόν τόν πολυτάλαντο καί χαρισματικό ἄνδρα, τόν ἀκέραιο σάν τό περιστέρι καί φρόνιμο σάν τό φίδι, χρησιμοποίησε ὁ Θεός, γιά νά ἐξαπλώσει τόν Χριστιανισμό καί σέ ἄλλους λαούς, νά εἰρηνεύσει τήν Ἐκκλησία, πού ταρασσόταν ἀπό διοικητικές ἀταξίες, καί νά ἀσφαλίσει τήν Ὀρθοδοξία ἀπό τή δικτατορία τοῦ πάπα. Ὁ Φώτιος ἀγάπησε ἀπό μικρός τήν παρθενία, ἀλλά δέν σκέφθηκε ποτέ νά ἱερωθεῖ. Θέλησε νά ζήσει καί ἔζησε τά νεανικά καί ἀνδρικά χρόνια τῆς ζωῆς του ὡς ἄγαμος λαϊκός, ἀφιερωμένος μέσα στόν κόσμο, γιά τόν Θεό καί τό ἔργο του. Ἦλθαν, ὅμως, καιροί ταραχῆς καί διασπάσεως στήν Ἐκκλησία. Ὁ κανονικός πατριάρχης Ἰγνάτιος ἐκθρονίσθηκε παράνομα καί κανείς δέν εἶχε τό θάρρος νά ἀναλάβει τό ἀξίωμα. Ἀλλά ὁ θρόνος δέν μποροῦσε νά μείνει κενός, ὁ λαός δέν μποροῦσε νά μήν ἔχει ἐπίσκοπο. Καί ὁ μόνος πού μποροῦσε νά γίνει πατριάρχης χωρίς νά δημιουργήσει κρίση καί σκάνδαλο, ἦταν ὁ Φώτιος. Ὁ ἴδιος ἀντιστάθηκε, ἔκλαψε, ἐπέμεινε, ἀλλά στό τέλος ὑπήκουσε σάν στρατιώτης Χριστοῦ καί ἐπιστρατεύθηκε στῆς ἀρχιερωσύνης τό ἔργο. Μέσα σέ πέντε μέρες ὁ Φώτιος πέρασε ἀπό ὅλα τά στάδια τῆς ἱερωσύνης -ἐκάρη μοναχός, ἔγινε ὑποδιάκονος, χειροτονήθηκε διάκονος, πρεσβύτερος-, καί ὕστερα ἀπό λίγους μῆνες ἐξελέγη ἐπίσκοπος καί οἰκουμενικός πατριάρχης. Ἡ ἐκλογή αὐτή τοῦ Φωτίου μένει στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας ἕνα λαμπρό παράδειγμα, πῶς ἡ ἀξιωσύνη καί ἡ ἁγιωσύνη ἑνός ἀνθρώπου μπορεῖ νά ὑπερπηδήσει τίς τυπικές διεργασίες καί νά καταστήσει ἀμέσως ἕναν λαϊκό πατριάρχη.
Ὡς ἀρχιερέας ὁ Φώτιος ἀναδείχθηκε διαλλακτικός, ἀλλά καί μαχητικός, εὔστροφος καί διορατικός, συνετός ἀλλά καί ἀποφασιστικός. Ἀποκατέστησε τήν ἑνότητα μέσα στήν Ἐκκλησία καί ὑπεράσπισε τήν ὑγιῆ παράδοση τῶν δογμάτων καί τῶν ἐθίμων τῆς πίστεως. Αὐτός ἀπέστειλε τούς ἱεραποστόλους Κύριλλο καί Μεθόδιο καί διοργάνωσε τήν Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας καί ἐξεχριστιάνισε τούς Σλάβους. Τό ὄνομά του συνδέθηκε στήν ἱστορία μέ τό μεγάλο σχίσμα τῆς Δύσεως ἀπό τήν ἀνατολική ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά τό πρόσωπό του ἔμεινε σύμβολο Ὀρθοδοξίας γιά τόν εὐσεβῆ λαό. Ἐκθρονίσθηκε, ἐξορίσθηκε, ταλαιπωρήθηκε, τό φῶς του, ὅμως, δέν ἔσβησε οὔτε στιγμή καί ἡ μορφή του ἔλαμπε πάντοτε σάν τόν ἥλιο. «Τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἔμπνευσις αὐτοῦ τοιοῦτον φῶς διέδωκεν εἰς τήν καθαράν ψυχήν τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου, ὅτι λαμπρύνει καί φωτίζει πᾶσαν τήν κτίσιν», ὁμολογοῦσαν καί αὐτοί ἀκόμη οἱ παπικοί τοποτηρητές τῆς Ρώμης. «Ὥσπερ γάρ ὁ ἥλιος, κἄν εἰς μόνον τόν οὐρανόν περιέχηται, ὅμως ὅλον τόν περίγειον κόσμον φωτίζει, οὕτω καί ὁ δεσπότης ἡμῶν, ὁ κύριος Φώτιος, καθέζηται εἰς Κωνσταντινούπολιν, ἀλλά καί τήν σύμπασαν κτίσιν δαδουχεῖ καί καταλάμπει».
Μέσα στή δράση καί στά ἔργα τοῦ Φωτίου καθρεφτίζεται καθαρά ἡ λάμψη καί ἡ ὑπεροχή τῆς σοφίας, πού δέν εἶναι «ἐπίγεια, ψυχική, δαιμονιώδης», ἀλλά «ἄνωθεν κατερχομένη» (Ἰα 3,15). Μία σοφία, πού πέρα ἀπό τή γνώση καί τήν ἐπιστήμη, διαθέτει ἁγνότητα καί καθαρότητα, ἀγαπᾶ τήν εἰρήνη καί δείχνει ἐπιείκεια, ὑπακούει καί ταπεινοφρονεῖ, ἔχει ἔλεος καί καρπούς ἀγαθούς, δέν ἐπηρεάζεται ἀπό πρόσωπα καί δέν ὑποκρίνεται. Τό μήνυμα πού μᾶς στέλνει ὁ ἱερός Φώτιος, ὁ «φωτώνυμος» καί «φωτολόγος», ὅπως τόν χαρακτηρίζει ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι ὅτι ἡ σοφία ἡ ἀληθινή καί ἡ γνώση ἡ σωστή δέν συνδέεται ἁπλῶς μέ τήν ἀρετή καί τήν ἁγιωσύνη, ἀλλά εἶναι ἀπαύγασμά τους.
Πῶς συμβαίνει, ὅμως, τόσοι σοφοί καί ἐπιστήμονες νά εἶναι ἄθεοι καί ἄπιστοι; Ὅποιος γνωρίζει νά κρίνει τά πνευματικά πράγματα, ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ σοφία αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων εἶναι γεμάτη σκιές καί σκοτάδια, γεμάτη ἀγωνία καί ἀπελπισία. Τό μόνο πού κατορθώνει, εἶναι νά μᾶς φέρνει ἀντιμέτωπους μέ τά ἀδυσώπητα προβλήματα τῆς ζωῆς καί νά μᾶς ἀφήνει ἀνίσχυρους καί νικημένους ἐκεῖ. Οἱ φιλόσοφοι τοῦ κόσμου, ὅσο ψηλά κι ἄν ἀνεβοῦν στή σύλληψη τῶν πραγμάτων, ὅσο βαθιά κι ἄν βυθιστοῦν στήν κατανόησή τους, πάντοτε προσκρούουν καί σταματοῦν μπρός σ’ ἕνα ἀξεπέραστο ὅριο καί φράγμα· στό φράγμα τοῦ θανάτου, πού ρίχνει τή σκοτεινή σκιά του πάνω σ’ ὅλα τά ἐπιτεύγματα τοῦ νοῦ τους καί τούς ἐμποδίζει νά δοῦν καί νά ἐξερευνήσουν τόν κόσμο πού ὑπάρχει καί κρύβεται ἀπό τά φυσικά μας μάτια. Ἀντίθετα, οἱ φιλόσοφοι τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ φθάνουν κι αὐτοί μέ τό πνεῦμα τους μπρός στό φράγμα τοῦ θανάτου, ἐκεῖ, «ἐπί τῶν ὁρίων», στό σύνορο τῶν δύο κόσμων, ἀποθέτουν τό δικό τους πνεῦμα καί ἐφοδιασμένοι μόνο μέ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πλέον, ὡσάν νά ἐπιβαίνουν πάνω σ’ ἕνα ὑπερφυσικό ὄχημα, περνοῦν τό φράγμα τοῦ θανάτου καί κατακτοῦν τή χώρα τῆς αἰώνιας ἀλήθειας. Ἐγγίζουν τήν πηγή τῆς σοφίας, πού εἶναι ὁ Θεός, καί κοινωνοῦν ἀπό τά θεϊκά νάματά της.
Σήμερα, πού ὁ ἄνθρωπος λιμώττει γιά φῶς καί ἀλήθεια, τά σπέρματα μιᾶς τέτοιας σοφίας μποροῦν νά θρέψουν τήν πεῖνα του. Μποροῦν νά τόν στηλώσουν γερά στά πόδια του καί νά τοῦ δώσουν τή δύναμη νά ξεκαθαρίσει τή σύγχυση πού τοῦ δημιουργεῖ ἡ κουλτούρα, νά ξερριζώσει τά πάθη πού τοῦ καλλιεργεῖ ἡ ψευτοδιανόηση. Κι ἀκόμη, αὐτή ἡ σοφία, πού προβάλλει μπροστά μας ὁ ἅγιος Φώτιος, σημαίνει γιά μᾶς τή συνάντηση καί τή γνωριμία μέ τήν ἐνσαρκωμένη Σοφία καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, πού κρατᾶ δικούς του ὅλους τούς θησαυρούς τῆς σοφίας καί τῆς γνώσεως (Κλ 2,3), γιά νά πλουτίζει μ’ αὐτούς ὅσους τόν πιστεύουν.
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 40 (1985) 17-19