Ὁ Βασιλιάς ξεκίνησε τήν πορεία του γιά τήν Ἰερουσαλήμ. Ρυθμίζει τίς τελευταῖες λεπτομέρειες. Δύο μαθητές θά πᾶνε νά ψάξουν γιά τό ὀνάριο, ὄχι ἐδῶ, θά τό βροῦν στήν ἀπέναντι κώμη, δεμένο ἔξω ἀπό τήν πόρτα στόν δρόμο· ἕνα μικρό πουλαράκι εἶναι -θά τό καταλάβουν- δέν κάθισε κανείς ἀκόμα ἐπάνω του. Θά ἐξηγήσουν στό ἀφεντικό του τί συμβαίνει καί θά τό πάρουν. Μετά, ὅταν ὅλα τελειώσουν, θά τό πᾶνε πάλι πίσω.
Ἔτσι ξεκινάει γιά τή μεγάλη σύγκρουση μέ τό ἀνίκητο κακό. Ἀπό ἕναν τέτοιο Βασιλιά, πού ἔρχεται νά σέ συναντήσει πραΰς καί καθισμένος ἐπάνω στόν πῶλο τῆς ὄνου, μή φοβᾶσαι τίποτα, θυγατέρα Σιών.
Ξεκίνησε ἀπ’ τόν ναό. Πέταξε πέρα σκεύη, καθίσματα, τραπέζια, ἔσυρε ἔξω πωλητές, ἀγοραστές, κολλυβιστές· ἔξω ὅλοι ἀπ’ τόν ναό, πού τόν εἶχαν καταντήσει σπηλιά ληστῶν! Συνέχισε τή σύγκρουση μέ ὅλους: μέ Γραμματεῖς, Φαρισαίους καί Σαδδουκαίους καί Ἡρωδιανούς, μέ τούς ἀρχιερεῖς καί τούς πρεσβυτέρους τοῦ λαοῦ, μέ ψευδομάρτυρες καί προπαντός μέ τούς ὄχλους.
Καί, παραπάνω κι ἀπ’ τούς ὄχλους, μέ τούς μαθητές Του, πού μέχρι τελευταία στιγμή δέν καταλάβαιναν τίποτα. Θαύμαζαν τίς μεγάλες οἰκοδομές τῆς πόλης στό τελευταῖο Του ταξίδι σ’ αὐτήν, ἀγανακτοῦσαν γιά τό χαμένο μύρο τοῦ ἐνταφιασμοῦ Του, γιατί ἀνῆκε στούς φτωχούς, ζητοῦσαν ἀκόμα νά τούς δείξει τόν Πατέρα, γιατί δέν ἀντιλήφθηκαν ὅτι Τόν ἔβλεπαν στό πρόσωπό Του, Τοῦ ὑπόσχονταν αἰώνια ἀφοσίωση λίγο πρίν τό λάλημα τοῦ πετεινοῦ, ἔπεφταν κάτω ἀπ’ τή νύστα στήν πιό σκοτεινή νύχτα τῆς ζωῆς Του. Ὅσο γιά τό σημάδι τῆς ἀναγνώρισης ἦταν ἕνα φίλημα ἀδελφικό.
Μίλησε, ἐπιτίμησε, ρώτησε, ἐξήγησε, πάσχισε, ἀπάντησε, ἀποστόμωσε, ἀπογύμνωσε. Τελευταῖο ἀπ’ ὅλους τόν ἡγεμόνα, τόν Πιλᾶτο. Κάποια στιγμή ὅμως ἔπαψε νά ἀπαντάει. Εἶχε περάσει στή σιωπή. Καί σέ λίγο στόν Σταυρό.
ΕΙΧΕ ΝΙΚΗΣΕΙ!
Ἡ συνοδοιπορία μας μαζί Του γιά τήν Ἰερουσαλήμ ξεκίνησε. Στήν ἀρχή αὐτῆς τῆς Σαρακοστῆς τό κακό γύρω μας παφλάζει καί καγχάζει. Μᾶς ἔχει πεῖ ἀκριβῶς πῶς θέλει νά εἴμαστε γιά νά τό νικήσουμε. «Ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων» (Μθ 10,16). Τό πιό ἐπικίνδυνο σημεῖο σ’ αὐτήν τή σύγκρουση μέ τό κακό γύρω μας εἶναι αὐτό νά ἀποτελέσει ἕνα ἄλλοθι, γιά νά ἱκανοποιήσουμε τό κακό πού ἔχουμε μέσα μας.
Τότε δέν πολεμᾶμε τό κακό. Ἀποτελεῖ μόνο μιά δικαιολογία, γιά νά ἐκτονώσουμε καί νά θρέψουμε τό κακό πού ἔχουμε μέσα μας: τή βία, τήν εἰρωνεία, τήν ὀργή, τήν ἐριστικότητα, τή μισανθρωπία, τή φιλοδοξία, τήν ὑποκρισία. Ἡ ἀπάντηση ὅμως στό κακό εἶναι μόνο μία: «Ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι» (Ἀπ 22,11).
Οἱ τελευταῖες λεπτομέρειες πρίν ἀπό τήν Εἴσοδο στήν πόλη τοῦ Πάθους ἦταν μία ἀσύλληπτη ταπεινότητα. Ὅλα αὐτά πού ἔγιναν μέ τό γαϊδουράκι ἦταν οὐσία· γιά μᾶς, ὅταν πᾶμε νά τά μιμηθοῦμε, δέν εἶναι παρά μιά σκηνοθεσία.
Αὐτός, ὅμως, ἔτσι νίκησε. Καί ἔτσι παραμένει πάντα ὁ Υἱός ὁ ἀγαπητός. Πού δέν θά ἐρίσει, δέν θά κραυγάσει, δέν θά ἀκούσει κανείς τή φωνή Του στίς πλατεῖες τοῦ κόσμου.
Γι’ αὐτό, μή φοβᾶσαι ἐσύ πού εἶσαι λυγισμένο καλάμι, γιατί αὐτός ὁ Βασιλιάς δέν θά σέ τσακίσει. Οὔτε ἐσύ πού εἶσαι τρεμάμενο καντήλι, γιατί δέν θά σέ σβήσει.
Γι’ αὐτό καί στό ὄνομά Του θά ἐλπίσουν ὅλα τά ἔθνη.
Ζ.Γ.
"Ἀπολύτρωσις", Μάρ. 2024