Ἀσφαλῶς ὅλοι οἱ Ἕλληνες συμμεριζόμαστε τήν ἄποψη τοῦ πρωθυπουργοῦ μας ὅτι τά γλυπτά τοῦ Παρθενώνα πρέπει νά ἐπιστραφοῦν, διότι εἶναι κλεμμένα. Καί ὄντως ἦταν ἀπαράδεκτη ἡ ἐνέργεια τοῦ βρετανοῦ πρωθυπουργοῦ νά ἀκυρώσει τήν προγραμματισμένη συνάντησή του μέ τόν ἕλληνα πρωθυπουργό, ἐπειδή ἐνοχλήθηκε ἀπό τίς ἀναφορές του στά γλυπτά τοῦ Παρθενώνα κατά τή συνέντευξή του στό BBC.
ῶς, ὅμως, βρέθηκαν τά γλυπτά μας ἐκεῖ; «Ὅ,τι δέν ἔπραξαν οἱ Γότθοι, τό ἔπραξαν οἱ Σκῶτοι», εἶχε ἐπισημάνει ὁ λόρδος Βύρων.
Ὑπενθυμίζω σύντομα τήν περίφημη «ἐπιχείρηση Ἔλγιν». Ὁ βρετανός διπλωμάτης Thomas Bruce, ἕβδομος κόμης τοῦ Ἔλγιν, γεννήθηκε στή Σκωτία τό 1766. Τό 1799 ἐστάλη ὡς ἔκτακτος πρεσβευτής στήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά ἀσχοληθεῖ ἀποκλειστικά μέ τά πολιτικά ζητήματα. Ὡστόσο, μοναδική του ἀπασχόληση ἦταν ἡ ἁρπαγή τῶν ἀρχαιοτήτων, τάχα μέ ἄδεια τοῦ σουλτάνου. Ἀλλά εἶναι παγκοίνως γνωστό ὅτι ὁ Ἔλγιν οὐδέποτε ἔλαβε «φιρμάνι» ἐπίσημο ἀπό τήν Ὑψηλή Πύλη.
Στά τέλη τοῦ 1799 ὁ Ἔλγιν ἔστειλε συνεργεῖο, προκειμένου νά καταγράψει τά μνημεῖα τῆς Ἀττικῆς, ἰδίως τῆς Ἀκρόπολης, ὥστε νά γίνει ἐφικτή ἡ ἐπιλογή καί ἡ ἀφαίρεσή τους. Τό 1801 ξεκίνησε ἡ ἁρπαγή τῶν 253 ἀριστουργημάτων καί ὁλοκληρώθηκε τό 1810.
Ἐπειδή ἡ ἀφαίρεσή τους γινόταν μέ τόν πλέον «συμφέροντα καί οἰκονομικό τρόπο», σημειώθηκαν βανδαλισμοί, ὅπως ἀπρόσεχτοι πριονισμοί, τυχαῖοι τεμαχισμοί· κατά τήν ἀπόσπασή τους προκλήθηκαν σοβαρές ζημιές ἤ καί διατάραξη τῆς στατικῆς ἰσορροπίας τῶν κτηρίων στά ὁποῖα βρίσκονταν. Ἀφαιρέθηκαν ἐπίσης ἀρχαιότητες ἀπό τήν Αἴγινα, Ἐλευσίνα, Δελφούς, Νεμέα, Μυκῆνες, Τίρυνθα καί Δαρδανέλια. Τό κόστος τῆς ὅλης «ἐπιχείρησης», ὡς καί ἡ μεταφορά τους στήν Ἀγγλία, ἀνερχόταν στίς 70.000 λίρες.
Τά δώδεκα πρῶτα κιβώτια μέ τίς ἀρχαιότητες φορτώθηκαν τό 1802 στό ἰδιόκτητο ἱστιοφόρο «Μέντωρ» τοῦ Ἔλγιν. Ὡστόσο, τό πλοῖο βούλιαξε στόν Ἀβλέμονα τῶν Κυθήρων. Γράφει χαρακτηριστικά στήν ἐφημερίδα «Ἀθηνᾶ» (10 Μαΐου 1854) ὁ Λεμοένν: «Ὡς ἐάν αἱ ἁγναί θυγατέρες τῆς ἑλληνικῆς τέχνης ἐγκατέλειπον μέ ἀπελπισίαν τήν χαρίεσσαν αὐτῶν πατρίδα καί ὡς ἐάν ἐπροτίμων μᾶλλον τόν θάνατον παρά τά φιλήματα τῶν ξένων, ἐρρίφθησαν εἰς τήν θάλασσαν ἐξερχόμεναι τοῦ λιμένος, τουτέστι τό μεταφέρον αὐτάς πλοῖον ἐκτύπησεν εἰς βράχον καί ἐβυθίσθη μέ ὅλον αὐτοῦ τό φορτίον, ὥστε ἔγινε χρεία νά συλλέξῃ ἀπό τά παράλια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας πολλούς κολυμβητάς δι’ ὧν μετ’ ἀπείρων κόπων ἀνευρέθησαν καί ἀνεσύρθησαν ὅλα».
Οἱ ἀρχαιότητες μεταφέρθηκαν στό Λονδίνο καί ἀποθηκεύτηκαν ἀρχικά σέ ὑπόστεγο τῆς κατοικίας τοῦ Ἔλγιν καί ἀργότερα σέ καρβουναποθήκη, γι’ αὐτό καί ὑπέστησαν σημαντικές ζημιές ἀπό τήν ὑγρασία. Τελικά, τά γλυπτά ἀγοράστηκαν ἀπό τό βρετανικό Δημόσιο γιά 35.000 στερλίνες. Ἐπειδή ὁ Ἔλγιν χρωστοῦσε στό κράτος 18.000 στερλίνες, τοῦ δόθηκαν μόνο 17.000 στερλίνες.
Ἀπό τή μελέτη τῆς ἀλληλογραφίας τοῦ Ἔλγιν προκύπτει ὅτι σκόπευε μέ αὐτά τά ἀριστουργήματα νά στολίσει τό νέο ἐξοχικό του μέγαρο στό Μπροῦμχολ τῆς Σκωτίας. Χρεωκόπησε ὅμως καί ἀναγκάστηκε νά τά πουλήσει. Ἡ Μεγάλη Βρετανία τά ἀγόρασε, καθώς δέν εἶχε καταφέρει νά ἁρπάξει ἑλληνικές ἀρχαιότητες. Ταυτόχρονα μέ τή μεταφορά τῶν γλυπτῶν στή Μεγάλη Βρετανία ξέσπασε θύελλα ἀντιδράσεων ἀπό διακεκριμένους Βρετανούς καί ὄχι μόνο. Ὁ Ἔλγιν κατηγορήθηκε γιά «ἡροστράτειο ἀθανασία» ὡς κοινός «κλέφτης μαρμάρων» καί βάνδαλος, πού μέ δωροδοκίες καί ἄλλα ἀθέμιτα μέσα λήστεψε σπουδαῖα μνημεῖα τοῦ παρελθόντος γιά προσωπικό του ὄφελος. Μεταξύ τῶν ἄλλων καί ὁ γνωστός λόρδος Βύρων τό 1811 στό ποίημά του «Child Harold» στιγματίζει τή λεηλασία, ὅπως καί στό ποίημα «Ἡ κατάρα τῆς Ἀθηνᾶς».
Βεβαίως, ἐπιχειρήσεις καταλήστευσης τῆς προγονικῆς μας περιουσίας διεξάγονταν καί πρίν ἀπό τόν Ἔλγιν καί μετά ἀπό αὐτόν. Τό μόνο ἠθικό ἐπιχείρημα πού διαθέτουν οἱ Ἄγγλοι γιά τήν κατακράτησή τους εἶναι τό δίκαιο τοῦ ἰσχυροτέρου ἔναντι ἑνός δικαιούχου ἀλλά ἀνίσχυρου διεκδικητῆ. Ἡ μόνη ἐλπίδα -θέλουμε ἀκόμη νά πιστεύουμε- βασίζεται στήν πεποίθηση ὅτι ἡ ἐντιμότητα δέν ἔχει ἐγκαταλείψει τελείως τή γηραιά Ἀλβιώνα. Καί ἄν ξεκινήσει ἀπό ἐκεῖ ἡ ἐπιστροφή, θά ὑπάρξει κάποιο προηγούμενο ἐνδεχομένως γιά τήν παλιννόστηση καί ἄλλων ἡμεδαπῶν γλυπτῶν ἀπό τή Γαλλία, τή Γερμανία, τίς Η.Π.Α. κ.τ.λ.!
Συνοψίζοντας: Σωστά διαμαρτυρόμαστε γιά τά γλυπτά τοῦ Παρθενώνα καί ζητοῦμε τήν ἐπιστροφή τους. «Γι’ αὐτά πολεμήσαμε», δήλωνε ὁ στρατηγός Μακρυγιάννης. Ἐπιπλέον, σέ ὁποιοδήποτε σημεῖο τῆς γῆς καί ἄν βρίσκονται μνημεῖα ἑλληνικά, ἡ διαφύλαξή τους ἀποτελεῖ ἱερή ὑποχρέωση τῆς Ἑλλάδας. Τέτοιο μνημεῖο παγκόσμιας πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς ἀποτελεῖ ἡ Ἁγία Σοφία. Οἱ Τοῦρκοι τή μετέτρεψαν σέ τζαμί ὑπό τήν αἰδήμονα σιωπή διαδοχικῶν ἑλληνικῶν κυβερνήσεων. Ὅ,τι εἶναι ὁ Παρθενώνας γιά τό ἀρχαῖο ἑλληνικό πνεῦμα, εἶναι ἡ Ἁγία Σοφία γιά τή μετεξέλιξή του, τόν ἑλληνοχριστιανικό πολιτισμό. Σήμερα, κομμάτια τοῦ τρούλου της πέφτουν στά κεφάλια τῶν ἐπισκεπτῶν. Μάλιστα ὁ Σερίφ Γιασσάρ, πρόεδρος τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου τῆς Ἑνώσεως Ἱστορίας τῆς Τέχνης (STD), τόνισε: «Ἐάν ἡ Ἁγία Σοφία δέν ἀποκατασταθεῖ, θά καταρρεύσει μέ τόν πρῶτο σεισμό. Ὅταν ἡ Ἁγία Σοφία ἦταν μουσεῖο, δηλαδή πρίν γίνει τζαμί, ὑπῆρχε ἕνα ἐπιστημονικό συμβούλιο. Στήν τελευταία του συνεδρίαση, πρίν καταργηθεῖ, ἀποφάνθηκε: "Ἡ Ἁγία Σοφία εἶναι τώρα 1.500 ἐτῶν καί ἄν δέν ἀποκατασταθεῖ τό συντομότερο δυνατό, θά καταστραφεῖ σέ ἕναν σεισμό"».
Αὐτά ὑποστηρίζει τοῦρκος ἐπιστήμων γιά τήν Ἁγια-Σοφιά μας. Ἐμεῖς, οἱ Νεοέλληνες, πόσο ἀνησυχοῦμε σήμερα γιά τήν τύχη τοῦ πλέον σημαντικοῦ μνημείου τῆς Ὀρθοδοξίας;
Εὐδοξία Αὐγουστίνου
"'Απολύτρωσις", Φεβρ. 2024