Τί ἀξίζει ἕνα καρβέλι ψωμί; Τίποτα γιά τόν πλούσιο. Μπορεῖ νά γεμίζει τό τραπέζι του μέ ὅλα τά γευστικά ἐδέσματα. Ἀπολαμβάνει τίς πιό πρωτότυπες γεύσεις. Δέν ἀσχολεῖται μέ τά εὐτελῆ. Κι ὅταν ὁ πλούσιος εἶναι καί πατρίκιος μέ ἀξιώματα καί ἐξουσίες, πλουσιοπάροχα καλοδέχεται τούς φιλοξενουμένους του, ἀρκεῖ νά μήν εἶναι φτωχοί. Τόν ἐνοχλοῦν. Τούς καταφρονεῖ. Δέν εἶναι ἄξιοί του. Καί κάτι ἀκόμη: τίποτε δέν περισσεύει γι᾽ αὐτούς.
Μιά τέτοια σκληρή καρδιά φιλοξενοῦσε στό στέρνο του ὁ πατρίκιος καί τελώνης Πέτρος. Στούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ -τό 530 μ.Χ.- διοικοῦσε ὅλη τήν Ἀφρική. «Φειδωλός» χαρακτηρίστηκε ὄχι τόσο γιά τήν οἰκονομία του, ὅσο γιά τήν ἀσπλαχνία του. Κιότευαν οἱ ἀναγκεμένοι νά τοῦ ζητήσουν βοήθεια. Μπροστά στοῦ θυμοῦ του τήν ὁρμή προτιμοῦσαν τή φτώχια. Μόνο κάποια μέρα ἔφτασε στό κατώφλι του ἕνας ρακένδυτος πεινασμένος. Πῶς τόλμησε; Πῶς νά διώξει αὐτόν τόν θρασύ; Νά τόν ξυλοκοπήσει; Νά τόν πετροβολήσει; Βρῆκε ἕνα καρβέλι ψωμί -μόλις τοῦ τό εἶχε φέρει ὁ δοῦλος του ζεστό ἀπό τόν φοῦρνο. Χαιρέκακα τόν... «ἀρτοβόλησε», γιά νά τόν ἀπομακρύνει καί νά ἀπαλλαχθεῖ -μιά καί καλή- ἀπό τή μιαρή παρουσία του. Ἐξάλλου τί ἀξίζει ἕνα καρβέλι ψωμί; Γιά τόν ἀνελεήμονα Πέτρο τίποτε. Γιά τόν ἀνώνυμο ἐλεημένο τά πάντα. Τό ἐκτόξευσε ὅμως ὁ Πέτρος μέ τόση δύναμη, πού -οὔτε μποροῦσε νά τό φανταστεῖ- ἔφτασε στά χέρια τοῦ ἐλεήμονα Θεοῦ!
Δέν πέρασαν δύο μέρες καί ὁ πανίσχυρος διοικητής Πέτρος βρέθηκε μέ βαριά ἀσθένεια στό κρεβάτι. Πολλοί οἱ δοῦλοι πού ἔστεκαν νά τόν ἀνακουφίσουν. Ποιός ὅμως νά θεραπεύσει τῆς ψυχῆς τά τραύματα; Ἡ φιλαυτία, ἡ φιλοδοξία, ἡ ἀναδελφία τοῦ εἶχαν κρύψει τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Μέσα στή μοναξιά του, τοῦ ἀποκαλύπτει ἡ θεία Πρόνοια τή ζυγαριά τῆς κρίσεως. Βλέπει τόν ἑαυτό του νά πρέπει νά δώσει λόγο γιά τῆς ζωῆς του τίς πράξεις. Στό ἕνα ζύγι βαριές κι ἀσήκωτες τῆς κακίας καί τῆς ἀσπλαχνίας του οἱ πράξεις. Μέ τί μπορεῖ νά τίς ἀντισταθμίσει γιά νά δικαιωθεῖ; Πατρικά, στοργικά ὁ παντεπόπτης Κύριος ἀποστέλλει τούς λευκοφορεμένους του ἀγγέλους νά ἀποθέσουν ἀκριβό, πολύτιμο …ἕνα καρβέλι ψωμί! Ἐκεῖνο πού ἔφτασε στά χέρια τοῦ φτωχοῦ ζητιάνου.
Τί ἀξίζει ἕνα καρβέλι ψωμί; Μία σεισμική μετάνοια! Μία ριζική ἀλλαγή! Ἀληθινά μακάριος ὁ Πέτρος! Ἔρχεται σέ βαθιά συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του. Θεραπευμένος ὁλότελα ἀπό κάθε ἀσθένεια βιάζεται νά ἐξαλείψει τίς κακίες καί τά πάθη του. Βάζει ἀρχή γιά μία ζωή ἐλεημοσύνης, αὐταπάρνησης. Δέν τοῦ εἶναι κόπος. Μόνο βιάζεται! Νά προλάβει νά συναντήσει ὅλους τούς φτωχούς πού ἀδίκησε, γιά νά τούς μοιράσει τήν περιουσία του. Τῆς συντριβῆς τά δάκρυα πότισαν τή σκληρή καρδιά του καί βλάστησε μέσα του λαμπρή, εὐωδιαστή ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἡ φιλαδελφία. Ἔνιωθε τό πλούσιο παιδί τοῦ Θεοῦ. Τί νά τά κάνει τά πλούτη του κι αὐτά τά πλούσια ἐνδύματά του; Τά χάρισε ὁλοπρόθυμα σέ ἕναν φτωχό κι ἔμεινε ἐκεῖνος γυμνός γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ του. Τότε ἀξιώθηκε ν᾽ ἀντικρίσει -στό ὄνειρό του- τόν ἴδιο τόν Χριστό ντυμένο μέ τά ροῦχα του. Τί ἄλλο νά σκεφτεῖ νά τοῦ χαρίσει, γιά νά τόν εὐαρεστήσει; Τό ἀποφάσισε: θά γίνει δοῦλος! Θά πουληθεῖ. Πόσο ἀξίζει, στ᾽ ἀλήθεια; Τήν τιμή του θά τή χαρίσει στούς ἀγαπημένους του ἐνδεεῖς ἀδελφούς.
Φτωχός καί δοῦλος πιά, ἐργαζόταν ἀθόρυβα σέ ἕναν χρυσοχόο. «Ἐν τῷ κρυπτῷ» εὐεργετοῦσε. Στήν εὐρύχωρη καρδιά του κάθε «ἄλλος» ἦταν ἀδελφός ἀγαπητός. Ἐλεύθερος ὁ εὐλογημένος Πέτρος ἀπό τοῦ πλούτου τά βαριά δεσμά προσδοκοῦσε τήν αἰώνια χαρά. Κανένας φόβος δέν μποροῦσε νά τοῦ στερήσει τή μακαριότητα -οὔτε αὐτός τοῦ θανάτου. Τό ζοῦσε βαθιά του: «Ἡμεῖς μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν, ὅτι ἀγαπῶμεν τοὺς ἀδελφούς» (βλ. Α´ Ἰω 3,14).
Μόνο μία ἦταν ἡ ἔγνοια του: μή γίνει γνωστός, μήν ἀποκαλυφθεῖ ἡ ταυτότητά του. Πῶς νά βρεῖ τρόπο νά φύγει τό συντομότερο ἀπό τήν οἰκία τοῦ ἀφέντη του; Νά βρεθεῖ σέ τόπο μακρινό, ἄγνωστος γιά τούς πολλούς, γνωστός μόνο στόν Θεό του; Κωφάλαλος ἦταν ὁ θυρωρός τοῦ σπιτιοῦ καί πῶς νά τόν καταλάβει, γιά νά τόν ἐλευθερώσει; Καί ἔγινε μέ θαυμαστό τρόπο: «Ἐν ὀνόματι Χριστοῦ ἄκουσόν μου καὶ ἄνοιξον τὴν θύραν», τόν πρόσταξε ὁ Πέτρος καί τόν θεράπευσε. Μέ εὐγνωμοσύνη ὁ θυρωρός ἄνοιξε τίς πύλες καί τόν κατευόδωσε στό ταξίδι του.
Πάμφτωχος ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἔφτασε μέχρι τά Ἰεροσόλυμα κι ἔπειτα στήν Κωνσταντινούπολη. Πῆρε νοητά νά ἀνεβαίνει τή σκάλα πού οἰκοδόμησε μέ τῆς ζωῆς του τήν ἀδιάκοπη ἐλεημοσύνη. Θέμελο καί τέρμα της ἔχει τόν οὐρανό. Ὁ ἐνταφιασμός του -στίς 20 Ἰανουαρίου- δέν ἔγινε μέ τιμές καί δόξες. Στό στεφάνι τῆς δόξας του ἔλαμπαν τῶν δακρύων του τά μαργαριτάρια, μά καί τῆς μυστικῆς ἐλεημοσύνης του τά ἄφθαρτα χρυσάφια.
Σήκωσέ μας, εὐλογημένε Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, ἀπό τοῦ εὐδαιμονισμοῦ μας τίς χωμάτινες ἐπιδιώξεις. Ὕψωσέ μας ἀπό τίς πρόσκαιρες φιλοδοξίες μας. Ζέστανέ μας μέσα στήν παγωνιά τῆς φιλαυτίας μας. Σκύψε νά μᾶς θρέψεις -ἐμᾶς τούς πεινασμένους τῆς τρυφηλῆς ἐποχῆς μας- μέ …ἕνα καρβέλι ψωμί. Μήπως καί ἀποζητήσουμε τόν Ἄρτο τῆς Ζωῆς, νά μᾶς χορτάσει μέ τῆς ἀγάπης Του τά αἰώνια δῶρα. Στήν ἀρχή τοῦ χρόνου τό ζητοῦμε, Ἅγιε, τό προσδοκοῦμε.
Οὐρανοδρόμος
"Ἀπολύτρωσις", Ἰαν. 2024