Β΄: ἡ λατρεία του
Ὁ Ναός τοῦ Σολομῶντος ἐξαρχῆς ἦταν τό κέντρο τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς τοῦ Ἰσραήλ, στενά συνδεδεμένος μέ τό ἐθνικό του κέντρο, τό παλάτι τοῦ βασιλιᾶ Δαβίδ. Ἀρχικά συνυπῆρχε μέ ἄλλα τοπικά ἱερά, πού ἦταν διάσπαρτα σέ ὅλη τήν ἔκταση τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ καί ἐξυπηρετοῦσαν τίς θρησκευτικές ἀνάγκες τοῦ λαοῦ. Ἡ πρώτη ἐπίσημη ἀμφισβήτησή του ἔγινε κατά τή διάσπαση τοῦ βασιλείου, ὅταν ὁ Ἰεροβοάμ Α´ ἀποφάσισε νά ἀνακηρύξει τή Σαμάρεια πρωτεύουσα τοῦ βόρειου βασιλείου καί ἔχτισε δικό του ναό, ὥστε νά αὐτονομηθεῖ ἀπό τήν πρωτεύουσα καί νά μήν ὑπάρχει ἡ ἀνάγκη οἱ Ἰσραηλίτες τοῦ βορρᾶ νά κατεβαίνουν στήν Ἰερουσαλήμ γιά τήν προσφορά τῆς λατρείας τους.
Ἡ καταστροφή τοῦ βόρειου βασιλείου τό 720 π.Χ. θεωρήθηκε ἀποτέλεσμα τῆς ἀποστασίας αὐτῆς καί τόνισε ἀκόμη περισσότερο τήν ἀξία τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος. Ἦταν ἄλλωστε αὐτός πού φιλοξενοῦσε ἀκόμη τήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης, τό ὁρατό σύμβολο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσα στόν λαό του καί τήν ὑπόμνηση τῶν θαυμαστῶν γεγονότων τῆς ἐξόδου ἀπό τήν Αἴγυπτο. Σιγά-σιγά ὁ Ναός προσέλαβε καί ἄλλα θεολογικά στοιχεῖα: θεωρήθηκε τό σημεῖο πού πατοῦν στή γῆ τά πόδια τοῦ ἔνθρονου στόν οὐρανό Θεοῦ, ὁ τόπος τῆς κατοικίας τοῦ Θεοῦ ἤ ὁ χῶρος πού φιλοξενεῖται ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ὅσο ὁ λαός λατρεύει τόν Γιαχβέ, ἐνῶ ἡ διάχυτη ἀποστασία καί ἡ εἰδωλολατρία τοῦ λαοῦ ἔγινε αἰτία ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ νά ἀναχωρήσει ἀπό αὐτόν. Ἀργότερα, ὅταν χάθηκε ἡ Κιβωτός, «ἐγκαταστάθηκε» στόν Ναό τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί θεωρήθηκε «κατοικία» του, ἀφοῦ αὐτό ἐπικαλοῦνταν ὁ λαός στή λατρεία του.
Μετά τή Βαβυλώνια Αἰχμαλωσία ὁ Ναός τοῦ Σολομῶντος ἀναδείχθηκε ὁ μοναδικός τόπος στόν ὁποῖο οἱ Ἰουδαῖοι πρόσφεραν τίς νόμιμες θυσίες στόν Θεό Γιαχβέ, διότι μόνο σ᾽ αὐτόν ὑπῆρχε τό θυσιαστήριο τῶν ὁλοκαυτωμάτων. Τά διάφορα σκόρπια ἱερά καί οἱ βωμοί, πού πρόσφεραν παλαιότερα θυσίες, θεωρήθηκαν αἰτίες τῆς ἀποστασίας ἀπό τόν Γιαχβέ καί εἶχαν καταστραφεῖ. Στίς διάσπαρτες συναγωγές, πού ἱδρύθηκαν μετά τήν καταστροφή τοῦ Ναοῦ, ἡ λατρεία περιλάμβανε μόνον ἀνάγνωση τοῦ μωσαϊκοῦ Νόμου καί προσευχές.
Ἡ διαχείριση τοῦ Ναοῦ ἦταν εὐθύνη τοῦ ἀρχιερέα, τῶν ἱερέων, τῶν λευϊτῶν καί τῶν συνεργατῶν τους. Στούς χώρους τοῦ Ναοῦ εἶχε τήν ἐπίσημη ἕδρα του τό Μεγάλο Συνέδριο, πού τό ἀποτελοῦσαν ἀρχιερεῖς, γραμματεῖς, σαδδουκαῖοι καί φαρισαῖοι. Διάσπαρτοι σέ ὅλο τόν χῶρο δροῦσαν διάφοροι ραββίνοι, οἱ ὁποῖοι δίδασκαν τόν μωσαϊκό Νόμο καί διαλέγονταν μέ τούς προσκυνητές γιά διάφορα θεολογικά καί λατρευτικά θέματα. Οἱ ἱερεῖς προσέφεραν καθημερινά πρωί καί ἑσπέρας τίς τακτικές αἱματηρές καί ἀναίμακτες θυσίες, ἐνῶ παράλληλα ἐξυπηρετοῦσαν καί τούς προσκυνητές πού συνέρρεαν ἀπό ὅλα τά μέρη τοῦ κόσμου, ἰδιαίτερα κατά τήν περίοδο τῶν μεγάλων ἑορτῶν, Πάσχα, Πεντηκοστῆς, Σκηνοπηγίας καί Ἡμέρας τοῦ Ἐξιλασμοῦ. Στίς ἀρχαῖες πηγές καταγράφονται ἐκτιμήσεις σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες ὁ πληθυσμός τῆς πόλης ἔφθανε ἀκόμη καί στό ἕνα ἑκατομμύριο ἀνθρώπους, ὁπότε καί οἱ ἀνάγκες ἐξυπηρέτησής τους γιά τήν ὑποδοχή τῶν λατρευτικῶν τους προσφορῶν αὐξάνονταν κατακόρυφα.
Οἱ ἱερεῖς εἰσέρχονταν καθημερινά ἐντός τοῦ Ναοῦ, στό Ἅγιον, γιά νά προσφέρουν τή θυσία τοῦ θυμιάματος (Λκ 1,9) καί κάθε Σάββατο γιά νά ἀντικαταστήσουν τούς ἄρτους τῆς προθέσεως. Ἡ εἴσοδος στά Ἅγια τῶν Ἁγίων ἦταν πλήρως ἀπαγορευμένη. Μοναδική ἐξαίρεση ἀποτελοῦσε ὁ ἀρχιερέας καί μόνο μία φορά τόν χρόνο κατά τήν Ἡμέρα τοῦ Ἐξιλασμοῦ, γιά νά προσφέρει τή θυσία τοῦ καθαρισμοῦ ὅλου τοῦ λαοῦ ἀπό τίς ἁμαρτίες του. Στά ρωμαϊκά χρόνια μάλιστα εἶχε ληφθεῖ μέριμνα ὥστε, ὅταν εἰσερχόταν στά Ἅγια τῶν Ἁγίων γιά νά ἐπιτελέσει τά καθήκοντά του, νά φορᾶ μία εἰδική ζώνη ἀπό τήν ὁποία, σέ περίπτωση ξαφνικοῦ θανάτου του, θά ἦταν δυνατόν νά τόν τραβήξουν ἐκτός τοῦ ἁγίου χώρου, χωρίς νά χρειαστεῖ κάποιος νά εἰσέλθει μέσα σ᾽ αὐτόν.
Ἀλλά καί γενικότερα ἡ εἴσοδος στόν Ναό γινόταν μέ πάρα πολλούς περιορισμούς, ὥστε νά διατηρηθεῖ ἡ ἁγιότητά του. Εἰδικά λουτρά βρίσκονταν παντοῦ, προκειμένου οἱ προσκυνητές νά ἐξασφαλίσουν τήν ἀπαιτούμενη καθαρότητα γιά τή συμμετοχή τους στή λατρεία. Εἰδικές ἐπιτροπές ἀπό ἱερεῖς ἤλεγχαν κάθε ἐπισκέπτη καθώς καί κάθε εἶδος προσφορᾶς γιά τήν καταλληλότητά τους. Εἰδικές κατασκευές γιά τόν ἔλεγχο καί τή σφαγή τῶν προσφερόμενων ζώων βρίσκονταν στή διάθεση τῶν ἱερέων.
Σέ κάθε περίπτωση, ἡ λατρευτική ἐμπειρία πού ἀποκόμιζε ὁ προσκυνητής ἦταν ἀπό κάθε ἄποψη ἐντυπωσιακή: τό μέγεθος καί ἡ ὄψη τῶν μεγαλόπρεπων οἰκοδομικῶν κατασκευῶν ἀπό κατάλευκη πέτρα καί μέ ἐπιχρυσωμένες ἐπιφάνειες, τό μεγάλο πλῆθος τῶν συγκεντρωμένων ἀνθρώπων ἀπό κάθε καί γιά κάθε αἰτία, τά μουσικά καί ἄλλα λατρευτικά ψαλμωδήματα πού γέμιζαν τήν ἀτμόσφαιρα. Ὅλα διέγειραν, τή διάθεση ἐπικοινωνίας μέ τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους. Τά συναισθήματα ἦταν ἀκόμη ἐντονότερα γιά ὅσους προέρχονταν ἀπό μακρινούς τόπους, ὅπως ἀποτυπώνονται στούς ψαλμικούς στίχους: «Ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων. Ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου» (83,2), «Ἰδοὺ δὴ τί καλὸν ἢ τί τερπνόν, ἀλλ᾽ ἢ τὸ κατοικεῖν ἀδελφοὺς ἐπὶ τὸ αὐτό;» (132,1).
Ἀθ. Παπαρνάκης