Τόν συνάντησα στό Συναξάρι τῆς 3ης Φεβρουαρίου, νά βόσκει τά πάμπολλα ζῶα τῆς οἰκογενείας του στά λιβάδια τῆς Καισάρειας τῆς Καππαδοκίας. Κι εὐθύς ἀναλογίστηκα τόν μετέπειτα συγχωριανό του, τόν Μέγα τόν Βασίλειο, πού ᾿ταν κι αὐτός ἐκεῖ ποιμένας... Τρανός καί ξακουστός στή μόρφωση, στή δράση καί στή χάρη.
Μά δές, πού ὁ ἁπλός καί ἄσημος ὁ Βλάσιος πρόλαβε τόν Βασίλειο σέ τόσα. Καί γίνονταν τά κέρδη τ᾿ ἄφθονα ἀπό τά ζωντανά ἡ βρῶσις τῶν πενήτων. Ἡ ἐλεήμων ψυχή του, λευκή ἀμνάς τοῦ μεγάλου Ποιμένος, ἦταν ἀπ᾿ τή μικρή του ἡλικία ἀναπαυμένη στά χλοερά λιβάδια τῆς χριστιανικῆς πίστης, πού τότε διώκονταν.
Πολλή ἐντύπωση μοῦ ἔκανε διαβάζοντάς το: Σάν βγῆκαν οἱ διῶκτες στά βουνά νά ψάξουν νά τόν βροῦν, νά τόν συλλάβουν, ἐκεῖνος -λέει- τούς ὑπεδέχθη μέ χαρά, κατά πῶς ὑποδέχεται κανείς σέ δεῖπνο φίλους καρδιακούς καί εὐεργέτες. Μακάρι, σκέφτηκα, νά ὑποδεχόμουνα κι ἐγώ τίς ὅποιες θλίψεις ἔτσι: εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καί τῆς ψυχῆς ὠφέλη.
Δέρεται ἀλύπητα ὁ ταπεινός βοσκός, μά ἡ πίστη του θαυματουργεῖ καί τίποτα δέν νιώθει. Εὐθύς γιατρεύονται οἱ πληγές κι ὁ πωρωμένος ἡγεμών μαγεία τ᾿ ὀνομάζει.
Προστάζει τότε νά ριχθεῖ ὁ Βλάσιος σέ καζάνι μέ βραστό νερό γιά πέντε μέρες. Μά τοῦ Θεοῦ οἱ ἄγγελοι τοῦ μεταφέραν τή δροσιά τοῦ οὐρανοῦ στήν ψυχή καί στό σῶμα.
Σάν πέρασαν οἱ πέντε μέρες κι ἦρθαν οἱ στρατιῶτες νά τόν βγάλουν, ἔκπληκτοι τόν βλέπουν ζωντανό, νά ψάλλει μαζί μέ τούς ἀγγέλους. «Παρευθύς ἐκήρυξαν ἑαυτούς χριστιανούς!», λέει ὁ συναξαριστής. Τί χαρά! Τί δόξα!
Μόλις τό ἔμαθε ὁ ἡγεμών, στέλνει ἄλλους στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι συγκαταλέγονται μέ τούς προηγούμενους σέ ἕνα καινούργιο πλέον στράτευμα: τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ!
Καί νά, ὁ ἡγεμών αὐτοπροσώπως σπεύδει. Θέλοντας νά ἀποδείξει στούς στρατιῶτες του πώς λάθος πίστεψαν σέ θαῦμα, ζητᾶ νερό ἀπ᾿ τό καζάνι καί τό χύνει στό πρόσωπό του νά πλυθεῖ, βέβαιος πώς τό νερό εἶχε κρυώσει. Μά τό νερό καυτό, τοῦ τύφλωσε τά μάτια καθώς τυφλή εἶχε καί τήν ψυχή.
Καί τότε, ὁ μάρτυς τοῦ Χριστοῦ βγαίνει ἀπό τό καζάνι, γιά νά μποῦν οἱ στρατιῶτες καί νά τούς βαπτίσει! Τό νερό τοῦ μαρτυρίου του γίνεται τό νερό τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν ἐχθρῶν.
Ἔπειτα, ἐρχόμενος στούς ἀγρούς, στή μάντρα τῶν ζώων του, παράγγειλε στή μήτερα του καί στούς συγγενεῖς του ὅσα ἔπρεπε γιά τή σωτηρία τους καί παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ.
Ἐτάφη ἀκριβῶς ἐκεῖ. Τό σῶμα του ἀναπαύτηκε στά ἀγαπημένα του βοσκοτόπια κι ἡ ψυχή του σέ τόπο χλοερό, οὐράνιο. Κι ὅπως στιχογραφεῖ ὁ βιογράφος του,
«Τῶν ζώων οἱ αὐλές εἶχαν πρῶτα τόν Βλάσιο. Τοῦ Κυρίου οἱ αὐλές τόν ἔχουν τώρα».
Τό δέ ραβδί του, ἡ ἀγκλίτσα του, βλάστησε κι ἔγινε δέντρο εὐσκιόφυλλο πού σκίαζε τόν τάφο του, ἐπισφραγίζοντας ἔτσι μ᾿ ἕνα τελευταῖο θαῦμα τήν πίστη τοῦ νεαροῦ βοσκόπουλου τῆς Καισάρειας.
Ἄς ἔχουμε τήν πίστη του καί τήν εὐχή του. Ἀμήν.
Μ. Ἰ. Λαμψίδου
Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 40-41