Οἱ χριστιανοί τῆς Θεσσαλονίκης ζοῦσαν κάποτε στό σκοτάδι τῆς ἄγνοιας καί τῆς ἁμαρτίας. ῏Ηλθε ὅμως στή ζωή τους ὁ Χριστός, «τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν» (᾿Ιω 1,9) καί ἐκπληρώθηκε καί γι᾿ αὐτούς ἡ προφητεία τοῦ ᾿Ησαΐα «ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα» (9,2· Μθ 4,16). Ὁ Χριστός δέν φώτισε μόνο τή ζωή τους ἀλλά κατέστησε τούς ἴδιους «φῶς τοῦ κόσμου» (Μθ 5,14). Αὐτή τή θαυμαστή μεταβολή τούς θυμίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος διακηρύσσοντας: «Πάντες ὑμεῖς υἱοὶ φωτός ἐστε καὶ υἱοὶ ἡμέρας. Οὐκ ἐσμὲν νυκτὸς οὐδὲ σκότους» (5,5).
῾Η λέξη φῶς εἶναι μία ἀπό τίς πλουσιότερες λέξεις. Χρησιμοποιεῖται γιά νά ἐκφράσει ὅ,τι ὄμορφο καί εὐφρόσυνο. Φῶς ὀνομάζεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός. ῾Ο εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης γράφει στήν πρώτη του ᾿Επιστολή: «Ὁ Θεὸς φῶς ἐστι καὶ σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία» (1,5). ᾿Αντίθετα, μέ τή λέξη σκότος περιγράφεται ὁ σατανᾶς καί ὅλα τά δικά του (πρβλ. Λκ 22,53· Ρω 13,12· Β´ Κο 6,14· ᾿Εφ 5,11· 6,12· Κλ 1,13). Μέ τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καί τήν παραδοχή τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, διδάσκει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, οἱ πιστοί ἔγιναν τά παιδιά τῆς ἡμέρας. Μέσα στήν ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ, στήν περιοχή ὅπου διαχέεται τό ἀ- ληθινό φῶς, οἱ πιστοί τό ἀπολαμβάνουν, βλέπουν μ᾿ αὐτό τά θεῖα πράγματα, καί τό ἀντανακλοῦν στό περιβάλλον τους.
῾Ερμηνεύοντας τή φράση «υἱοὶ φωτός ἐστε καὶ υἱοὶ ἡμέρας», ὁ Χρυσορρήμων σημειώνει: «Ὅπως ὀνομάζονται υἱοί τοῦ Θεοῦ ἐκεῖνοι πού πράττουν τά εὐάρεστα στόν Θεό, ἔτσι καί "υἱοὶ φωτὸς" καί "υἱοὶ ἡμέρας" εἶναι ἐκεῖνοι πού πράττουν τά τοῦ φωτός, πού ἔχουν ἔργα φωτεινά».
᾿Αξιοπρόσεκτο εἶναι ὅτι ὁ ἀπόστολος συμπεριλαμβάνει καί τόν ἑαυτό του ἀνάμεσα στούς πιστούς πού ἀπό τό σκοτάδι πέρασαν στό φῶς, ἀπό υἱοί τῆς νυκτός ἔγιναν υἱοί ἡμέρας: «Οὐκ ἐσμὲν νυκτὸς οὐδὲ σκότους». Κάνει ἔτσι εὐγενέστερο τόν ἔλεγχο, καθώς ἀναφέρεται στήν ἀνάμνηση τῆς σκοτεινῆς περιόδου τῆς ζωῆς τους. Δέν λησμονεῖ, ἐξάλλου, ὅτι ἦταν κι αὐτός κάποτε στό σκοτάδι τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καί τῆς πλάνης· ἦταν κάποτε διώκτης τῆς Ἐκκλησίας. ῾Ο Κύριος ὅμως τοῦ ἔστησε καρτέρι στή Δαμασκό καί τόν ἔκανε ἀπό διώκτη ἀπόστολο. Τόν ἔκανε «φῶς ἐθνῶν» (Πρξ 13, 47). Χαρακτηριστικές εἶναι οἱ ἐκφράσεις μέ τίς ὁποῖες ὅρισε τήν ἀποστολή του στά ἔθνη: «Ἀνοῖξαι ὀφθαλμοὺς αὐτῶν, τοῦ ἐπιστρέψαι ἀπὸ σκότους εἰς φῶς καὶ τῆς ἐξουσίας τοῦ σατανᾶ ἐπὶ τὸν Θεόν» (Πρξ 26,18).
῞Οσοι ἔλαβαν τό φῶς καί ἔγιναν υἱοί φωτός καί υἱοί ἡμέρας, ὀφείλουν νά φανοῦν ἀντάξιοι τῆς μεγάλης δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό ὁ Παῦλος προτρέπει τούς Θεσσαλονικεῖς: «῎Αρα οὖν μὴ καθεύδωμεν ὡς καὶ οἱ λοιποί, ἀλλὰ γρηγορῶ-μεν καὶ νήφωμεν» (5,6). Ἀναφέρεται ὄχι στόν φυσικό ἀλλά στόν πνευματικό ὕπνο. Πνευματικός ὕπνος, κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο, εἶναι ἡ κακία, γιά δυό λόγους: α) Καθιστᾶ ἄπραγο τόν ἄνθρωπο, δέν τόν ἀφήνει νά καλλιεργήσει τά ἔργα τῆς ἀρετῆς. β) Τόν κάνει νά ὀνειρεύεται. ᾿Αντί νά βλέπει τήν πραγματικότητα, τά μόνιμα ἀγαθά, τά πνευματικά καί οὐράνια, στυλώνει τό βλέμμα του σ᾿ ἀπατηλά ἀγαθά, ὅπως εἶναι ὁ πλοῦτος καί ἡ δόξα, πού γρήγορα χάνονται.
Οἱ χριστιανοί, ὅπως δέν πρέπει νά λυποῦνται «καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (Α´ Θε 4,13), ἔτσι δέν πρέπει καί νά ζοῦν «ὡς καὶ οἱ λοιποί», πού δέν ἔχουν τό φῶς. Οἱ ἄνθρωποι πού ζοῦν δίχως τήν ἐλπίδα τῆς αἰωνιότητας, αὐτοί στήν πραγματικότητα ζοῦν δίχως Θεό (βλ. ᾿Εφ 2,12) καί στεροῦνται τό φῶς. Δίχως φῶς ὅμως πῶς νά δοῦν καθαρά καί νά ἀξιολογήσουν σωστά τά πράγματα αὐτῆς τῆς ζωῆς; Τούς ἀπορροφοῦν οἱ βιοτικές μέριμνες καί οἱ ἐπίγειες ἀπολαύσεις, πού ἀποχαυνώνουν τόν ἄνθρωπο καί τόν κάνουν μαλθακό, ράθυμο γιά τό καλό.
Ὁ Κύριος εἶχε παραγγείλει στούς μαθητές του: «Προσέχετε δὲ ἑαυτοῖς μήποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλῃ καὶ μέθῃ καὶ μερίμναις βιοτικαῖς, καὶ αἰφνίδιος ἐφ᾿ ὑμᾶς ἐπιστῇ ἡ ἡμέρα ἐκείνη» (Λκ 21,34). ᾿Από ἕναν τέτοιο κίνδυνο δέν εἶναι ἀπαλλαγμένοι καί οἱ πιστοί. ᾿Εφόσον ζοῦν μέσα σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, εἶναι ἐκτεθειμένοι στά δελεάσματα καί στίς παγίδες του. Γι᾿ αὐτό ὁ ἀπόστολος ἐπαναλαμβάνει καί μέ θετική διατύπωση τήν προτροπή του: «Γρηγορῶμεν!». Τό ρῆμα αὐτό προέρχεται ἀπό τή στρατιωτική ὁρολογία καί σημαίνει τήν ἐπαγρύπνηση τῶν νυκτερινῶν φρουρῶν. Στήν Καινή Διαθήκη χρησιμοποιεῖται καί μέ μεταφορική σημασία γιά τήν πνευματική ἐγρήγορση (βλ. Α´ Κο 16,13· Κλ 4,2· Α´ Πέ 5,8).
Ὁ Παῦλος ζητᾶ ἀπό τούς πιστούς, ἐφόσον εἶναι «υἱοὶ τῆς ἡμέρας», νά εἶναι ξύπνιοι, σέ ἑτοιμότητα (πρβλ. Λκ 12,35). ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ ὅτι εἶναι δυνατόν νά εἴμαστε συνεχῶς σέ ἐγρήγορση, νά ἔχουμε συνεχῶς ἡμέρα. Αὐτό στή φυσική ζωή δέν ἰσχύει. Τό νά κλείσουμε ὅμως τά μάτια τῆς ψυχῆς μας καί νά κοιμηθοῦμε τόν ὕπνο τῆς κακίας ἐξαρτᾶται ὄχι ἀπό τή φύση ἀλλά ἀπό τήν προαίρεσή μας.
Στήν προτροπή γιά ἐγρήγορση ὁ ἀπόστολος Παῦλος προσθέτει «καὶ νήφωμεν!». Δέν ἀρκεῖ ἡ ἐγρήγορση, χρειά- ζεται καί ἡ νηφαλιότητα (πρβλ. Α´ Τι 3,2· Β´ Τι 4,5· Ττ 2,2· Α´ Πέ 1,13· 4,7· 5,8). «Γρηγορήσεως ἐπίτασις ἡ νῆψίς ἐστιν», ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Κι ὁ Οἰκουμένιος τονίζει ὅτι πρέπει ὄχι μόνο νά μή ραθυμοῦμε νά κάνουμε τό καλό, ἀλλά νά τό κάνουμε «νηφόντως». Τό ρῆμα «νήφω» στήν κυριολεξία σημαίνει «εἶμαι ἀμέθυστος». Μεθάει ὁ ἄνθρωπος ὄχι μόνο μέ κρασί ἀλλά καί μέ τά πάθη του· μέ ἀλαζονεία καί ἐγωισμό, μέ φθόνο καί μνησικακία, μέ ὀργή καί πλεονεξία. Αὐτό τό κρασί τοῦ διαβόλου ζητᾶ ὁ Παῦλος νά ἀποφεύγουν οἱ πιστοί, οἱ υἱοί τοῦ φωτός καί τῆς ἡμέρας.
Στέργιος Ν. Σάκκος