Ὁ εὐσεβής Συμεών καί ἡ προφήτιδα Ἄννα ὑπῆρξαν οἱ ἄνθρωποι πού εὐλογήθηκαν ἀπό τόν Θεό νά δοῦν καί νά πιάσουν στά χέρια τους τόν Μεσσία, πού ἦταν ἡ λαχτάρα καί ἡ νοσταλγία ὅλης τους τῆς ζωῆς. Χρόνια μέσα στό ναό ζοῦσαν καί τρέφονταν μέ τόν πόθο τοῦ Λυτρωτῆ, πού θά ἐλευθέρωνε καί θά δόξαζε τόν Ἰσραήλ. Λές κι αὐτός ὁ πόθος τούς κρατοῦσε στή ζωή μέχρι πού ἡ ἐλπίδα τους βραβεύτηκε καί ὁ Συμεών σηκώνοντας ψηλά τό θεῖο βρέφος ἀνέκραξε· «Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου, Δέσποτα».
Τό περιστατικό αὐτό ἔγινε κατά τήν τελετή τῆς ἀφιερώσεως τοῦ Ἰησοῦ στό ναό, πού ἦταν μία ἀπό τίς καθιερωμένες διατάξεις τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου γιά ὅλα τά πρωτότοκα τῶν Ἰουδαίων. Κατά τήν ἔξοδο τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπό τήν Αἴγυπτο (Ἔξ κεφ. 13), ὁ Κύριος θέσπισε νά ἀφιερώνουν σ’ αὐτόν οἱ Ἰσραηλῖτες τά πρωτότοκά τους «ἀντί τῶν πρωτοτόκων τῶν Αἰγυπτίων ᾗ ἡμέρᾳ ἐπάταξεν πᾶν πρωτότοκον ἐν γῇ Αἰγύπτου ἀπό ἀνθρώπου ἕως κτήνους». Μέσα στήν ἐπίγεια ζωή τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ πράξη αὐτή ἀποτελεῖ ἀκόμη μία μαρτυρία γιά τό πόσο τέλειος ἄνθρωπος ἦταν, ἀκόμη μία ἀπόδειξη γιά τό πόσο ταπεινός ἔγινε, ἀκόμη μία ἀφορμή εὐγνωμοσύνης καί δοξολογίας γιά ὅσους πίστεψαν στ’ ὄνομά του. Τά βιώματα πού δημιουργεῖ στήν Ἐκκλησία αὐτό τό γεγονός εἶναι ἀποτυπωμένα στούς ὕμνους πού ψάλλονται τήν ἡμέρα αὐτῆς τῆς γιορτῆς.
* Ὁ «παλαιός τῶν ἡμερῶν», ὁ ἀΐδιος καί ἄχρονος, πού ὑπῆρχε πάντοτε μαζί μέ τόν Πατέρα, ἐναποτίθεται σάν ἕνα σαρανταήμερο παιδί στά χέρια τοῦ σεβάσμιου λευΐτη. Ὁ δημιουργός τοῦ κόσμου, ἐκεῖνος πού μέ τά θεϊκά του χέρια ἔπλασε τόν ἄνθρωπο καί ἀπό τήν ἀρχή τῆς δημιουργίας κρατᾶ στήν παλάμη του τό σύμπαν, κάνει τήν πρώτη δημόσια ἐμφάνισή του στόν κόσμο. Ἀναγαλλιάζοντας ἀπό εὐφροσύνη ὁ γέροντας δέχεται αὐτόν πού κινεῖται πάνω στά Χερουβίμ καί δοξολογεῖται ἀκατάπαυστα ἀπό τά Σεραφίμ. Κόλπος τοῦ Πατρός καί θρόνος τῆς χάριτος γίνεται ἡ ἀγκαλιά τοῦ πρεσβύτη Συμεών, καθώς κλείνει μέσα της Ἐκεῖνον πού μ’ ἕνα του βλέμμα σείει τή γῆ καί μ’ ἕνα ἄγγιγμά του κάνει τά ὄρη νά καπνίζονται. Ὁ χορός τῶν ἀγγέλων γεμάτος κατάπληξη παρακολουθεῖ τό θαῦμα· αὐτόν πού τρέμουν οἱ οὐράνιες δυνάμεις τώρα τόν ἐναγκαλίζονται τά γηρασμένα χέρια τοῦ Συμεών.
* Ὁ Νομοδότης, πού χάραξε κάποτε πάνω σέ πλάκες τόν νόμο καί ἔσεισε τό Σινά ὅταν τόν παρέδιδε στόν Μωϋσῆ, ἔρχεται τώρα νά ἐκπληρώσει πειθαρχικά αὐτόν τόν νόμο σάν ἕνας ἁπλός καί ταπεινός ὑπήκοός του. Κι ὁ λευκασμένος λευΐτης, πόσο ἀνώτερος ἀπό τόν Μωϋσῆ ἀναδεικνύεται! Ἐκεῖνος ἀξιώθηκε νά δεῖ πολύ ἀμυδρά τά ὀπίσθια τοῦ Θεοῦ μέσα στό γνόφο καί τή θύελλα κι αὐτός τώρα κρατᾶ «σωματωθέντα τόν προαιώνιον Λόγον τοῦ Πατρός».
* Ὅλα αὐτά τά ὑπομένει ὁ Κύριος «ἵνα μου πιστώσῃ τήν σάρκα», γιά νά μοῦ ἐπιβεβαιώσει τήν ἐνανθρώπησή του.
* Στό πρόσωπο τοῦ γέροντα Συμεών ὁ ὑμνωδός βλέπει τόν γηρασμένο ἀπό τήν ἁμαρτία κόσμο, πού ὑποδέχεται τόν Θεό μέ μορφή νηπίου.
Ἄν καί «προβεβηκώς τῇ ἡλικίᾳ» καί ὑπέρακμος ἀπό τό γῆρας ὁ Συμεών, διατηροῦσε τό νεανικό φρόνημα τῆς πίστεως θέλοντας νά δεῖ τόν Παντέλειο Θεό, πού μέ τόν ἐρχομό του στή γῆ, ἀνακαίνισε τόν κόσμο τόν γηρασμένο ἀπό τίς ἐπιθέσεις καί τούς πολέμους τοῦ παλαιοῦ ἐχθροῦ. Μπροστά σ’ αὐτή τή θεία συγκατάβαση ἔκθαμβος ὁ ὑμνωδός ἀνακράζει· «πάρτε κουράγιο χέρια τοῦ Συμεών, κουρασμένα ἀπό τά γηρατειά, καί πόδια τοῦ πρεσβύτη ἀποσταμένα, τρέξτε γιά νά ὑπαντήσετε τόν Χριστό. Κι ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα ἑνωμένη σέ χορωδία μαζί μέ τά ἀσώματα πλάσματα ἄς ψάλλουμε στόν Κύριο, πού ἀπέραντα δοξάσθηκε». Τά λόγια του, «νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου, Δέσποτα, κατά τό ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ», δίδουν ἀφορμή στόν ὑμνωδό νά μᾶς μιλήσει γιά τήν κάθοδο τοῦ Συμεών στόν Ἅδη, πού ἔφθασε σάν δροσιά στούς νεκρούς, σάν εὐχάριστη εἴδηση, εὐαγγέλιο στόν Ἀδάμ καί στήν Εὔα. «Μοῦ ἔδωσες, ἀναφώνησε ὁ Συμεών, τήν ἀγαλλίαση τοῦ σωτηρίου σου, Χριστέ. Παράλαβε τόν λάτρη σου, πού κουράσθηκε στή σκιά, νέο κήρυκα καί μύστη τῆς χάριτος, πού σέ ὑμνεῖ καί σέ δοξάζει».
* Φωτισμένοι ἀπό τήν προφητεία ἡ εὐτυχής Ἄννα καί ὁ θεόπνευστος Συμεών καί ἐνῶ εἶχαν ἀποδειχθεῖ ἄμεμπτοι κατά τόν νόμο, εἶδαν καί προσκύνησαν τόν δοτῆρα τοῦ νόμου, πού ἔγινε βρέφος σάν καί μᾶς. Αὐτῶν τήν μνήμη χαρούμενοι γιορτάζουμε σήμερα δοξάζοντας ὅπως πρέπει τόν φιλάνθρωπο Ἰησοῦ.
«Ἀπολύτρωσις» 37 (1982) 24-25