«Ἡ τοῦ Πνεύματος πηγή, ἐπιδημοῦσα τοῖς ἐν γῇ,
εἰς πυρφόρους ποταμούς, μεριζομένη νοητῶς,
τοὺς Ἀποστόλους ἐδρόσιζε φωταγωγοῦσα, καὶ γέγονεν αὐτοῖς,
νέφος δροσῶδες τὸ πῦρ, φωτίζουσα αὐτούς,
καὶ ὑετίζουσα φλόξ, δι᾽ ὧν ἡμεῖς ἐλάβομεν τὴν χάριν, διὰ πυρός τε καὶ ὕδατος.
Τὸ φῶς ἐπέστη, τοῦ Παρακλήτου, καὶ τὸν κόσμον ἐφώτισε».
Ἡ ψυχή μου, ξερή καί διψασμένη, ζητᾶ μία στάλα δροσιᾶς. Νά δροσίσει τήν κάψα τῆς ἁμαρτίας, νά διώξει μακριά τόν λίβα τῶν παθῶν μου… Διψᾶ γιά μιά φωτιά, γιά νά κάψει τή βρομιά πού κουβαλῶ, νά φωτίσει τό μέσα μου, νά θερμάνει τήν ὕπαρξή μου. Μιά βροχή ἀπό φλόγες ζητῶ, μιά πυρκαγιά, ὅπως τότε, στό ὑπερῶο. Ἀναμένω μαζί μέ τούς δώδεκα... Ἀναμένω μέ γλυκιά προσμονή τή δική Σου παρουσία, Παράκλητε. Νά ᾽ρθεῖς Σύ, σάν ποτάμι καί σάν πυρκαγιά, σάν ἄνεμος, σάν «νέφος δροσῶδες, ὑετίζουσα φλόξ». Σταγόνες φωτός καί γλῶσσες φωτιᾶς πάνω στούς μαθητές καί στή δική μου καρδιά νά σταλάξεις.
Κι ἔγινε τότε νέφος τό πῦρ, νέφος πού δρόσισε τίς ψυχές τους καί φωτιά πού φώτισε τά σκοτάδια τους. Τούς ἔκανε κι ἐκείνους πυρφόρα ποτάμια, φλόγες δροσιᾶς. Καί ξεχύθηκαν μέ τή δική Σου χάρη σέ ὅλη τήν οἰκουμένη. Ἔτρεξαν νά δώσουν στόν κόσμο τό ὕδωρ τό ζῶν. Μέ τή δική Σου φωνή, φωνή «ὡς ὑδάτων πολλῶν», ἀνάψαν πυρκαγιές, ἀρδεῦσαν ψυχές. «Δι᾽ ὧν ἡμεῖς ἐλάβομεν τὴν χάριν διὰ πυρός τε καὶ ὕδατος». Διψῶ, ζητιανεύω κι ἐγώ γιά λίγες στάλες χάριτος. Βροχή φωτιᾶς καί πλημμύρα φλόγας παρακλήσεως περιμένω. Σάν ἄλλοτε οἱ Τρεῖς Παῖδες ἐπιθυμῶ σέ δροσερό καμίνι Πνεύματος ἁγίου νά βαπτιστῶ, νά ξεπλυθῶ, νά φωτιστῶ…
Γιά νά σκηνώσει ἐντός μου ὁ Παράκλητος, νά ἀνάψει ἡ φτωχή τῆς πίστης μου θρυαλλίδα, νά πλημμυρίσει ἡ καρδιά ἀπό θεῖα βιώματα, νά κινηθεῖ πρός τόν Παράκλητο, γιά νά τρέξει ὁ Παράκλητος σιμά της, γιά νά νοτίσει τῆς ψυχῆς τά ξερά χώματα καί νά ἀρδεύσει τοῦ νοῦ μου τά σκληρά ἀναχώματα…
Φωτιά καί ὕδωρ ζητῶ τούτη τή μέρα, τόν ἴδιο τόν Παράκλητο. Φωτιά καί ὕδωρ, «ὑετίζουσα φλόξ, νέφος δροσῶδες». Ἐλθέ, Παράκλητε ἀγαθέ..., «ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν». Ἀμήν.
Μ. Δανιήλ
"Ἀπολύτρωσις", Ἰούν.-Ἰούλ. 2023