Καλοκαίρι πιά καί ἡ θάλασσα, ἡ καταγάλανη θάλασσα τῆς πατρίδας μας, μᾶς προσκαλεῖ σαγηνευτικά. Δέν εἶναι μόνο πού μᾶς ἑλκύει μέ τή δροσιά της. Εἰδικά ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, θρεμμένοι καί δοξασμένοι ἀπό τά νερά της, μέ ἑκατοντάδες χιλιόμετρα ἀκτῶν καί πάμπολλα νησιά νά στολίζουν τόν τόπο μας, τῆς ἔχουμε ξεχωριστή ἀγάπη.
Ὅμως ἡ θάλασσα δέν εἶναι μόνο μιά πηγή ἀγαθῶν ἤ ἕνα κομμάτι τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητας. Εἶναι κι ἕνας δάσκαλος. Ἕνας δάσκαλος πού μᾶς διδάσκει μέ τόν πιό δυνατό ἐποπτικό τρόπο πόσο εὐμετάβλητη εἶναι αὐτή ἡ ζωή, πού ἐνῶ εἶναι γαλήνια, αἴφνης φουρτουνιάζει καί ἀπειλεῖ νά παρασύρει τό σκάφος μας στόν βυθό της. Μάλιστα ὁ ὑμνωδός τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀξιοποιώντας αὐτό τό σπουδαῖο μάθημα, ὑπενθυμίζει σ’ ὅλους μας ὅτι δέν ὑπάρχει λιμάνι μόνο γιά τά πλεούμενα τοῦ γιαλοῦ, ἀλλά καί γιά τίς θύελλες τῶν βιοτικῶν θλίψεων: «Τοῦ βίου τὴν θάλασσαν ὑψουμένην καθορῶν τῶν πειρασμῶν τῷ κλύδωνι, τῷ εὐδίῳ λιμένι σου προσδραμὼν βοῶ σοι· Ἀνάγαγε ἐκ φθορᾶς τὴν ζωήν μου, Πολυέλεε».* Δηλαδή: «Βλέποντας τή θάλασσα τοῦ βίου νά φουσκώνει ἀπό τήν τρικυμία τῶν δοκιμασιῶν, προστρέχω στό ἀπάνεμο λιμάνι σου καί σοῦ φωνάζω: Ἀνέλκυσε τή ζωή μου ἀπό τή φθορά, Πολυέλεε!». Ἄρα δέν πρέπει νά ἀπελπιζόμαστε. Δέν εἴμαστε μόνοι καί ἀβοήθητοι! Τό ἀσφαλέστατο ἀπάγκειο στίς ποικίλες φουρτοῦνες τῆς ζωῆς εἶναι ὄχι ἄλλος, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ παντοδύναμος Κύριος, ἡ πατρική ἀγκαλιά του.
Γιά νά φτάσουμε ὅμως ἐν μέσῳ θύελλας ἀπό τ’ ἀνοιχτά στό λιμάνι, ἀπαιτοῦνται ὁπωσδήποτε δυό προϋποθέσεις: Γερό σκαρί, ἀντοχῆς, καί ἄξιος καπετάνιος. Στή ζωή μου σκαρί, βάρκα, πλοῖο εἶναι ἀσφαλῶς ὁ ἑαυτός μου. Τόν ἔχω ἄραγε μαστορέψει ὅπως πρέπει; Θ’ ἀντέξει στήν πίεση τοῦ νεροῦ καί τοῦ ἀνέμου; Ἤ θά διαλυθεῖ σέ μονόξυλα; Πόσο, στ’ ἀλήθεια, ἐξοργιστικό εἶναι νά ναυαγεῖ ἕνα σκάφος, ἐπειδή οἱ κατασκευαστές του ἔδειξαν ἀμέλεια στό ἔργο τους! Καμιά δικαιολογία δέν χωράει. Ἄν λοιπόν μέσα στήν τρικυμία θέλω νά φτάσω σῶος στό λιμάνι τοῦ Χριστοῦ μας καί νά ἀσφαλιστῶ, πρέπει νά κατασκευάσω τό καράβι τοῦ ἑαυτοῦ μου σωστά, ὄχι ἀπρόσεκτα ἤ ἐπιπόλαια.
Πῶς θά γίνει αὐτό; Τό πρῶτο καί ἀναγκαιότατο γιά τήν περίπτωση εἶναι ἡ σύνεση. «Μὴ ὑπερφρονεῖν παρ’ ὃ δεῖ φρονεῖν, ἀλλὰ φρονεῖν εἰς τὸ σωφρονεῖν» (Ρω 12,3), τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Σύνεση λοιπόν χρειάζεται, σωφροσύνη, τό μυαλό στή θέση του. Αὐτός πού «ὑπερφρονεῖ», πού ἔχει καί καλλιεργεῖ ὑπερφίαλες ἰδέες καί μπαίνει στή θάλασσα μέ τή βάρκα του φτιαγμένη ἔτσι, προοιωνίζεται σίγουρος ναυαγός καί πολύ πιθανόν τροφή γιά τά ψάρια. Ἀντιθέτως ἡ σύνεση, αὐτή πού ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στό νά μήν ἐμπιστεύεται τόν νοῦ του ἀλλά νά μαθητεύει στόν λόγο καί στό παράδειγμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, μᾶς διδάσκει ὅτι, ἀφοῦ Ἐκεῖνος δοκίμασε κάθε ἀνθρώπινο πόνο, τό ἴδιο θά συμβεῖ καί μέ μᾶς. Δέν εἴμαστε ἐμεῖς ἀνώτεροί του. Ἔτσι ὅταν κάποιο ὁρμητικό κύμα -ἀποτυχία ἤ ἀσθένεια ἤ θάνατος- χτυπήσει τό σκάφος τοῦ σώφρονα, συνετοῦ ἀνθρώπου, κι ἄν ἀκόμη τό ταλαιπωρήσει, δέν θά μπορέσει νά τό καταβυθίσει. Ὁ συνετός δέν ἀναρωτιέται σοκαρισμένος καί περιδεής: «Γιατί νά συμβεῖ σέ μένα;», ἀλλά πολύ ψύχραιμα καί νηφάλια: «Γιατί ὄχι σέ μένα;».
Ὡς πρός τόν ἄξιο καπετάνιο γιά τό σκάφος μας, αὐτός δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄλλος ἀπό τόν ἴδιο τόν θεάνθρωπο Λυτρωτή. Διότι -χρειάζεται καί σκέψη;- ποιός ἄλλος μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήσει στό λιμάνι τοῦ Χριστοῦ ἐκτός ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό; Ποιός ξέρει πῶς νά φτάσουμε στόν ἅγιο Θεό, ἐκτός ἀπ’ αὐτόν πού εἶναι «ἡ ὁδός» (Ἰω 14,6); Μέ τόν Χριστό στό τιμόνι τοῦ καραβιοῦ μας ὁ πλοῦς θά εἶναι ἀκριβέστατος καί πανασφαλής. Ἀκριβέστατος, διότι δέν θά ξεκλίνουμε ἀπ’ τόν προορισμό μας οὔτε μοίρα, καί πανασφαλής, διότι τί θά σταθεῖ ἐμπόδιο σ’ αὐτόν πού συνέχει στήν παλάμη του τό σύμπαν; Τότε; Τότε αὐτό πού μόνο χρειάζεται ἐκ μέρους μας εἶναι νά τοῦ ἐμπιστευτοῦμε τό σκαρί μας, τόν ἑαυτό μας, ὁλόκαρδα· χωρίς ἐρωτηματικά, «μήπως» καί παλινδρομήσεις. Ἄν ὄντως τό κάνεις αὐτό, τότε ἀκόμη κι ἄν ὁ Καπετάνιος γείρει καί κοιμηθεῖ κουρασμένος καί τύχει νά σπάσουν πάνω σου οἱ οὐρανοί κι ὁρμήσουν νά σέ βυθίσουν βουνά τά κύματα, μή νοιάζεσαι! Τήν πιό κρίσιμη στιγμή -τό συνηθίζει αὐτό- θά σηκωθεῖ ἐπάνω κυρίαρχος καί θά διατάξει τή θάλασσα καί τόν ἀέρα νά σιωπήσουν. Καί θά γίνει γαλήνη μεγάλη (βλ. Μρ 4,35-41)…
Αὐτά δέν εἶναι λόγια καί ρομαντισμοί. Εἶναι ἡ καθαρή ἀλήθεια. Εἶναι ἡ ἐμπειρία χιλιάδων, ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων πού μέ τήν καθοδήγηση καί τήν εὐλογία Του τά κατάφεραν. Τό καίριο ἐρώτημα πού πρέπει νά σέ/μέ προβληματίζει εἶναι ἄλλο: Ξέρουμε ποῦ θέλουμε νά πᾶμε; Ἔχουμε ξεκαθαρίσει μέσα μας ὅτι προορισμός τῶν Χριστιανῶν δέν εἶναι νά κερδίσουν τόν κόσμο αὐτόν, τόν χωμάτινο καί πρόσκαιρο, ἀλλά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Ἄν δέν κάναμε αὐτή τήν κουβέντα μέ τόν ἑαυτό μας ἤ τήν κάναμε ἐλλιπῶς καί τρεφόμαστε μέ αὐταπάτες, πρέπει νά τήν κάνουμε σωστά καί τό συντομότερο. Ἀλλιῶς, τό λιγότερο, θά πλέουμε ὅλο σέ μιά γούρνα καί θά νομίζουμε ὅτι ἀνοιχτήκαμε στόν ὠκεανό!…
Εὐλογημένο καί χαρούμενο καλοκαίρι!
Εὐ. Ἀλ. Δάκας
Θεολόγος - Φιλόλογος
"Ἀπολύτρωσις", Ἰούν.-Ἰούλ. 2023
* Εἱρμός Στ΄ ᾠδῆς ἀναστ. Κανόνος, ἤχου πλ. Β΄.