Ἀδικαιολόγητη ἡ ἄγνοια (Α΄ Θε 4,13)
Συχνά στίς ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου Παύλου συναντοῦμε τή φράση «οὐ θέλομεν δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν» (βλ. Ρω 1,13· 11,25· Α´ Κο 10,1· 12,1· Β´ Κο 1,8· πρβλ. Α´ Κο 11,3· Φι 1,12· Κλ 2,1). Δέν ἤθελε ὁ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ νά ἀγνοοῦν οἱ χριστιανοί τίς βασικές ἀλήθειες τῆς πίστεως. Ἔτσι καί στούς Θεσσαλονικεῖς, θέλοντας νά τονίσει τήν πίστη στή μετά θάνατον πραγματικότητα, σημειώνει: «Οὐ θέλομεν δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (4,13).
῾Υπάρχουν κάποια θέματα τά ὁποῖα μπορεῖ κανείς νά τά ἀγνοεῖ χωρίς νά ζημιώνεται. ῾Υπάρχουν ἄλλα (π.χ. θέματα ὑγιεινῆς, διατροφῆς κ.ἄ.) τά ὁποῖα ὀφείλει ὁ καθένας νά γνωρίζει, γιά νά μή βλάψει καί καταστρέψει τήν ὑγεία καί τή ζωή του. Τά θέματα τῆς πίστεως μάλιστα εἶναι βασικά καί ἀναγκαῖα ὄχι μόνο γιά τήν ἐπίγεια ζωή ἀλλά καί γιά τήν αἰώνια, γι᾽ αὐτό πρέπει νά τά γνωρίζουν καλά ὅλοι οἱ χριστιανοί.
῾Η γνώση τῆς θείας ἀποκαλύψεως δέν ἐξασφαλίζει, βέβαια, ὑλικά ἀγαθά. ῾Η προσφορά της εἶναι ἀσύγκριτα μεγαλύτερη: διαπλάθει τόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο, δίνει κατευθύνσεις ζωῆς, διαμορφώνει τό ἦθος, καταρτίζει τή διάνοια καί ἐνδυναμώνει τή βούληση. Δημιουργεῖ τέτοια βιώματα, ὥστε ἀλλάζει τή ζωή τῶν ἀνθρώπων. Γίνεται τροχοπέδη στόν ἠθικό καί πνευματικό ἐκτροχιασμό τῆς κοινωνίας. ῾Η γνώση τῆς θείας ἀλήθειας εἶναι πολύ ἀναγκαία γιά τήν πνευματική μας ζωή.
«Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (᾿Ιω 8,32), εἶπε ὁ Κύριος. «Πολλά πράγματα μᾶς λυποῦν μόνον ἐξαιτίας τῆς ἄγνοιας, ἐνῶ ἄν τά μάθουμε καλά, θά διώξουμε τήν ὀδύνη», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. ῾Η ἀλήθεια γιά τήν ἀνάσταση, τήν ὁποία τονίζει στούς Θεσσαλονικεῖς ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἐλευθερώνει πραγματικά ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου καί ἀπό τόν ὑπερβολικό πόνο.
«Οὐ θέλομεν δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, περὶ τῶν κεκοιμημένων». Τό πρῶτο-πρῶτο πού ὁ ἀπόστολος δέν θέλει νά ἀγνοοῦν οἱ πιστοί, γιά νά μήν εἶναι ἀπαρηγόρητοι, εἶναι ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἕνας ὕπνος. ῎Ετσι τόν παρουσιάζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: «῞Υπνος τὸ πρᾶγμά ἐστιν οὐ θάνατος, μετάστασις οὐκ ἀπώλεια, ἀποδημία ἀπὸ τῶν ἐλαττόνων ἐπὶ τὰ βελτίω». Καί ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, μνημονεύοντας τήν ὡραία αὐτή εἰκόνα τοῦ Χρυσορρήμονα, δίδασκε χαρακτηριστικά: «῞Οταν κοιμώμεθα, δέν εἴμεθα ὡσάν ἀποθαμένοι; Τί εἶναι, ἀδέλφια μου, ὁ ὕπνος; ῞Ενας μικρός θάνατος. Καί τί εἶναι ὁ θάνατος; ῞Ενας μεγάλος ὕπνος». ῾Ο ἴδιος ὁ Κύριος γιά τήν κόρη τοῦ ᾿Ιαείρου εἶπε: «Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει» (Λκ 8,52), καί γιά τόν Λάζαρο: «Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται» (᾿Ιω 11,11). Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία ὀνομάζει τόν θάνατο κοίμηση, τά νεκροταφεῖα κοιμητήρια, τούς νεκρούς κεκοιμημένους.
Τό γεγονός ὅτι ὁ θάνατος θεωρεῖται ἕνας ὕπνος ἀποκαλύπτει πολύ μεγάλες ἀλήθειες: α) ῾Ο θάνατος δέν εἶναι, ὅπως φαίνεται, τό τέρμα τῆς ζωῆς. ῞Οπως ἐκεῖνος πού κοιμᾶται θά ξυπνήσει, ἔτσι καί ὁ νεκρός θά ἀναστηθεῖ. β) Ξεκουράζει τόν θνητό ἀπό τά βάσανα καί τούς μόχθους αὐτῆς τῆς ζωῆς. γ) ῾Ο κεκοιμημένος διατηρεῖ τήν αὐτοσυνειδησία, τή μνήμη, τήν προσωπικότητά του. Τό εὐαγγέλιο δέν δέχεται τή μετεμψύχωση. δ) Μετά τόν ὕπνο ὁ ἄνθρωπος σηκώνεται συνήθως ξεκούραστος καί ἀνανεωμένος. Μετά τήν ἀνάσταση τό ἀνθρώπινο σῶμα εἶναι ἀνανεωμένο, καινούργιο, ἄφθαρτο καί ἀθάνατο. ῾Ο θάνατος ὑπῆρξε ἕνα ἐπινόημα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ· δέν ἦταν μέσον τιμωρίας, ἀλλά ἕνας τρόπος γιά νά μή μείνει τό κακό ἀθάνατο. Τό μεταλλικό σκεῦος, ὅταν καταστραφεῖ, δέν διορθώνεται μέ ἄλλο τρόπο παρά μόνον ἄν μπεῖ στή φωτιά, λειώσει καί ξαναφτειαχτεῖ καινούργιο. Ἀλλά καί ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι ἀδύνατο νά ἀποκατασταθεῖ ἀπό τή φθορά τῆς ἁμαρτίας, ἄν δέν ὑποστεῖ θάνατο, ὥστε νά ἀκολουθήσει ἡ τέλεια άνακαίνιση.
῾Ο ἀπόστολος Παῦλος δέν ἀπαγορεύει στούς πιστούς νά λυποῦνται μπροστά στό φέρετρο τῶν ἀγαπητῶν τους προσώπων. ῾Η λύπη τοῦ χωρισμοῦ εἶναι ἀπόλυτα φυσική καί δικαιολογημένη. ῾Η παραγγελία πρός τούς Θεσσαλονικεῖς εἶναι: «ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποί». Δέν ἁρμόζει, δηλαδή, στούς πιστούς νά λυποῦνται ὑπερβολικά, νά φθάνουν στόν μαρασμό καί τήν ἀπόγνωση. Οἱ χριστιανοί λυποῦνται μπρός στόν θάνατο, ἀλλά ἡ ἐλπίδα τῆς μετά θάνατον ζωῆς γλυκαίνει τή λύπη τους.
Μ᾿ αὐτή τή ζωντανή ἐλπίδα οἱ μάρτυρες περιφρονοῦσαν τόν κόσμο καί τά δελεάσματά του καί προχωροῦσαν μέ χαρά πρός τό μαρτύριο. ῎Εβλεπαν τόν θάνατο σάν μία ἀποδημία πού θά τούς ἔφερνε γρηγορότερα κοντά στόν Κύριο. Εἶναι πολύ ἐκφραστικό τό φρόνημα τῶν Σαράντα Μαρτύρων στά λόγια τους: «Δριμὺς ὁ χειμὼν ἀλλὰ γλυκὺς ὁ παράδεισος· ἀλγεινὴ ἡ πῆξις ἀλλ᾿ ἡδεῖα ἡ ἀπόλαυσις».
Μέ τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος ὁ χριστιανός γεννήθηκε μέσα στήν ᾿Εκκλησία. ᾿Αλλά ὥς τήν ὥρα τοῦ θανάτου διέρχεται τό κρίσιμο διάστημα κατά τό ὁποῖο ὑπάρχει κίνδυνος νά ξεκλίνει, νά πέσει, νά λιποτακτήσει. Ὁ κίνδυνος αὐτός παύει κατά τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου του, ὁπότε ὁ πιστός γεννιέται πλέον στή θριαμβεύουσα ᾿Εκκλησία. Γι᾽ αὐτό ἡ ἡμέρα αὐτή θεωρεῖται ὡς ἡ γενέθλιος ἡμέρα του.
Στέργιος Ν. Σάκκος