«Καλύτερα, ἀδελφέ μου, νά ἔχεις ἑλληνικό σχολεῖο στόν τόπον σου, παρά νά ἔχεις βρύσες καί ποτάμια. Γιατί οἱ βρύσες ποτίζουν τό σῶμα, τά δέ σχολεῖα ποτίζουν τήν ψυχή».
ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός
Καί κάπως ἔτσι οἱ Ἠπειρῶτες, πιστοί στίς ἐπιταγές τοῦ πατρο-Κοσμᾶ, συνέχισαν νά χτίζουνε σχολεῖα. Καθόλου δέν παραμέλησαν τήν ἑλληνική παιδεία στή σκοτεινιά τῆς ἀσήκωτης σκλαβιᾶς, πού γι᾽ αὐτούς κράτησε πεντακόσια χρόνια. Γιατί χωρίς παιδεία «ἀγρίεψε τό Γένος μας ἀπ᾽ τήν ἀμάθειαν καί ἐγινήκαμεν ὡσάν θηρία», τόνιζε ὁ Ἅγιος, ὅσο μέ ἀγωνία περπατοῦσε στά ἠπειρώτικα βουνά γιά νά ἐνισχύσει τό κατατρεγμένο Γένος. «Τό σχολεῖο ἀνοίγει τίς ἐκκλησιές, ὅλα τά παιδιά νά μαθαίνουν ἔστω λίγα γερά γράμματα», συμβούλευε.
Τά σχολεῖα αὐτά τῶν Ἠπειρωτῶν, μικρά καί ταπεινά στήν ἀρχή, σπουδαῖα κι ὀνομαστά στή συνέχεια, λειτούργησαν σχεδόν ἀποκλειστικά μέ τήν ἀρωγή καί τίς εὐεργεσίες ντόπιων κι ἀπόδημων Ἠπειρωτῶν, πού στό σχολεῖο καί στήν Ἐκκλησία ἐπένδυσαν τήν ἀνάσταση τοῦ Γένους. Κι ἔτσι συνέχισαν, ὅταν λευτερώθηκε ἡ Ρούμελη κι ὁ Μοριάς, καί ἡ Ἑλλάδα ζωντάνεψε μέσα ἀπό τίς στάχτες. Οἱ Ἠπειρῶτες, σκλαβωμένοι γι᾽ ἄλλα ἑκατό ἀβάσταχτα χρόνια, συνέχιζαν νά χτίζουν σχολεῖα. Πιό μεγάλα τώρα καί πιό ὄμορφα... Ἔβαζαν ὄχι μόνο χρήματα, μά κι ὅλη τήν τέχνη ν᾽ ἀποτυπώσουνε μέ τρόπο μυστικό τήν τριπλή λαχτάρα τους κι αὐτή νά μεταγγίσουν στίς ἑπόμενες γενιές, ἀκόμα καί μέ τούς τοίχους τοῦ κτηρίου. Γι᾽ αὐτό τά πιό πολλά τά ἔχτιζαν σέ σχῆμα κεφαλαίου Ἔψιλον, γιατί τέτοια ἦταν ἡ κληρονομιά πού ἄφηναν μαζί μέ τά γράμματα, ὥσπου νά φτάσει ἡ ὥρα κι ἡ στιγμή νά βροντοφωνάξουν μ᾽ ὅλη τους τή δύναμη τό κρυπτογραφημένο μήνυμα πού ἔστελναν μέ τίς πέτρες:
«Ἔψιλον, ὅπως Ἑλλάδα, Ἐλπίδα, Ἐλευθερία»!
Μαρτινιανή