Σέ ἕνα ἔξοχο ξένο διήγημα, ὁ δήμαρχος μιᾶς πόλης ρωτάει τόν νεκραναστημένο κυνηγό Γράκχο, ἕνα εἶδος Περιπλανώμενου Ἰουδαίου ἤ Γέρου Ναυτικοῦ, πόσο σκοπεύει νά μείνει. «Δέν μπορῶ νά σᾶς πῶ, κύριε δήμαρχε», ἀπαντάει ὁ Γράκχος, «τό πλοῖο μου εἶναι χωρίς τιμόνι καί τό σπρώχνει ἕνας ἀγέρας πού φυσᾶ ἀπό τά κρύα μέρη τοῦ θανάτου». Τό κείμενο κλείνει ἐκεῖ, χωρίς ἐξηγήσεις, χωρίς τέλος.
Αὐτά τά μέρη προσπάθησε, τήν ἴδια περίπου ἐποχή, νά ζωγραφίσει κι ὁ ἐλβετός ζωγράφος στόν περίφημο πίνακά του «Ἡ νῆσος τῶν νεκρῶν». Πέτρινη, ἀπόκοσμη καί ψηλά βράχια, ζοφερά δέντρα νά κρύβουν ὅ,τι ὑπάρχει πίσω. Μπροστά στά σκοτεινά νερά μιά βάρκα ἕτοιμη νά περάσει ξανά τήν πύλη τῆς σιωπῆς.
Σέ μιά σκηνή πού γιά κάποιους θεωρήθηκε «ἡ πιό σπαρακτική ὥρα στήν ἱστορία τοῦ κινηματογράφου», ἕνα ἀνθρωποειδές κατασκεύασμα κραυγάζει μπροστά στόν ἄνθρωπο πού τό ἔφτιαξε καί τώρα θέλει νά τό καταστρέψει, ἀφοῦ ἔφτασε ἡ ἡμερομηνία λήξης του: «Θέλω κι ἄλλη ζωή, πατέρα! Εἶδα πράγματα πού ἐσεῖς οἱ ἄνθρωποι δέν θά τά πιστεύατε ποτέ. Ὅλες αὐτές οἱ στιγμές θά χαθοῦν μέσα στόν χρόνο, ὅπως τά δάκρυα στή βροχή. Ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ θανάτου».
Ἡ ὑψηλή τέχνη σέ ὅλες της τίς μορφές δέν εἶναι παρά ἡ ἄναρθρη κραυγή ὅλων μας μπροστά στόν χρόνο πού τελειώνει. Αὐτήν τήν κραυγή ἡ τέχνη προσπαθεῖ νά τήν ἀρθρώσει σέ λόγο, σέ ἦχο, σέ χρῶμα, σέ μάρμαρο, σέ θέαμα. Νά τήν ἀρθρώσει καί ἔστω στιγμιαῖα νά τήν καταργήσει, ὅπως ὁ θάνατος αἰφνίδια καταργεῖ τή ζωή μας καί τή χαρά μας ἀφοῦ, ὅπως ἔγραψε ἕνας μεγάλος ξένος ποιητής, «ὁ θάνατος εἶναι ὁ ἦχος μιᾶς μακρινῆς βροντῆς σέ μιά ἐκδρομή».
Ἡ τέχνη πάσχισε πολύ, εἶναι ἀλήθεια, νά ἀνοίξει τό κλειστό βιβλίο. Δέν μπόρεσε. Τό βιβλίο εἶναι κατασφραγισμένο μέ ἑπτά σφραγίδες.
«Καὶ ἐγὼ ἔκλαιον πολύ», γιατί δέν βρέθηκε κανείς ἄξιος νά τό ἀνοίξει.
Ἀνήσυχοι οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ φαρισαῖοι ζήτησαν ἐπίμονα ἀπ᾽ τόν Πιλᾶτο νά ἀσφαλιστεῖ καλά ὁ τάφος μέχρι τήν τρίτη μέρα. Δέν ἤθελαν κι ἄλλες φασαρίες στό κεφάλι τους. Σφράγισαν, λοιπόν, καλά μέ τήν κουστωδία τήν πέτρα τῆς εἰσόδου καί ἐπιτέλους μετά ἀπό τόσα ἐπίπονα γεγονότα πῆγαν νά κοιμηθοῦν ἥσυχοι.
Μήν κλαῖς! Νίκησε Αὐτός πού εἶναι ἄξιος νά τό ἀνοίξει. Τό λιοντάρι ἀπ᾽ τή φυλή Ἰούδα, ἡ ρίζα Δαβίδ, τό ἀρνί τό ἐσφαγμένο.
Μπορούσαμε πλέον νά δοῦμε πέρα ἀπ᾽ τό φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη, ὅπως ἔλεγε ἕνας σοφός διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου.
Τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, δεμένο μέσα στόν τάφο μέ τά ὀθόνια, κολλημένο μέ ἑκατό λίτρα σμύρνα καί ἀρώματα, ἔλαμπε μέσα στό φῶς τῆς Ἀναστάσεως.
Μή φοβᾶσαι! Δέν εἶμαι ὁ κηπουρός τοῦ κήπου τῶν νεκρῶν, Μαρία. Δέν εἶμαι ἕνας περιπλανώμενος διαβάτης τῆς Ἰερουσαλήμ, Κλεόπα. Δέν εἶμαι ἕνα πλάσμα τῆς φαντασίας, Θωμᾶ. Δέν εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος τῆς θάλασσας, Πέτρε, κι ἄς ἔχω ἕτοιμο τό ψάρι πάνω στήν ἀνθρακιά καί τό ψωμί νά φᾶτε.
Εἶμαι ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος καί ὁ ζῶν.
Ὁ πρωτότοκος τῶν νεκρῶν!
Ζ.Γ.
"Ἀπολύτρωσις", Ἀπρίλ. 2023