Στά χρόνια πρίν τήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση ἡ Χίος εἶναι ἕνα ἀπό τά πιό εὐνοημένα μέρη τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Μεγάλη οἰκονομική εὐμάρεια ἐπικρατεῖ στό νησί, ἤδη ἀπό τόν 18ο αἰώνα. Ἡ ἀνάπτυξη τῆς βιοτεχνίας, ἡ παραγωγή καί τό ἐμπόριο μεταξωτῶν ὑφασμάτων, ἡ καλλιέργεια τῆς περιζήτητης μαστίχας ἔχουν ἐπιφέρει στούς Χιῶτες εἰδικά προνόμια τόσο στήν αὐτοδιοίκηση ὅσο καί στό ἐμπόριο. Οἱ Χιῶτες εἶναι οἱ μόνοι χριστιανοί πού δέν πληρώνουν στόν κατακτητή χαράτσι. Ἔχουν ὑψηλό ἐπίπεδο ὄχι μόνον οἰκονομικό ἀλλά καί πολιτισμικό. Εἶναι πλοιοκτῆτες ἀλλά καί διανοούμενοι. Οἱ ἐμπορικές τους δραστηριότητες ἐκτείνονται ἀπό τή Μασσαλία ὥς τήν Ὀδησσό κι ἀπό τή Μόσχα ὥς τήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου. Ἀρκετοί ἔμποροι Χιῶτες εἶναι ἐγκατεστημένοι στή Σμύρνη, ἀλλά καί σέ χῶρες τῆς κεντρικῆς καί δυτικῆς Εὐρώπης. Ἡ Χίος ἔχει πρόσωπο στήν Εὐρώπη.
Σχέδια γιά ἐξέγερση στή Χίο γίνονται ἀπό τούς πρώτους μῆνες τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821. Οἱ Ὑδραῖοι καλοῦν τούς Χιῶτες νά συνδράμουν οἰκονομικά τόν Ἀγώνα. Τήν ἄνοιξη τοῦ 1822 ἕνας στόλος ἀπό τή Σάμο ἐμφανίζεται στό νησί. Ἔχει ἀποστολή νά πείσει τούς Χιῶτες νά προσχωρήσουν στήν Ἐθνεγερσία.
Ὁ ξεσηκωμός τοῦ εὔφορου νησιοῦ ἐξαγριώνει τόν σουλτάνο. Ἡ ἀντίδρασή του εἶναι ἄμεση. Ὁ καπουδάν πασάς Καρά Ἀλῆ διατάσσεται νά μεταβεῖ στή Χίο μέ πανίσχυρο στόλο. Ἡ διαταγή τοῦ σουλτάνου γιά τόν παραδειγματισμό τῶν ραγιάδων προβλέπει τή θανάτωση ὅλου τοῦ ἀνδρικοῦ πληθυσμοῦ πάνω ἀπό δώδεκα χρονῶν, τῶν γυναικῶν πάνω ἀπό τά 40 καί τήν πώληση τῶν ὑπολοίπων ὡς σκλάβων. Ἐξαιροῦνται ἀπ᾽ ὅλα τά δεινά ὅσοι θελήσουν ν᾽ ἀσπαστοῦν πρόθυμα τό Ἰσλάμ.
Στή θέα τοῦ τουρκικοῦ στόλου πολλοί Χιῶτες ἐγκαταλείπουν τό νησί. Ἄλλοι τραβοῦν πρός τίς Κυκλάδες, ἄλλοι κατά τά Ψαρά καί τήν Πελοπόννησο. Ὁ τουρκικός στόλος καίει καί καταστρέφει τά πάντα γιά σαράντα μέρες. Ἡ εὐδαιμονία τῆς Χίου εἶναι πιά παρελθόν.
«Οἱ καπεταναῖοι τῶν Τούρκων κάθονταν στήν πλατεία τοῦ χωριοῦ. Ἐκεῖ ἔφερναν τούς χριστιανούς δεμένους καί τούς ἔκοβαν τά κεφάλια. Τά μωρά τά πετοῦσαν στόν ἀέρα καί τά τρυποῦσαν μέ τά σπαθιά. Ὁ ὀθωμανός διοικητής τῆς Χίου Βαχίτ πασάς πληρώνει τούς στρατιῶτες γιά κάθε κομμένο αὐτί, γλώσσα, κεφάλι. Σέ μιά ἑβδομάδα στέλνει δύο φορτία μέ ἀκρωτηριασμένα μέλη στό σεράι», καταθέτει τή φρικτή ἐμπειρία του ἕνας δεκαπεντάχρονος αὐτόπτης μάρτυρας πού γλύτωσε τή σφαγή.
Εἶναι παροιμιώδης ἡ ἀπανθρωπιά, ἡ σκληρότητα τοῦ Βαχίτ πασᾶ. Λέγεται ὅτι ἀποκεφάλισε ἕναν προεστό ἀπό τά Μαστιχοχώρια, γιά νά γιορτάσει τή γέννηση τοῦ γιοῦ του!
Κυριακή τοῦ Πάσχα, 2 Ἀπριλίου 1822. Ἐρημώθηκε ἡ πόλη κι οἱ αἱμοδιψεῖς εἰσβολεῖς ξεχύνονται στήν ὕπαιθρο. Στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ 3.000 πρόσφυγες ἔχουν βρεῖ καταφύγιο. Πύρινες φλόγες τυλίγουν τή μονή. Φωτιά κατακαίει τά πάντα. Ὅλοι χάνονται. Σφάζονται ἀκόμη 2.000 ἄμαχοι στή Νέα Μονή. Τά ὀστά τους, σημαδεμένα ἀπό τά σπαθιά καί τά τσεκούρια τῶν Τούρκων, μαρτυροῦν σήμερα τήν ἀγριότητα ἐκείνης τῆς στιγμῆς.
Τό αἷμα κυλᾶ κι ἐκδίκηση γυρεύει. Στ᾽ ἀνοιχτά τοῦ νησιοῦ δυό σκιές ξεκινοῦν μέ τόν πυρσό τῆς ἐκδίκησης στό χέρι. Εἶναι ὁ Κανάρης κι ὁ Πιπῖνος, οἱ μπουρλοτιέρηδες, πού καρτεροῦν τήν εὐκαιρία... Ὁ Κανάρης καταφέρνει νά πυρπολήσει τήν τουρκική ναυαρχίδα. Ἀπό τά 2.286 μέλη τοῦ πληρώματος μόνο τά 180 σώζονται.
Ἡ ἀπώλεια τῆς ναυαρχίδας ἀφιονίζει πιότερο τούς Τούρκους. Παίζεται ἡ τελευταία πράξη ἀντιποίνων μέ θύματα τούς ἀμάχους Χιῶτες. Ὁ τελικός φόρος αἵματος εἶναι φοβερός. Ἀπό τούς 100.000 Ἕλληνες τῆς Χίου οἱ 25.000 σκοτώνονται. Τό νησί μοιάζει μ᾽ ἕνα ἀτέλειωτο σφαγεῖο. Πολυάριθμοι νέοι καί νέες στοιβάζονται στά πλοῖα τῶν ἐπιδρομέων, γιά νά μεταφερθοῦν στά σκλαβοπάζαρα. Ἡ Χίος, τό ὄμορφο νησί, δέν ὑπάρχει πιά.
«Ἤμουν σέ μιά ἀπό τίς βάρκες πού πῆγαν πρός τήν ξηρά. Εἶδα πράγματα πού δέν θά ξεχάσω ποτέ. Ἡ θάλασσα ἦταν γυαλί. Κοιτώντας κάτω στόν βυθό, κοντά στήν ἀκτή, εἶδα πολλά δύσμοιρα πλάσματα. Εἶχαν πέσει νά πνιγοῦν, γιά νά ξεφύγουν ἀπό τούς διῶκτες τους», μαρτυρεῖ μέ πόνο ψυχῆς ἕνας ναύτης, αὐτόπτης μάρτυρας τῆς σφαγῆς.
Γιά τά ἀνατριχιαστικά του ἐγκλήματα ἀδιάντροπα ἐξομολογεῖται τά «εὐγενικά» του αἰσθήματα ὁ διοικητής τῆς Χίου Βαχίτ πασάς, ὁ ἐμπνευστής καί ἐκτελεστής τῶν στυγερῶν σφαγῶν:
«Χαίρεται ἡ ψυχή μου, διότι πολλοί νέοι καί νέες γκιαουρικοῦ αἵματος περιτμήθηκαν καί δέχθηκαν τόν σωτήριο ἰσλαμισμό, πέτυχαν τήν αἰώνια ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν κι ἀπαλλάχθηκαν οἱ ψυχές τους ἀπό τήν αἰώνια κόλαση. Ὅσο γιά τή συνείδησή μου, καθόλου δέν μέ ἐλέγχει, διότι πολλές φορές παρατήρησα στό ἱερό νομικό βιβλίο τοῦ Ἰμάμ Σερχουσνῆ ὅτι ἡ ἀποτομή ξύλου καί ἀνθρώπινου λάρυγγος διαφέρουν, ἀλλ᾽ ὄχι σέ περίπτωση λάρυγγος γκιαουρικοῦ. Ἡ ἐξόντωση ἑνός ἄπιστου γκιαούρη ἀποστάτη εἶναι γιά τό Ἰσλάμ ἴση μέ τήν ἐξόντωση δέντρου ἤ βοτάνης».
Ἡ Χίος ταυτίζεται μέ τήν τραγωδία. Ὁ ἐξολοθρεμός της ἀφήνει τήν Εὐρώπη ἄφωνη κι ἀνανεώνει τό ἐνδιαφέρον της γιά τούς ἀγωνιστές τοῦ 1821. Ξεσηκώνεται κυριολεκτικά ἡ κοινή γνώμη, ὅταν τό 1824 στό σαλόνι τῶν Παρισίων ὁ γάλλος ζωγράφος Εὐγένιος Ντελακρουά ἐκθέτει τόν νέο του πίνακα μέ τίτλο «Σκηνές ἀπό τίς σφαγές στή Χίο». Προκαλεῖται τότε τεράστια συμπάθεια πρός τήν ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα. Τό ρεῦμα τοῦ φιλελληνισμοῦ ἐντείνεται.
Ἑλληνίς