᾿Αγαπημένη μου μητέρα,
Σήμερα, τῆς ῾Υπαπαντῆς τοῦ Κυρίου, πού γιορτάζουν οἱ χριστιανές μάνες, θέλω ν᾿ ἀφήσω τήν καρδιά μου νά ξεχύσει τά μύρα τῆς εὐγνωμοσύνης της γιά τή δική σου ἀκριβή προσφορά στή ζωή μου.
Μικρό παιδάκι ἤμουνα πού μ᾿ ἔπαιρνες στή ζεστή σου ἀγκαλιά, μοῦ ᾿πιανες τά τρία μου δάχτυλα καί μοῦ μάθαινες νά κάνω τό σταυρό μου. Κι ἐγώ συνέχεια τόν μπέρδευα...
Σάν ἔφευγα γιά τό σχολεῖο, πάντα κάτι νόστιμο ἡ ἀγάπη σου ἑτοίμαζε γιά τό διάλειμμα. ᾿Ακόμη ἀντηχεῖ στ᾿ αὐτιά μου ἡ συμβουλή σου· «Μαρία μου, φώναξε κι ἄλλο παιδάκι νά τό μοιραστεῖτε. Μήν τό φᾶς ὅλο μόνη σου». Θυμᾶμαι, ἤμουνα στήν Γ' Δημοτικοῦ, ὅταν μοῦ μίλησες σοβαρά καί γιά ἕνα ἄλλο σχολεῖο, τό Κατηχητικό. Μέ πόση ἀγωνία, τήν πρώτη φορά πού γύρισα, μέ ρώτησες ἄν μοῦ ἄρεσε.
Τότε πού ἀρρώστησα βαριά γιά βδομάδες πολλές κι ὁ γιατρός "σήκωνε τά χέρια", δέν θά ξεχάσω, μάνα, πού γονατισμένη ἐσύ -μαζί μέ τόν πατέρα- κάτω ἀπό τό εἰκονοστάσι μας προσευχόσουν σιωπηλά καί ἐμπιστευόσουν σ᾿ Αὐτόν ὅλη τήν ἀγωνία τῆς καρδιᾶς σου.
Δύο ὅμως πράγματα, μάνα μου, χαράχτηκαν βαθιά μέσα μου, πού ὁ ὁδοστρωτήρας τοῦ χρόνου δέν πρόκειται νά τά ἐξαλείψει. Πόσες φορές τά βράδια, πού ἑτοιμαζόμασταν νά κάνουμε τήν προσευχή μας, πήγαινες καί ζητοῦσες πρώτη ἐσύ συγγνώμη ἀπό τόν πατέρα κι ἄς μήν ἔφταιγες πάντα ἐσύ! Κείνη τή γλυκειά ὥρα τῆς συμφιλίωσης, κρυφά σέ καμάρωνα, μάνα.
Λόγῳ τῆς δουλειᾶς τοῦ πατέρα ἀναγκαζόμασταν ν᾿ ἀλλάζουμε συχνά πόλεις. ῞Οταν κάπως τακτοποιούμασταν στή νέα μας κατοικία, μοῦ ἔκανε ἐντύπωση πού δέν ρωτοῦσες τούς καινούργιους γειτόνους μας σέ ποιό σχολεῖο νά μέ στείλεις, σέ ποιό φροντιστήριο γιά ἀγγλικά..., ἀλλά ζητοῦσες μ᾿ ἐνδιαφέρον νά μάθεις πρῶτα ποιά εἶναι ἡ ἐνορία μας, ποῦ γίνονται πνευματικά καί παιδαγωγικά θέματα κι ἄν ὑπάρχουν φωτισμένοι ἐξομολόγοι. Τούτη τήν ἱεράρχηση τῶν πραγμάτων πού διέκρινε τή ζωή σου, τώρα πού μεγάλωσα, κατάλαβα καί θαύμασα.
Καλή μου μητέρα, ἕνα καρδιόβγαλτο εὐχαριστῶ θέλω νά σοῦ ἐκφράσω σήμερα πού γιορτάζεις. Γιατί ἤσουν συνεχῶς μέσα στό σπίτι μας μέ τό παράδειγμά σου, τήν ὑπομονή, τήν ταπείνωση καί τή θυσία σου ἕνα κήρυγμα ζωντανό, ἕνα βιβλίο ἀνοιχτό. Προπάντων σ᾿ εὐχαριστῶ, γιατί φύτεψες μέσα μου τά πρῶτα σπέρματα τῆς πίστεως, γιά νά μπορῶ σήμερα μέσα στόν κυκεώνα τῶν προβλημάτων νά βρίσκω καταφύγιο, νά ᾿χω στήριγμα κι ἐλπίδα. ῾Υποκλίνομαι μπροστά σου, λευκασμένη μου μάνα, καί ζητῶ συγγνώμη γιά τίς φορές πού σέ πίκρανα, γιά τά λάθη μου πού σκίαζαν τή χαρά σου. Φιλῶ εὐγνώμονα τό ροζιασμένο σου χέρι, πού ὕψωνες ἱκετευτικά σέ προσευχή γιά μένα καί ζητοῦσες ἐπίμονα τή διόρθωσή μου. Γιά τήν προσφορά σου πού ἀντιλήφθηκα καί γιά κείνη πού ἔμεινε μυστική καί ἀφανής, σ᾿ εὐχαριστῶ.
Μέ εὐγνωμοσύνη ἀπέραντη
῾Η κόρη σου
Μαρία
Ἀπολύτρωσις 54 (1999) 32