Γ΄ Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΕΣ ΕΠΙΔΙΩΞΕΙΣ
Στή δεκαετία τοῦ ᾽30 ἀναπτύχθηκαν ἀπό τούρκους ἱστορικούς, διανοούμενους καί πολιτικούς δύο θεωρίες σχετικά μέ τήν ἱστορία τῶν Τούρκων. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ Τουρκική Ἱστορική Θέση (Turk Tarlh Tezl). Πρόκειται γιά μία ἑρμηνεία τῆς ἱστορίας σύμφωνα μέ τήν ὁποία οἱ Τοῦρκοι δέν παρουσιάζονται πλέον ὡς «Ὀθωμανοί» ἤ «μουσουλμάνοι» ἤ ὡς μία φυλή τῶν Σελτζούκων ἤ τῶν Ὀγούζ πού ἦρθαν ἀπό τήν Ἀσία, ἀλλά ὡς ἕνας ἀριθμητικά πολύ μεγαλύτερος καί ἀρχαῖος λαός. Τό πιό σημαντικό στοιχεῖο αὐτῆς τῆς θεωρίας ἀποτελεῖ ἡ προσπάθεια πού γίνεται νά ἐμφανισθοῦν οἱ Τοῦρκοι σάν αὐτόχθονες στήν Ἀνατολία (Μικρά Ἀσία). Γιά νά ἐπιτευχθεῖ αὐτό οἱ ἀρχαῖοι λαοί τῆς περιοχῆς μετατρέπονται σέ ἀρχαίους Τούρκους. Ἡ «Θέση» ἐνισχύθηκε καί ὁλοκληρώθηκε μέ τή δεύτερη θεωρία τοῦ Ἡλίου-Γλώσσας (Gunes-Dll Teorls). Αὐτή «ἀποδεικνύει» ὅτι ἡ τουρκική γλώσσα ἦταν ἡ ἀρχική ἤ μία ἀπό τίς ἀρχικές γλῶσσες τῆς ἀνθρωπότητας.
Εἶναι προφανές ὅτι καί οἱ δύο αὐτές θεωρίες εἶναι ἀνιστόρητες, κάτι πού σήμερα εἶναι ἀποδεκτό καί ἀπό τή συντριπτική μερίδα τῆς τουρκικῆς ἱστοριογραφίας.
Τήν περίοδο πού κυριαρχεῖ ἡ Τουρκική Ἱστορική Θέση (1930-1970), στά τουρκικά σχολικά βιβλία Ἱστορίας οἱ Ἕλληνες ἔχουν τήν «τιμητική τους»! Παρουσιάζονται ὡς ὁ λαός πού ἐπαναστάτησε τό 1821 καί ἀπέσπασε ἕνα μέρος τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, τήν Ἑλλάδα, ἀλλά καί τό 1919-1922 ἀπείλησε νά καταλάβει ἕνα μέρος τῆς Μ. Ἀσίας, θεωρώντας τούς ἑαυτούς τους κληρονόμους τῶν Ἰώνων καί τῶν Βυζαντινῶν. Ὑπογραμμίζεται ὅτι οἱ Ἕλληνες ἀποτελοῦν πραγματική ἀπειλή γιά τήν Τουρκία. Ὄχι τόσο λόγῳ στρατιωτικῆς ἀνωτερότητας, ἀλλά κυρίως ὡς μία πολιτική ὀντότητα πού ἔχει ἐρείσματα στήν παγκόσμια κοινή γνώμη καί στή διεθνῆ πολιτική.
Σ᾽ αὐτά τά ἐγχειρίδια τονίζεται ὅτι ὁ δυτικός κόσμος θεωρεῖ τούς ἀρχαίους Ἕλληνες ἐκφραστές κάποιου μοναδικοῦ καί μεγάλου πολιτισμοῦ καί τούς Νεοέλληνες ἀπογόνους τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, ὅμως ὑποτιμᾶ τό μεγαλεῖο καί τήν ἀνωτερότητα τῶν Τούρκων. Οἱ ἀρνητικές θέσεις τῶν Τούρκων κατά τῶν Ἑλλήνων εἶναι μία φωνή ἀγωνίας πού προσπαθεῖ νά πεῖ: «Μήν ὑποστηρίζετε τούς σύγχρονους Ἕλληνες, δέν τό ἀξίζουν, δέν τό δικαιοῦνται. Οἱ Τοῦρκοι θά πρέπει νά ἔχουν καί αὐτοί μία θέση κάτω ἀπό τόν ἥλιο». Αὐτό δηλώνεται ξεκάθαρα στό πρῶτο σχολικό βιβλίο (Tarlh 1).
Στό δεύτερο βιβλίο τῆς ἴδιας περιόδου (Tarlh 2) οἱ Βυζαντινοί παρουσιάζονται ὡς «Ἀνατολίτες» καί σχεδόν ποτέ δέν εἶναι Yunan(=Ἕλληνες). Ἡ σύγχυση πού καλλιεργεῖται ἐκπορεύεται ἀπό τήν προσπάθεια ἀναίρεσης τῆς διαχρονικῆς πορείας τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους.
Στό τρίτο βιβλίο (Tarlh 3) οἱ Νεοέλληνες παρουσιάζονται αἰφνιδίως στό κεφάλαιο τῶν ἐπαναστατημένων λαῶν τῶν Βαλκανίων, χωρίς προγόνους καί ἱστορία.
Τό τέταρτο βιβλίο (Tarlh 4) φέρνει στό φῶς μία νέα ἀντίληψη γιά τούς Ἕλληνες: Δέν εἶναι πλέον οὔτε ἀρχαῖοι οὔτε ἔχουν σχέση μέ τούς (ἀρχαίους) Τούρκους, μέ τήν Ἀνατολή (Μικρά Ἀσία) ἤ μέ τούς λαούς οἱ ὁποῖοι ἔζησαν πολλούς αἰῶνες εἰρηνικά μέ «ἐμᾶς» μέσα στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία. Οἱ Ἕλληνες καί οἱ Ρωμιοί εἶναι ἁπλά ἐθνικοί ἐχθροί, πού ὑπηρετοῦν ἕνα διαχρονικό σχέδιο κατά τοῦ τουρκικοῦ ἔθνους, ἐνῶ ἡ Δύση εἶναι πάντα σύμμαχος τῶν Ἑλλήνων. Στό τέταρτο τεῦχος βλέπουμε νά μετατοπίζονται οἱ ἀνάγκες: ἀπό τήν ἀναζήτηση κάποιων αὐτόχθονων προγόνων στή στόχευση ἑνός συγκεκριμένου «Ἄλλου», ἑνός ἐχθροῦ.
Οἱ θεωρίες αὐτές μετά τόν Μουσταφά Κεμάλ σταδιακά ἀτόνισαν, συνεχίζουν ὅμως καί σήμερα νά ἐμπνέουν ἕνα τμῆμα τῆς τουρκικῆς κοινωνίας. Ἡ ἐγκατάλειψη τῆς «Θέσης» δέν σηματοδοτεῖ αὐτονόητα καί τή βελτίωση τῆς τουρκικῆς ἱστοριογραφίας.
Ἀπό τή δεκαετία τοῦ 1970 κλιμακώνεται ἡ κριτική κατά τῶν σχολικῶν βιβλίων τῆς Ἱστορίας στήν Τουρκία. Ὁρισμένοι τοῦρκοι ἀκαδημαϊκοί ὑποστήριξαν ὅτι δέν γίνονται βελτιώσεις, ἀλλά ἀντιθέτως σέ ὁρισμένες περιπτώσεις ὑπάρχουν παλινδρομήσεις. Γι᾽ αὐτό τόν λόγο πραγματοποιήθηκαν τρία συνέδρια (τό 1975, τό 1994 καί τό 1995), ὅπου παρουσιάστηκαν οἱ βασικοί ἄξονες τῆς κριτικῆς στό θέμα τῶν βιβλίων. Ἡ θεμελιώδης κριτική ἀναφέρεται στόν ἐθνοκεντρικό χαρακτήρα τῆς τουρκικῆς ἱστοριογραφίας. Ὁ γερμανός Κριστόφ Κ. Νάουμαν ὑποστήριξε ὅτι οἱ ἀρνητικές πτυχές τῶν σχολικῶν βιβλίων εἶναι ἀποτέλεσμα μίας συνειδητῆς ἰδεολογικῆς ἐπιλογῆς. Σημείωσε μάλιστα ὅτι ἡ κληρονομιά τοῦ Βυζαντίου ἀποσιωπᾶται στά τουρκικά ἐγχειρίδια καί ὅτι οἱ Βυζαντινοί παρουσιάζονται ὡς ὁ «ἐχθρός», γιά νά ἐπιτευχθεῖ μία «ἐθνική ταυτότητα».
Μέ τίς ἀρνητικές πτυχές τῆς τουρκικῆς σχολικῆς ἱστοριογραφίας ἀσχολήθηκαν καί ξένα ἱδρύματα -εἰδικευμένα στά σχολικά ἐγχειρίδια τά ὁποῖα ὀργάνωσαν συνέδρια μέ τούρκους καί εὐρωπαίους ἐρευνητές.
Στό διεθνές συνέδριο πού διοργανώθηκε ἀπό τό Ἵδρυμα Ἱστορίας καί τό Πανεπιστήμιο Bogacazlc τῆς Κωνσταντινούπολης τό 1995 μέ θέμα «Ἡ ἱστορική ἐκπαίδευση καί τό ζήτημα τοῦ "ἄλλου" στήν Ἱστορία», οἱ εἰσηγητές-ἐρευνητές ἐπισήμαναν ὅτι οἱ Τοῦρκοι παρουσιάζονται στά τουρκικά σχολικά βιβλία τῆς Ἱστορίας ὡς ἕνα «καθαρό», ἀνεπηρέαστο ἀπό ἄλλους λαούς καί πολιτισμούς ἔθνος, πού διατήρησαν ἀναλλοίωτα τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Ἀκόμη προβάλλονται νά ἔχουν μόνον ἀρετές καί προτερήματα, ἐνῶ οἱ «ἄλλοι» ἀντιμετωπίζονται ὡς ἀντιπαθεῖς, ἐχθρικοί καί ἀπειλητικοί. Γιά τήν ἀποσιώπηση τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς ἐποχῆς τοῦ Βυζαντίου, καθώς καί γιά τήν ἀρνητική εἰκόνα τοῦ Ἕλληνα στά τουρκικά ἐγχειρίδια καί τήν μέ κάθε τρόπο ἐνίσχυση τοῦ τουρκικοῦ ἐθνικισμοῦ καί τῆς τουρκικῆς ταυτότητας ἔκαναν λόγο ὁ γάλλος καθηγητής Ἐτιέν Κοπώ καί ὁ Ἡρ. Μήλλας.
Ἀκόμη καί ὁ τοῦρκος ἱστορικός Ὀσμπαράν στή σχετική μελέτη του ἀνάμεσα στά ἄλλα συμπεραίνει ὅτι στά τουρκικά ἐγχειρίδια Ἱστορίας εἶναι κυρίαρχες οἱ ἐθνικιστικές ἀπόψεις καί δέν συμπεριλαμβάνεται ἡ σύγχρονη ἱστορία.
Παρά ὅμως τήν ἔντονη κριτική πού ἀσκήθηκε στά σχολικά βιβλία Ἱστορίας τῆς Τουρκίας, δέν ἔχουν βελτιωθεῖ ἀκόμη καί σήμερα. Ὁ λόγος εἶναι ἡ ἔλλειψη βούλησης τῶν τουρκικῶν κυβερνήσεων, ἀλλά καί οἱ παρεμβάσεις-πιέσεις πού ἀσκοῦνται ἀπό τό Ἐθνικό Συμβούλιο Ἀσφαλείας στήν κρατική ἐπιτροπή ἔγκρισης τῶν τουρκικῶν σχολικῶν βιβλίων. Ἐπίσης, τό αὐστηρό πλαίσιο τό ὁποῖο ἰσχύει γιά τή συγγραφή τῶν σχολικῶν ἐγχειριδίων ἐπηρεάζει σέ μεγάλο βαθμό τή δυνατότητα βελτίωσης καί ἐκσυγχρονισμοῦ τους καθώς καί τήν ποιότητα τῆς διδασκαλίας, ἡ ὁποία θέτει στό κέντρο τό σχολικό ἐγχειρίδιο καί ὄχι τόν ἐκπαιδευτικό καί τόν μαθητή.
Γ. Κυρίζογλου
Πηγές Βοηθήματα
Κιτσίκης Δημήτρης, Συγκριτική Ἱστορία Ἑλλάδος καί Τουρκίας στόν 20 αἰώνα, 1935.
Μήλλας Ἡρακλῆς, Εἰκόνες Ἑλλήνων καί Τούρκων. Σχολικά Βιβλία. Ἱστοριογραφία, Λογοτεχνία καί Ἐθνικά Στερεότυπα, Ἀθήνα, ἐκδ. Ἀλεξάνδρεια 2001.
Πρακτικά Διεθνοῦς Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 16-18|10|1998, «Ἡ Εἰκόνα τοῦ "Ἄλλου"/Γείτονα στά Σχολικά Βιβλία τῶν Βαλκανικῶν Χωρῶν», Ἀθήνα, Τυπωθήτω 2000.
Τσιανάκας Ἰ. Εὐάγγελος, Ἡ Εἰκόνα τοῦ Ἕλληνα στά Τουρκικά Σχολικά Ἐγχειρίδια Ἱστορίας καί Πολιτικῆς Ἀγωγῆς τῆς Ὑποχρεωτικῆς Ἐκπαίδευσης, Θεσσαλονίκη 2012, ἐκδ. Σταμούλης Ἀντώνιος.