Τυφλότητα

CROSS  Μόνο τότε, παιδί, ὅταν ἄκουγε τή βροχή νά πέφτει, τούς ἀνέμους νά φυσοῦν καί τά ποτάμια νά κατεβαίνουν ὁρμητικά, ἁπλωνόταν μέσα του ἡ γαλήνη καί μές στήν καρδιά του ἔχτιζε βασίλεια.
  Ἀργότερα, ἄρχισαν νά ἔρχονται στή ζωή του ἄλλα βασίλεια, τό ἕνα μετά τό ἄλλο, ἀλλά ὅταν ἄνοιγε τήν πόρτα τους, ἔβλεπε ὅτι δέν εἶχαν τίποτα μέσα, ἔρημα καί ἄραχλα. Γι᾽ αὐτό μόλις ἔμπαινε, ἔψαχνε γρήγορα τρόπο νά βγεῖ, γιατί σωριάζονταν πίσω του. Χρειάστηκε ἔτσι νά δραπετεύσει πολλές φορές στή ζωή του.
  Δέν ἤξερε πλέον ποῦ πάει. Σάν νά βάδιζε στά τυφλά. Καί συνεχῶς ἔβρεχε. Μιά βροχή πού τοῦ ἔκρυβε τά πάντα στόν ὁρίζοντα καί τώρα πιά τοῦ ἔφερνε μόνο θλίψη.
Τότε φάνηκε ἐκεῖνο τό θαμπό, ἐλάχιστο φῶς. Σάν ἕνα μικρό λυχνάρι μέσα στή μνήμη του. Θυμήθηκε ἐκείνη τήν πρώτη γαλήνη καί μιά παλιά ἱστορία πού εἶχε ἀκούσει τότε γιά τή δυνατή βροχή, πού γκρέμιζε τά παλάτια τά χτισμένα πάνω στήν ἄμμο κι ὄχι πάνω στήν πέτρα.
  Εἶχε κατά καιρούς σκεφτεῖ διάφορες ἐκδοχές γιά τή ζωή του. Ἦταν ἕνα ἀνώδυνο παιχνίδι τοῦ μυαλοῦ του, πού τοῦ ἄρεσε συχνά νά τό παίζει. Τή στιγμή ὅμως πού εἶδε μπροστά του αὐτό τό λιγοστό φῶς, πάγωσε. Αὐτή τήν ἐκδοχή δέν τήν εἶχε βάλει ποτέ στόν νοῦ. Τώρα ὅμως πού τή σκέφτηκε, τοῦ ἦταν ἀβάσταχτη. Δηλαδή μποροῦσε νά εἶχε ζήσει ἀλλιῶς; Μποροῦσε νά εἶχε θελήσει ἀπό μικρό παιδί μέχρι τώρα νά ζεῖ «ἐν ὁσιότητι καὶ δικαιοσύνῃ», ἄμεμπτα καί μέ ἀκρίβεια μέσα στά σκότη, ἔχοντας μπροστά του αὐτό τό μικρό λυχναράκι, τόν νόμο Κυρίου;
  Ἡ ἀστοχία μιᾶς ἀνθρώπινης ζωῆς χτισμένης πάνω στίς ἐπιθυμίες μας καί ὄχι στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά περιγραφεῖ μέ λέξεις, ὅσο ὀδυνηρές κι ἄν εἶναι οἱ λέξεις πού θά ἐπιλέξουμε. Σάν ἕνας τυφλός, μέ πλήρη τυφλότητα, νά ρίχνει τά βέλη του μέσα στή νύχτα σ᾽ ἕναν διαρκῶς μετακινούμενο στόχο.
  Ὑπάρχει, ὁπωσδήποτε, ἡ μετάνοια γιά μιά ἄστοχη καί ἀποτυχημένη ζωή. Πρέπει ὅμως κάποτε νά πεθυμήσουμε καί νά μιλήσουμε καί γιά τή ζωή τῶν ἐντολῶν καί τῶν ἀρετῶν. Γιά τή ζωή πού χάσαμε, γιατί δέν τή θελήσαμε.
  Τώρα, βέβαια, θέλω. Χάθηκε ὅμως πολύς χρόνος. Τό ζήτημα δέν εἶναι πλέον ἄν θέλω. Εἶναι ἄν προλαβαίνω.
  Ἀπόβροχο. Ἡ βροχή εἶχε σταματήσει ἀπό ὥρα στό παλιό ὀρεινό μοναστήρι κι εἶχε βγεῖ μιά γλυκιά λιακάδα. Χειραγωγούμενο ἔφεραν οἱ νεότεροι μοναχοί ἕναν ἑκατοχρονίτη γέροντα νά καθίσει ἔξω στό πεζούλι τοῦ μοναστηριοῦ, πού ἦταν γεμάτο προσκυνητές γιά τή Σαρακοστή. Ἦταν πλέον ἐντελῶς τυφλός ἀπό τά χρόνια. Ἡ εἰρήνη πού ἀνέβλυζε ἀπ᾽ τό πρόσωπό του ἦταν σάν ποτάμι κι ἡ ἀρετή πού ἀνέδιδε ὅλη ἡ παρουσία του σάν κύμα θαλάσσης. Χαμογελοῦσε μέ ἱλαρότητα καί μοίραζε ἀδιάκοπα εὐχές σέ ὅλους κι ἄς μήν τούς ἔβλεπε. Κι ἦταν σάν νά ἔλεγε: Ὑπάρχει φῶς, ἀνοῖξτε τά μάτια σας νά τό δεῖτε, ὑπάρχει φῶς μέσα μας!
  Ὁ προσκυνητής κατηφόρισε σκεπτικός. Πρώτη φορά μετά ἀπό χρόνια, ἡ βροχή πού εἶχε πέσει ἐκείνη τή μέρα τοῦ ἔφερνε πάλι γαλήνη.

Ζ.Γ.

"Ἀπολύτρωσις", Μάρτ. 2023