Στήν ἀρχή ἀκόμη τῆς Ἐπιστολῆς (βλ. 1,3) ὁ ἀπόστολος Παῦλος διαβεβαίωσε ὅτι οἱ τρεῖς θεολογικές ἀρετές πίστη, ἀγάπη, ἐλπίδα κοσμοῦσαν τήν Ἐκκλησία τῶν Θεσσαλονικέων. Ἦταν ὅμως ἀνάγκη αὐτές νά ἀναζωπυρώνονται, νά αὐξάνουν καί νά τελειοποιοῦνται. Οἱ χριστιανοί κινοῦνταν καθημερινά μέσα σ᾿ ἕναν κόσμο βουτηγμένο στή φθορά καί στήν ἁμαρτία. ᾿Επιπλέον, ἀντιμετώπιζαν μία σκληρή πολεμική ἐναντίον τους. Καί ὁ προαιώνιος ἐχθρός, πού φθονεῖ τούς οἰκείους τοῦ Θεοῦ, ἀσφαλῶς τούς ἔστηνε ποικίλες παγίδες. Ὁ ἀπόστολος τοῦ Θεοῦ λαχταρᾶ νά τούς βοηθήσει στήν ἀναζωπύρωση καί στήν καλλιέργεια, ὅμως οἱ συνθῆκες δέν τοῦ τό ἐπιτρέπουν. Γι’ αὐτό εὔχεται ὁ Κύριος νά τούς ἀναλάβει, ὥστε «πλεονάσαι καὶ περισσεύσαι τῇ ἀγάπῃ εἰς ἀλλήλους καὶ εἰς πάντας, καθάπερ καὶ ἡμεῖς εἰς ὑμᾶς». Ἡ ἀγάπη ἀποτελεῖ τήν πρακτική ἔκφραση τῆς πίστεως καί τό «πλήρωμα τοῦ νόμου» (βλ. Ρω 13,10). Κι εἶναι αὐτό πού πρῶτα πρῶτα ζητᾶ στήν προσευχή του ὁ ἀπόστολος τοῦ Θεοῦ γιά τούς πιστούς τῆς Θεσσαλονίκης.
Τό «περισσεύσαι τῇ ἀγάπῃ» σημαίνει, κατά τήν ἑρμηνεία τοῦ Θεοδωρήτου, «τελείαν αὐτὴν κτήσασθαι». ῾Η ἀγάπη πρέπει καί νά αὐξάνει καί νά τελειοποιεῖται (πρβλ. Φι 1,9). Χρειάζεται καί ἡ ποσότητα καί ἡ ποιότητα στήν ἀγάπη. Πρέπει, ἐπίσης, νά ἁπλώνεται σέ μεγάλη ἔκταση, «εἰς ἀλλήλους καὶ εἰς πάντας»˙ νά ἀγκαλιάζει, δηλαδή, καί τά μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας καί ὅλο τόν κόσμο. «῎Αν τόν ἕναν ἀγαπᾶς, τόν ἄλλον ὄχι, ἡ ἀγάπη σου εἶναι μόνον ἀνθρώπινη», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Γνώρισμα τῶν χριστιανῶν, κατά τόν Οἰκουμένιο, εἶναι «τὸ μὴ μόνον ἀδελφοὺς ἀγαπᾶν, ἀλλὰ καὶ πάντας ἀνθρώπους, πιστοὺς καὶ ἀπίστους». ῎Ετσι θά μοιάζουν στόν Θεό πατέρα τους, ὁ ὁποῖος ἀνατέλλει τόν ἥλιο του καί γιά τούς καλούς καί γιά τούς πονηρούς, καί χαρίζει τή βροχή του καί στούς δίκαιους καί στούς ἄδικους (βλ. Μθ 5,45). Γιά τούς χριστιανούς τῆς Θεσσαλονίκης ἦταν ἰδιαίτερα σημαντικό νά μποροῦν νά στρέφουν τήν ἀγάπη τους «εἰς πάντας», διότι σ᾿ αὐτούς συμπεριλαμβάνονταν καί οἱ διῶκτες τους.
Πρότυπο εἰλικρινοῦς καί ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης εἶχαν οἱ πιστοί τόν ἴδιο τόν Κύριο ἀλλά καί τούς ἀποστόλους, πού ἦταν γνήσιοι μιμητές του. ῾Ο Παῦλος ἔχει τήν παρρησία νά τούς πεῖ: «Νά ἔχετε ἀγάπη ὅμοια μέ τήν ἀγάπη μας». Τό «καθάπερ καὶ ἡμεῖς εἰς ὑμᾶς» κατά τόν ἅγιο Θεοφύλακτο σημαίνει: «῎Εχετε μέτρο καί παράδειγμα τῆς ἀγάπης ἐμᾶς». ῾Η ἀγάπη τῶν ἀποστόλων ἦταν δεδομένη· γιά τήν ἀγάπη τῶν πιστῶν τῆς Θεσσαλονίκης ὁ Παῦλος εὔχεται.
Μετά τόν Μυστικό Δεῖπνο, στήν παράδοση τῆς Διαθήκης του ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε πρός τούς μαθητές του: «᾿Εν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (᾿Ιω 13, 35). ῾Η ἀγάπη ἰδιαίτερα πρός τούς ἀδελφούς, πού ἔχουν κοινή τήν πίστη, εἶναι ἡ πρακτική ἐφαρμογή τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης μας πρός τόν Θεό. ῾Η Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μόνο δεσμός πίστεως καί λατρείας. Εἶναι καί δεσμός ἀγάπης, ἱερός σύνδεσμος ἀδελφῶν, πού τόν συγκρατεῖ καί τόν περιβάλλει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Κάνει ἄμεμπτους τούς χριστιανούς ἡ ἀγάπη, παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, διότι ὅπως τά φρύγανα δέν μποροῦν νά ἀντισταθοῦν στή δύναμη τῆς φωτιᾶς καί καίγονται, ἔτσι καί ἡ ἁμαρτία καίγεται καί ἐξαφανίζεται μέσα στή φωτιά τῆς ἀγάπης. Κι ὅπως οἱ ζεστές ἀκτίνες τοῦ ἥλιου διαλύουν τήν παγωμένη πάχνη καί τήν κάνουν δροσιά, ἔτσι καί ἡ ἀγάπη διαλύει τήν παγωνιά καί τήν ψυχρότητα, θερμαίνει καί ἀδελφώνει τίς ψυχές.
Δέν ὑπάρχει γνήσια ἀρετή, ἄν δέν συνοδεύεται ἀπό τήν ἀγάπη. ῾Η ἀγάπη εἶναι δῶρο τοῦ οὐρανοῦ, καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (βλ. Γα 5,22) καί τό κύριο γνώρισμα αὐτῆς τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ θυσία. ῾Η ἀγάπη εἶναι θυσία ὄχι μόνο τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν μας πλούτου, χρημάτων, ὑπαρχόντων, ἀλλά καί ἡρωική θυσία τοῦ ἑαυτοῦ μας. Αὐτή μπορεῖ νά ἐκφράζεται ὡς συμπαράσταση, παρηγοριά, ἐνθάρρυνση, ἐπιείκεια, κατανόηση, συγχωρητικότητα, συμπάθεια, ὑποχώρηση, ἐνδιαφέρον. Τά προβλήματα τῶν ἀδελφῶν μας νά μήν εἶναι γιά μᾶς ξένα. Καθένας μας νά ἐνδιαφέρεται, νά φροντίζει γιά τόν ἄλλο, καί νά προσεύχεται ὀνομαστικά γιά τόν κάθε ἀδελφό. Τότε θά ζοῦμε μιά ἀπό τίς μεγαλύτερες χαρές πού προσφέρει ἡ χριστιανική ζωή.
῾Η ἔμπρακτη ἀγάπη ἀποτελεῖ καί ἔκφραση τῆς εὐγνωμοσύνης καί τῆς εὐχαριστίας μας στόν Θεό, πού μᾶς δίνει τή δυνατότητα νά εὐεργετήσουμε. Δῶρο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ὑγεία μας, τά χέρια μας μέ τά ὁποῖα διακονοῦμε τούς πονεμένους, τά ἀγαθά πού διαθέτουμε γιά τούς φτωχούς. Δῶρο δικό του εἶναι ἡ σωτηρία μας, τήν ὁποία μᾶς χάρισε μέ τή θυσία τοῦ μονογενοῦς του Υἱοῦ. Γι᾿ αὐτό εὐγνώμονα προσφέρουμε τήν ἀγάπη μας στούς «ἐλαχίστους ἀδελφούς» του (βλ. Μθ 25,40), μέ τή συνείδηση ὅτι ἔτσι εὐχαριστοῦμε τόν δωρεοδότη Κύριό μας.
Γιά νά ζήσω ὅμως ἔτσι τήν ἀγάπη, χρειάζεται νά ἔχω νιώσει πρῶτα ἐγώ ὁ ἴδιος τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, «τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ» (Γα 2,20)˙ νά γνωρίσω τό μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας καί τή θυσία Του γιά μένα. Τότε ἡ ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ θά ἀντανακλᾶ καί στό δικό μου πρόσωπο.
Στέργιος Ν. Σάκκος