Ἤμουν ἑπτά χρονῶν, ὅταν οἱ γονεῖς μου μοῦ δώρισαν ἕνα βιολετί ρολογάκι. Ὡστόσο, θυμᾶμαι πώς ἤδη ἀπό τή νηπιακή ἡλικία ἔνιωθα μία ἀκαθόριστη, πάντως σαφέστατη δυσφορία γιά τήν ἔννοια τοῦ χρόνου. Ἐξαρχῆς μέ ἐνοχλοῦσε ἡ βραδιά τοῦ Ὀκτωβρίου πού ἔπρεπε ὅλοι σέ κοινή συνεννόηση νά μετακινήσουμε τούς δεῖκτες μία ὥρα πίσω καί μετά ἀπό κάποιους μῆνες μία ὥρα μπροστά. Φάνταζε σάν προσυνεννοημένο ὁμαδικό ψέμα.
Μεγαλώνοντας ἀποδέχθηκα τήν ἀνάγκη τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας νά νυχτώνει νωρίτερα ἤ ἀργότερα, ἀλλά καί πάλι αὐτός ὁ πρακτικός συμβιβασμός δέν μέ ἀνέπαυε. Ἡ ἀδιαμαρτύρητη ἀποδοχή τῆς ἐμπορικῆς χρήσης τοῦ χρόνου, πού εἶναι χρῆμα, μέ προβλημάτιζε σταθερά. Κατέληξα στό δικό μου ἐφηβικό συμπέρασμα: «Πρόκειται, λοιπόν, γιά ἕνα τεχνητό κατασκεύασμα, ἀποκλειστικά καί μόνο γιά νά πραγματοποιοῦνται οἱ ποικίλες συνεννοήσεις. Κατά βάθος χρόνος δέν ὑπάρχει». Ἕνα ἀκόμη καλομαγειρεμένο ἐπίτευγμα τῶν βρoτῶν…
Στήν προσπάθεια νά ὑπερβῶ τή χρονική ὑποκειμενικότητα, ἀναζητοῦσα τήν ἀλήθεια ἔξω ἀπό τά στενά ὅρια τοῦ χρόνου. Τελικά τή βρῆκα στίς λεγόμενες προσωπικές ἀνακαλύψεις τοῦ ἑκάστοτε βίου, στήν πρώτη ἐπαφή μέ τόν προαιώνιο Λόγο. Ὅταν συνέλαβα σταδιακά τό ἄχρονο τῆς θεότητας, ἐνθουσιάστηκα. Ἰδού, ἡ ἀνακάλυψη τοῦ Καινοῦ στή συνάντηση μέ τόν προϋπάρχοντα Ἄρχοντα τοῦ παντός. Ὁ Θεός, πού εἶναι ὁ ὄντως Ὤν, Αὐτός εἶναι ἄχρονος. Ὅσο ἡ ἀιδιότητα τῆς Ἁγίας Τριάδας φώτιζε τή σκέψη μου, τόσο εἰρήνευα! Οἱ χοϊκοί χρονισμοί ἐξασθενοῦσαν ἔναντι τῆς ἀτέρμονης ὀμορφιᾶς τοῦ ἄπειρου Θεοῦ. Ἡ ὑπέρλογη μέτρηση τοῦ Δημιουργοῦ, πού ἐξισώνει τή μία ἡμέρα μέ τά χίλια ἔτη, ἐξηγεῖ τήν ὑπέρβαση τοῦ χρόνου, τήν ἀχρησία τῆς ὅποιας μέτρησης στήν ἀληθινή ζωή.
Γιά ἀρκετά χρόνια οἱ πρωτοχρονιές καί οἱ πρωτομηνιές μέ παίδευαν ὡς ἔννοιες. Ἀκόμη καί αὐτό τό ρολόι χειρός στεκόταν βραχνάς στή σκέψη μου. Γιατί οἱ ὧρες καί οἱ μέρες περιορίζουν τήν ὕπαρξη σέ κλάσματα ζωῆς. Τά χρόνια ἑστιάζουν στό μέρος τοῦ «εἶναι», γίνονται τροχοπέδη στήν προσέγγιση τῆς ἀίδιας ὁλότητας. Ὅμως, τό «εἶναι» νοεῖται ἔξω ἀπό τά δεσμά τοῦ χρόνου. Κι ἐφόσον ἡ ἀθάνατη ψυχή μου συγγενεύει μέ τόν Πλάστη, πού ἔβαλε μέσα μου τή δική Του πνοή, ἄρα καί ἡ δική μου ὄντως ζωή τοποθετεῖται ἔξω ἀπό τόν χρόνο, μαζί Του καί μέσα Του.
Τώρα πλέον ἐπιθυμοῦσα νά προσλάβω ἔστω καί μία σταγόνα αὐτῆς τῆς ἄχρονης Ζωῆς, νά ἀπαλλαγῶ ἔστω καί γιά λίγα δευτερόλεπτα ἀπό τά στεγανά τῶν κοσμικῶν χρονισμῶν. Ὄχι ὅμως μέ ρομαντικές ψευδαισθήσεις, ἀλλά μέ βάση τήν ἀγαθή ἐπίγνωση ἐν Πνεύματι. Τό ποθούμενο ἀσφαλῶς καί ἐξασφαλίζεται ἀπό τόν παντοδύναμο Νικητή τοῦ θανάτου, καθώς ἡ ζωή πέραν τοῦ γήινου χρόνου ὁδηγεῖ στήν εὐδαίμονα ἀθανασία. Πόλος ἕλξης γιά τό ἐφετόν; Ὁ Ὤν.
Στίς ἐπιστολές ἑνός σύγχρονου ἁγίου διάβασα μία συναρπαστική συμβουλή, πού σφήνωσε στά ἀναντικατάστατα κύτταρα τοῦ ἐγκεφάλου: Νά μποῦμε στό «σόι τοῦ Θεοῦ». Ἡ θεϊκή πνοή δωρίζεται ἄνωθεν πρός ὅλους. Ἀλλά στόχος εἶναι ἀπό πλάσμα ἁπλό νά μπῶ στήν οἰκογένεια τῆς ἄχρονης Βασιλείας Του, νά λάβω τή σωτήρια σφραγίδα Του στήν πεπτωκυῖα καρδιά μου!
Πρόκειται γιά τήν ὕψιστη συγγένεια, γιά πνευματική «χημεία» ἀνερμήνευτη. Τά συνδετικά στοιχεῖα εἶναι ἄυλα καί οἱ ζυμώσεις μέχρι τήν ἕνωση ἄρρητες. Πηγάζουν ἀπό τό πυρηνικό στοιχεῖο, τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού τό καθαρό ἀπόσταγμά της στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ἐξαφανίζει τή φιλαυτία καί γεννᾶ τήν ὑπέροχη αὐτολησμονιά. Μέσα σ’ αὐτή τή λήθη τοῦ ἐγώ, ξεχνᾶ ὁ ἄνθρωπος μαζί μέ τόν ἑαυτό του καί τόν χρόνο.
Αὐτή ἡ θεϊκή διήθηση ἀγάπης ἔχει τόν δικό της τόπο: τήν Ἐκκλησία. Εἶναι ὁ χῶρος τοῦ ἁπανταχοῦ παρόντος Θεοῦ. Ἔχει τόν δικό της χρόνο: τή θεία Λειτουργία. Ἡ εἰσόδευση σέ αὐτόν τόν λατρευτικό χωροχρόνο τῆς Ἐλευθερίας εἶναι προσιτή σέ κάθε ψυχή καί ἡ προσφορά τοῦ ἄπειρου Θεοῦ γεμίζει ὅλα τά δοχεῖα.
Σάν ἄλλοι διψασμένοι ὁδοιπόροι στίς ἔρημες ἀτραπούς τοῦ κόσμου ἐπιθυμοῦμε ὅλοι μας ἔστω καί μία σταγόνα ἄχρονης γεύσης. Δέν ὑπάρχει ἀξιολογότερο κυνηγητό στήν ἐπίγεια πορεία. Μέσα στά τόσα χρονομετρημένα ἔτη μέ τίς ἀναρίθμητες πτώσεις καί τά πάθη, μέσα στά ἑκατομμύρια ὡρῶν πού βαραίνουν στούς ὤμους ὅλων ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν μαζί μέ τήν ἀθλιότητα καί τήν πίκρα τῆς ἀποστασίας μας, μέσα στή δίνη πονηρῶν λογισμῶν καί κενόδοξων ὑπολογισμῶν, μέσα σ’ αὐτή τήν ἐν χρόνῳ ζωή μας σημειώνονται κατ’ ἐξαίρεση οἱ «ἐν Χριστῷ ἄλλες στιγμές», οἱ ὡραῖες ὧρες.
Ὅποτε εὐδοκεῖ ὁ οἰκτίρμων Θεός, δωρίζει ἴχνη ἄχρονης χάριτος ὡς μία ἐλάχιστη πρόγευση πρός ἐνίσχυση τῶν πεπερασμένων θνητῶν. Αὐτές οἱ σπάνιες στιγμές μακαριότητας λειτουργοῦν ὡς οὐράνια ἐγγύηση. Καί ἀρκοῦν, γιά νά διαβιοῦμε μέ ἐνθουσιώδη ἀναμονή τά ἐδῶ χρόνια, μέχρι νά μεταβοῦμε στήν ἐκεῖ παραδείσια αἰωνιότητα! Ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει χρόνος, ἀλλά ὁ ἄχρονος Χριστός, ἡ ἀκρότης τῶν ἐφετῶν!
A.T.
"Ἀπολύτρωσις", Ἰαν. 2023