Τό μεγαλύτερο ἴσως «γιατί;» πού ἐπικαλεῖται ὁ ἄνθρωπος τῶν «χριστιανικῶν» κοινωνιῶν, προσπαθώντας νά δικαιολογήσει τήν ἄρνησή του ἀπέναντι στόν Θεό, εἶναι τό πρόβλημα τοῦ κακοῦ. Τό ἐρώτημά του εἶναι τό ἑξῆς: «Σύμφωνα μέ τήν ἁγία Γραφή ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Πῶς γίνεται, λοιπόν, ἐφόσον εἶναι ἀγάπη, νά ἀνέχεται τό κακό στόν κόσμο; Πῶς μπορεῖ νά παρατηρεῖ ἀπαθῶς τίς ἐκρήξεις τῆς βίας, τῆς ἐκμετάλλευσης καί τῆς ἀδικίας; Γιατί αὐτός ὁ τόσο καλός δέν ἁπλώνει τό παντοδύναμο χέρι του νά στηρίξει τόν ἀδύναμο; Γιατί δέν κραταιώνει τόν δίκαιο καί δέν πατάσσει ἀμείλικτα τούς ἀνόμους;… Ἄρα συμβαίνει μᾶλλον ἕνα ἐκ τῶν δύο: ἤ ὁ Θεός εἶναι ἐντέλει ἀνύπαρκτος καί ὁ Χριστιανισμός πρέπει νά καταχωριστεῖ στά μεγάλα παραμύθια τῆς ἱστορίας ἤ, ἄν ὑπάρχει, μᾶς δημιούργησε μέν, ἀλλά μᾶς ἄφησε ἔπειτα νά παραδέρνουμε στήν τύχη μας!...».
Εἶναι ὅμως ἔτσι τά πράγματα; Ἀδιαφορεῖ πράγματι ὁ Θεός ἀπέναντι στόν θρίαμβο τοῦ κακοῦ καί στά θύματά του; Κι ἄν ὄχι, τί ἀκριβῶς συμβαίνει;
Ἡ ὑπόθεση ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός δέν ἀντέχει οὔτε ὡς ὑποψία στή λογική κρίση. Εἶναι δυνατόν νά προέκυψε αὐτό τό ἀσύλληπτα σύνθετο, ἁρμονικό, πανέμορφο, ἐκπληκτικό σύστημα πού λέγεται κόσμος(=στολίδι), χωρίς κάποιο αἴτιο; Μπορεῖ νά διανοηθεῖ κανείς ὅτι ἕνα φέρ’ εἰπεῖν κτήριο, ἔστω καί ἀτελές, δέν χτίστηκε ἀπό κάποιον, ἀλλά στήθηκε ἔτσι, στήν... τύχη; Ποιός θά τολμοῦσε νά ὑποστηρίξει κάτι τέτοιο; Δέν θά τόν θεωρούσαμε παράλογο; Πῶς λοιπόν ὑποστηρίζουν κάποιοι στά σοβαρά ὅτι τό θαῦμα τοῦ σύμπαντος δέν ἔχει δημιουργό;... Ὁρισμένοι βέβαια προσφεύγουν στά μαθηματικά γιά νά ποῦν ὅτι δέν μποροῦμε θεωρητικά νά ἀπορρίψουμε αὐτή τήν πιθανότητα. Ὡστόσο, ὅπως ἐξηγοῦν οἱ ἐπαΐοντες, ἡ συγκεκριμένη πιθανότητα εἶναι οὐσιαστικά ἀνύπαρκτη γιά τόν ἑξῆς λόγο: Ἡ πιθανότητα νά προκύψει τυχαῖα ἕνα σύμπαν παρόμοιο μέ τό ὑπάρχον εἶναι ἕνα κλάσμα μέ ἀριθμητή τή μονάδα καί παρονομαστή ἐπίσης τή μονάδα μέ τόσα μηδενικά μαζί, πού ἄν γράφονταν θά ἀποτελοῦσαν μιά σειρά μέ μῆκος 1 ὀκτάκις ἑκατομμύριο φορές μεγαλύτερη ἀπό τή διάμετρο τοῦ σύμπαντος πού γνωρίζουμε!... Δέν δικαιώνεται συνεπῶς ὁ ἱερός Ψαλμωδός, πού χαρακτηρίζει ὅποιον σκέφτεται ἔτσι «ἄφρονα» (βλ. Ψα 52,2);
Ἡ ὑπόθεση ἐπίσης ὅτι «Ἐντάξει, ἔστω ὅτι ὑπάρχει Θεός, ἀλλά ὄχι καί ὅτι ἐνδιαφέρεται γιά τά πλάσματά του!» εἶναι κι αὐτή ἀβάσιμη. Δέν θά ἀναφερθῶ ἐδῶ στήν ἀδιάπτωτη, ἀσίγαστη καθημερινή πρόνοιά του γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι ἄλλωστε τόσο ἁπτή! Θά ἀρκεστῶ μόνο νά ὑπενθυμίσω ὅτι γιά χάρη τῆς σωτηρίας ἡμῶν, τῶν ὑβριστῶν του, ἀπό τόν θάνατο καί τή φθορά, ὁ Θεός ἔκανε κάτι τό ἀδιανόητο: Ἔγινε κι αὐτός ἄνθρωπος, μοιράστηκε μαζί μας τό ποτήρι τῆς δυστυχίας μας μέχρι καί τήν τελευταία του σταγόνα, καί τό πιό φοβερό;θυσιάστηκε γιά μᾶς πεθαίνοντας μέ θάνατο φριχτό, σταυρικό! Ἄν αὐτό δέν λέγεται ἐνδιαφέρον ἤ μᾶλλον ἄσωστη, ἀνέκφραστη, ὑπέρλογη παναγάπη, τότε πῶς λέγεται;…
Κάποιοι βέβαια θά ἰσχυριστοῦν ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι μύθοι καί ἰδεοληψίες. Ὅμως πόσο τραγικά ἔξω πέφτουν! Τήν ἀλήθεια τῆς μεγαλειώδους αὐτῆς προσφορᾶς τοῦ σαρκωμένου Θεοῦ δέν τήν ἐγγυᾶται τό ὅποιο ὅποιο τεκμήριο, ἀλλά τό μέγιστο, ἡ ἀνάστασή του ἀπό τούς νεκρούς, ἕνα γεγονός, τό ὁποῖο βεβαιώνουν πλῆθος ἱστορικῶν ἀποδείξεων, πού ἀνάλογες σέ ποσότητα καί ποιότητα δέν ὑπάρχουν γιά κανένα ἄλλο πρόσωπο ἤ περιστατικό τῆς ἱστορίας. Ἀρκεῖ νά σκεφτεῖ κανείς ὅτι οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ, πού κήρυξαν στόν κόσμο ὅτι εἶναι αὐτόπτες τοῦ Ἀναστημένου, δέχτηκαν ἀδίστακτα νά ὑπογράψουν αὐτή τή μαρτυρία τους μέ τό ἴδιο τό αἷμα τους!
Συνεπῶς;… Συνεπῶς δέν ἀπομένει λογικά παρά μόνον ἕνα ἐνδεχόμενο: Ὄχι, ὁ Κύριος τοῦ σύμπαντος καί δημιουργός μας δέν ἀδιαφορεῖ γιά τό κακό πού μαστίζει τή γῆ. Δέν τό παρατηρεῖ μέ ἀπάθεια. Ἁπλά μακροθυμεῖ. Μακροθυμεῖ, ἀναμένοντας μέ λαχτάρα πατρική τήν εἰλικρινῆ μετάνοια τῶν ἐνόχων (βλ. Β´ Πέ 3,9). Θέλει νά τούς δώσει ὅσο τό δυνατόν περισσότερες εὐκαιρίες, ὥστε νά συνειδητοποιήσουν τί κάνουν καί νά ἐπιστρέψουν κοντά του σώφρονες πλέον. Βέβαια ὁ χρόνος αὐτός τῆς μακροθυμίας του δέν εἶναι ἄπειρος. Κάποτε, ἀργά ἤ γρήγορα, θά τελειώσει, θά λήξει. Καί τότε ὅποιος ὑποκλίθηκε στό κακό ἀμετανόητα καί σφραγίστηκε στόν νοῦ καί στά ἔργα του ἀπό τόν Σατανᾶ «θά πιεῖ ἀπό τό κρασί τοῦ θυμοῦ τοῦ Θεοῦ, πού κερνιέται ἀνέρωτο μέ τό ποτήρι τῆς ὀργῆς του, καί θά βασανιστεῖ μέ φωτιά καί θειάφι μπροστά στούς ἁγίους ἀγγέλους καί μπροστά στό ἀρνίο. Καί ὁ καπνός τοῦ βασανισμοῦ τους θά ἀνεβαίνει στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων καί δέν θά μποροῦν νά βροῦν ἀνάπαυση οὔτε μέρα οὔτε νύχτα…» (Ἀπ 14,10 11).
Ὡστόσο, ἀδελφέ μου, ἐσύ πού ρωτᾶς τόν Θεό σάν ἄλλος εἰσαγγελέας «γιατί;», σέ καταλαβαίνω. Ἀπευθύνω κι ἐγώ πολλές φορές τέτοια «κατηγορῶ» στόν Οὐρανό. Ξέρω ὅμως πολύ καλά ὅτι τό κάνω ἐπειδή θέλω νά δικαιώσω τή φιλαυτία μου. Γιά κανέναν ἄλλο λόγο. Ἄς σταματήσουμε λοιπόν τίς ὑπεκφυγές καί τήν ἀναζήτηση «ἄλλοθι», καί στό ξεκίνημα τῆς καινούργιας χρονιᾶς ἄς ὑποσχεθοῦμε στόν Κύριο, πού μᾶς ἀνέχεται σπλαχνικά, νά καινουργιώσουμε καί τή ζωή μας. Νά ἐγκαταλείψουμε ἐπιτέλους τόν ἐπηρμένο θρόνο τοῦ δικαστῆ Καϊάφα καί νά καταφύγουμε μαζί μέ τόν Πέτρο ἔξω, σέ κάποιον πυλώνα δακρύων. Καί τότε εἶναι βέβαιο ὅτι θά ἀντιληφθοῦμε μεμιᾶς τά πάντα...
Εἰς ἔτη πολλά!
Εὐ. Ἀλ. Δάκας
Δρ Θεολογίας - Φιλόλογος