1922 (συνέχεια)
Ὁ Διχασμός πού εἶχε ἐπεκταθεῖ καί στό στράτευμα, ἡ ἐλλειμματική στρατιωτική ἡγεσία (ὁ ἀρχιστράτηγος Χατζανέστης διηύθυνε τίς ἐπιχειρήσεις ἀπό τή Σμύρνη, ἑκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά ἀπό τό Μέτωπο), ὁ ἐλλιπής ἀνεφοδιασμός, ἡ ἐκτεταμένη καί εὐάλωτη γραμμή ἄμυνας, ἡ τελμάτωση τῶν ἐπιχειρήσεων, ἡ ὑπονόμευση τοῦ ἠθικοῦ ἀξιωματικῶν καί στρατιωτῶν ἀκόμη καί ἐκ τῶν ἔσω καί κυρίως ἡ διάχυτη αἴσθηση ὅτι ἦταν θέμα χρόνου ἡ ἀποχώρηση τῆς Ἑλλάδας ἀπό τή Μικρά Ἀσία εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τήν ὁλοκληρωτική κατάρρευση τῆς ἑλληνικῆς ἄμυνας πολύ γρήγορα μετά τήν τουρκική ἐπίθεση. Οὐσιαστικά, ὁ ἑλληνικός στρατός δέν στάθηκε νά πολεμήσει, πραγματοποιώντας μία ἰδιότυπη «ἀπεργία». Ἡ ὑποχώρηση ἐξελίχθηκε σέ ἄτακτη φυγή, ἐνῶ κάποιες μονάδες ἐγκλωβίστηκαν κι αἰχμαλωτίστηκαν. Τήν ὑποχώρηση τοῦ στρατοῦ ἀκολούθησαν κι οἱ ἑλληνικοί πληθυσμοί, πού ἤξεραν ὅτι ἡ ἐπιστροφή τῶν Τούρκων θά σήμαινε τήν ἐξόντωσή τους.
Λαμπρή ἐξαίρεση σέ αὐτήν τήν τραγική εἰκόνα ἀποτέλεσαν τό θρυλικό σύνταγμα 5/42 τοῦ Νικολάου Πλαστήρα, πού κάλυψε τήν ὑποχώρηση τοῦ στρατοῦ, σώζοντας συγχρόνως χιλιάδες πρόσφυγες καί πολεμώντας μέχρι τήν τελευταία στιγμή στά χώματα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἀνάλογη πορεία εἶχε κι ἡ «Ἀνεξάρτητη Μεραρχία», ἡ ὁποία ἔφτασε συντεταγμένα μέχρι τά παράλια, γιά νά μεταφερθεῖ στή Λέσβο, ἀφοῦ διήνυσε 600 χιλιόμετρα σέ ἐχθρικό ἔδαφος, συνοδεύοντας παράλληλα 4.000 πρόσφυγες. Οἱ ὑπόλοιποι στρατιῶτες ἀποτελοῦσαν ἕνα μπουλούκι πού, μαζί μέ τά ὁλοένα αὐξανόμενα ποτάμια προσφύγων, εἶχαν ὡς μόνο στόχο νά φτάσουν στή Σμύρνη καί στά παράλια γιά νά σωθοῦν.
Ἡ μεγαλύτερη τραγωδία ἐξελίχθηκε στό λιμάνι τῆς Σμύρνης, ὅπου εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἑκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες καί κάτοικοι τῆς πόλης ψάχνοντας τρόπο νά σωθοῦν. Τά πλοῖα ὅμως ἔρχονταν μόνο στή χερσόνησο τῆς Ἐρυθραίας, ὅπου μέ τήν κάλυψη τῶν ἑλληνικῶν πολεμικῶν πλοίων ἐπιβιβάζονταν οἱ στρατιῶτες. Ἡ ἑλληνική κυβέρνηση, μέ μία ντροπιαστική ἀπόφαση, ἄφησε τούς Ἕλληνες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας στό ἔλεος τῶν Τούρκων καί δέν ἔδωσε ἄδεια σέ ὅσους Ἕλληνες εἶχαν ὀθωμανική ὑπηκοότητα νά φύγουν. Τήν ὥρα πού ὁ ὕπατος ἁρμοστής Ἀριστείδης Στεργιάδης μέ μία ὑποδειγματική «εὔτακτη» ἀποχώρηση μετέφερε ὄχι μόνο τά ἔγγραφα τῆς ἑλληνικῆς διοίκησης, ἀλλά ἀκόμη καί τά ἔπιπλά του, ὄχι μόνο δέν προειδοποίησε τούς Μικρασιάτες νά φύγουν, ἀλλά καί ἀπαγόρευσε τήν ἀποχώρησή τους. Ἀκολούθησε λεηλασία, βιασμοί καί σφαγές μπροστά στά μάτια τῶν εὐρωπαίων συμμάχων, οἱ ὁποῖοι παρακολουθοῦσαν ἀπό τά πολεμικά πλοῖα πού ἦταν ἀγκυροβολημένα στό λιμάνι τῆς Σμύρνης. Ἡ φρίκη ὁλοκληρώθηκε μέ τήν πυρπόληση τοῦ μεγαλύτερου μέρους τῆς πόλης γλύτωσε μόνον ἡ τουρκική συνοικία. Εὐτυχῶς ὑπῆρξε ἡ παρέμβαση ἑνός ἰδιώτη, τοῦ γραμματέα τῆς YMCA (Χριστιανική Ἀδελφότητα Νέων), Asa Jennings, πού κατόρθωσε νά ἀποσπάσει τήν ἄδεια τῶν Τούρκων, ἀλλά καί νά πιέσει τήν ἑλληνική κυβέρνηση ὥστε νά ἔρθουν πλοῖα πού τελικά μετέφεραν ἑκατοντάδες χιλιάδες Μικρασιάτες στήν Ἑλλάδα.
Ὅπως ἦταν λογικό, ἡ ὀργή τῆς ἑλληνικῆς κοινῆς γνώμης γιά τήν καταστροφή στή Μικρά Ἀσία ἦταν τεράστια. Ἀκολούθησε στρατιωτικό κίνημα στή Χίο καί στή Λέσβο μέ ἐπικεφαλῆς τούς ἀξιωματικούς Νικόλαο Πλαστήρα, Στυλιανό Γονατᾶ καί Δημήτριο Φωκᾶ, πού ἀπαίτησε τήν παραίτηση τοῦ βασιλιᾶ Κωνσταντίνου, τόν σχηματισμό νέας κυβέρνησης καί τήν ἐνίσχυση τοῦ θρακικοῦ μετώπου. Οἱ ἀπαιτήσεις τῶν ἐπαναστατῶν πραγματοποιήθηκαν καί ὁ Κωνσταντῖνος ἀποχώρησε γιά τήν Ἰταλία, ὅπου πέθανε λίγους μῆνες μετά. Κατόπιν ὁρκίστηκε κυβέρνηση ὑπό τόν Σωτήριο Κροκιδᾶ, ἐνῶ ἐκπρόσωπος τῆς Ἑλλάδας στίς διεθνεῖς διαπραγματεύσεις ὁρίστηκε ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος. Ἀκολούθησε ἡ δίκη τῶν ὀκτώ πολιτικῶν καί στρατιωτικῶν ἡγετῶν τῆς ἀντιβενιζελικῆς παράταξης, πού θεωρήθηκαν ὑπεύθυνοι γιά τήν Καταστροφή καί ἡ ἐκτέλεση τῶν ἕξι στό Γουδί. Ἀνάμεσά τους ἦταν ὁ Δημήτριος Γούναρης καί ὁ Ἀναστάσιος Χατζανέστης.
Τούς ἑπόμενους μῆνες ἀκολούθησαν συζητήσεις στή Λωζάννη τῆς Ἐλβετίας, πού ὁδήγησαν στήν ὁμώνυμη συνθήκη Εἰρήνης, ἡ ὁποία ἰσχύει μέχρι καί σήμερα, καί στή σύμβαση γιά τήν ἀνταλλαγή τῶν ἑλλήνων ὀρθοδόξων τῆς Τουρκίας μέ τούς μουσουλμάνους τῆς Ἑλλάδας.
* * *
Ἡ Μικρασιατική Καταστροφή ἀποτέλεσε τήν ταφόπλακα τῆς Μεγάλης Ἰδέας καί τή μεγαλύτερη τραγωδία τῆς ἑλληνικῆς Ἱστορίας. Ὕστερα ἀπό 3.000 χρόνια, στή Μικρά Ἀσία δέν ὑπῆρχε πλέον ἑλληνική παρουσία. Ἡ Ἑλλάδα ἔχασε τά ἐδάφη της στήν ἀντίπερα ὄχθη τοῦ Αἰγαίου καί μαζί τήν εὐκαιρία νά γίνει μία περιφερειακή δύναμη, πού ἔχοντας τόν ἔλεγχο τῶν Στενῶν τοῦ Βοσπόρου θά ἐξελισσόταν σ᾽ ἕνα ἰσχυρό κράτος. Τίς ἑπόμενες δεκαετίες κυριάρχησε ἡ ἐσωστρέφεια καί ἡ ἀπογοήτευση, ἐνῶ διατηρήθηκε τό ἐμφυλιοπολεμικό κλίμα τοῦ Διχασμοῦ μέ ἀποκορύφωση τόν Ἐμφύλιο (19469). Τότε χάθηκε καί ἡ εὐκαιρία γιά προσάρτηση τῆς Κύπρου καί τῆς Βορείου Ἠπείρου καί ἀκολούθησε ἡ κυπριακή τραγωδία τοῦ 1974. Εἶναι ἐνδεικτικό τῆς παρακμῆς τό γεγονός ὅτι, ἐνῶ ἡ ἀναλογία Ἑλλήνων μέ Τούρκους τό 1922 στή Μικρά Ἀσία ἦταν περίπου 1 πρός 2, σήμερα ξεπερνάει τό 1 πρός 8. Τά τελευταῖα χρόνια, ὁ κίνδυνος ἐξ Ἀνατολῶν προβάλλει καί πάλι. Τό διακύβευμα αὐτή τή φορά εἶναι ἡ ἐπιβίωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ ὡς ἀνεξάρτητη ὀντότητα. Εἶναι στό χέρι μας νά ἀνασχέσουμε τήν ὑποχώρηση πού ξεκίνησε μέ τή Μικρασιατική Καταστροφή καί νά ζήσουν τά παιδιά μας σέ μία ἰσχυρή χώρα, στά ἐδάφη ὅπου ἔζησαν οἱ πρόγονοί μας ἐδῶ καί χιλιάδες χρόνια.
Παναγιώτης Μητσόπουλος