Αὐτή τή φορά οἱ μάγοι δέν εἶχαν ξεκινήσει μόνον ἀπ᾽ τήν Ἀνατολή. Εἶχαν ἔρθει ἀπό διάφορα μέρη. Ἕνας ἦταν Ἰσπανός, ἕνα ἀνδρόγυνο ἦταν Ὀλλανδοί, ἕνας ἦταν Ρουμάνος, μία γυναίκα ἦταν Οὐκρανή, δύο ἦταν Ἕλληνες, μία μητέρα μέ τήν κόρη της ἦταν ἐπίσης Ρουμάνα, μία ἦταν Ἀφρικανή.
Σάν ἐκείνους ὅμως τούς παλιούς μάγους, μέ τόν ἴδιο πόθο ζητοῦσαν κι αὐτοί τό ἀστέρι στόν οὐρανό νά τούς δείξει τόν δρόμο. Ἄλλος εἶχε βγεῖ ἀπ᾽ τά εἴδωλα, ἄλλος ἀπ᾽ τόν καθολικισμό, ἄλλοι ἀπ᾽ τήν ἀπιστία, ἄλλος ἀπ᾽ τήν προσφυγιά. Ἄγνωστοι μεταξύ τους, δέν ξέρει ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ἀλλά καί ἄγνωστοι μέσα σ᾽ αὐτήν τήν ξένη χώρα τῆς Εὐρώπης πού βρέθηκαν, ἐπιστήμονες ὅλοι, γιά δουλειά μακριά ἀπ᾽ τήν πατρίδα τους.
Δέν εἶναι εὔκολο νά βρεῖς τό ἀστέρι στόν οὐρανό τῆς Εὐρώπης σήμερα, γιατί εἶναι γεμάτος χριστουγεννιάτικα πυροτεχνήματα καί τό ἀστέρι χάνεται μέσα σ᾽ αὐτά. Ποῦ εἶναι «ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;». Ποῦ θά τόν βροῦν;
Φτάνουν ἔξω ἀπ᾽ τό σπίτι. Ἐδῶ στάθηκε τό ἀστέρι. Ναί, ἦταν σάν σπίτι, ἕνα ἁπλό τετράγωνο κτίσμα. Καί μπαίνουν μέσα.
Ἄ! ἐδῶ εἶναι ὁ Βασιλιάς. Σάν σπίτι ἀπ᾽ ἔξω καί μέσα ἦταν ὀρθόδοξος ναός. Ὁ μοναδικός ὀρθόδοξος ναός σ᾽ ὅλη τήν πόλη, κι αὐτοί οἱ δέκα οἱ μοναδικοί ὀρθόδοξοι χριστιανοί πού ἦρθαν ἐδῶ ἀπόψε νά τόν προσκυνήσουν.
Κλαῖνε ἀπό χαρά, βρῆκαν τόν Βασιλιά! Ἡ θεία Λειτουργία γίνεται σέ ἄγνωστη γι᾽ αὐτούς γλώσσα. Τά καταλαβαίνουν ὅμως ὅλα. Χριστούγεννα εἶναι ἀπόψε ἤ Πεντηκοστή;
Ὥρα νά ἀνοίξουν τά δῶρα τους. «Πάτερ ἡμῶν», ὁ ἱερέας τούς καλεῖ ἕναν ἕναν νά πεῖ ὁ καθένας τό «Πάτερ ἡμῶν» στή γλώσσα τους, ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλον. Ὁ Ἕλληνας κοιτάζει πίσω. Ἄ! ἕνας ἀκόμη ἀκούγεται νά τό λέει Ἑλληνικά. Τά δῶρα μας. Νά, αὐτά ἔχουμε ἐμεῖς ἀπόψε, νεογέννητε Βασιλιά, νά σοῦ προσφέρουμε σ᾽ αὐτήν τήν ξένη χώρα: τή γλώσσα μας, τήν ἐθνικότητά μας, τήν ταυτότητά μας. Τίποτε ἄλλο δέν ἔχουμε. Πάρ᾽ τα ὅλα καί ᾽μεῖς μόνο νά Σέ λέμε Πατέρα.
Μετά τή θεία Λειτουργία γελοῦν ἀπό χαρά πού βλέπουν γύρω τους τούς ἀδελφούς. Μοιράζουν τώρα τά δῶρα μεταξύ τους. Ἄλλος εἶχε φέρει λίγο ψωμί, ἄλλος τυρί, ἄλλος χειμωνιάτικα φροῦτα καί λαχανικά, ἄλλος λίγο κρέας καί κρασί. Ἔφαγαν ὅλοι μαζί, ἔτσι κάτι λίγο, γιά τό καλό, γιά τήν ἀγάπη.
Δυό χῶρες πιό πέρα ἀνατολικά ἀπ᾽ τά σύνορά τους, οἱ καπνοί καί οἱ κρότοι τοῦ πολέμου, πού δέν τελείωσε ἀκόμα, βαραίνουν τόν οὐρανό τῆς Εὐρώπης. Δέν μποροῦν ὅμως νά σκεπάσουν τό τραγούδι τῶν ἀγγέλων γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ, οὔτε τήν εἰρήνη στή γῆ, οὔτε τήν εὐδοκία στίς καρδιές αὐτῶν τῶν δέκα ἀδελφῶν, καί ὁ ἱερέας ἕντεκα, σ᾽ αὐτήν ἐδῶ τή μικρή, κρυμμένη φάτνη.
Ποιός εἶπε ὅτι ἡ Βηθλεέμ εἶναι μιά παλιά ἱστορία; Μιά ξεχασμένη, τελειωμένη ἱστορία; Ἀναχωρώντας ἀπ᾽ αὐτήν τή Βηθλεέμ τῆς καρδιᾶς τους ἐδῶ στήν ξένη γῆ, ἦταν σίγουρο ὅτι αὐτοί οἱ καινούργιοι μάγοι θά ἐπέστρεφαν στά σπίτια τους, στήν πατρίδα τους, ἀπό ἄλλη ὁδό. Ἀπ᾽ τήν ὁδό τῶν ἀστεριῶν, πού σκέπαζαν καί τά πυροτεχνήματα καί τούς κρότους.
Ζ.Γ.
«Ἀπολύτρωσις», Δεκ. 2022