Τή φθινοπωρινή αὐγή τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940, σάν βρόντηξε τό ἡρωικό ΟΧΙ καί ξέσπασε ὁ ἑλληνοϊταλικός πόλεμος, ἕνας 64χρονος μέ σοβαρά προβλήματα ὑγείας τρέχει στά ὑπουργεῖα, στά ἐπιτελεῖα καί ζητᾶ μιά χάρη. Γράφει καί στόν Πρωθυπουργό Ἰωάννη Μεταξᾶ:
«Ἀθῆναι τῇ 18ῃ Νοεμβρίου 1940
Σεβαστέ μου κ. Πρόεδρε,
Τά δύο παιδιά μου εἶναι στρατιῶτες εἰς τόν ἱερόν ἀγῶνα τῆς Πατρίδος μας, τόν πιό ἱερόν ἀπό ὅλους ὅσους διεξήγαγεν ἕως τώρα εἰς τήν ἔνδοξη καί πολυκύμαντη ἱστορία της.
Ἐγώ αἰσθάνομαι ντροπή νά μένω ἐδῶ τή στιγμή πού τά παιδιά τῆς Ἑλλάδος γράφουν μέ τό αἷμα των τέτοιες ἀφθάστου ἡρωϊσμοῦ ἐποποιΐες.
Αἰσθάνομαι νά κοχλάζη μέσα μου νεανικό αἷμα. Τήν 28η Ὀκτωβρίου ἐκάματε κι αὐτό τό θαῦμα. Μᾶς ξαναδώσατε τά 25 μας χρόνια μέ ὅλον τόν ἐνθουσιασμό καί τήν ἑλληνική παλληκαριά τους.
Γι᾽ αὐτό λοιπόν παρακαλῶ νά διατάξητε καί νά μοῦ ἐπιτραπῆ νά πάω κι ἐγώ στό μέτωπο, γιά νά ἀπαθανατίσω μέ τόν χρωστήρα μου καί τόν ἐνθουσιασμό μου κάτι ἀπό τήν ἡρωϊκή ἐποποιΐα πού γράφεται ἐκεῖ ψηλά, στά δοξασμένα καί αἱματόβρεκτα βουνά τῆς Ἠπείρου.
Εἶχα τήν εὐτυχία νά παρακολουθήσω ἀπό τό 1912 τούς ἐθνικούς μας ἀγῶνας ὡς πολεμικός ζωγράφος καί νά βάλω μέ τήν τέχνη μου καί τόν χρωστῆρα μου καί ἐγώ μία πετρίτσα στό προαιώνιο οἰκοδόμημα τῆς Ἑλλάδος.
Μή μοῦ ἀρνηθῆτε, κ. Πρόεδρε, αὐτήν τήν εὐτυχία καί τώρα.
Γ. Προκοπίου, Στρατιωτικός ζωγράφος. Μετάλλιον Στρατιωτικῆς ἀξίας Πολεμικός Σταυρός».
Ἡ ἀπάντηση ἔρχεται:
«ΓΕΝΙΚΟΝ ΣΤΡΑΤΗΓΕΙΟΝ
Πρός τούς Διοικητάς Μεγάλων Μονάδων,
παρακαλουμένους ὅπως διευκολύνωσι εἰς τό ἔργον του τόν ζωγράφον κύριον Γεώργιον Προκοπίου ὅν συνιστῶ ἐνθέρμως.
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 27.11.1940
ὁ ἀρχιστράτηγος
ΑΛ. ΠΑΠΑΓΟΣ».
Μέ ἀκράτητα σκιρτήματα χαρᾶς φεύγει γιά τό Μέτωπο, ἀφήνοντας ἐμβρόντητη τή σύζυγό του.
Ὁ μικρασιάτης ζωγράφος, φωτογράφος καί κινηματογραφιστής Γεώργιος Προκοπίου γεννιέται στόν Μπουρνόβα τῆς Σμύρνης στά 1876. Σπουδάζει στήν Ἀνώτατη Σχολή Καλῶν Τεχνῶν στήν Ἀθήνα κοντά στόν Νικηφόρο Λύτρα καί στόν Γεώργιο Ροϊλό. Ἔρχεται πρῶτος στόν Διεθνῆ Διαγωνισμό Προσωπογραφίας τοῦ Αὐτοκράτορα Μενελίκ Α΄. Διακρίνεται μέ τόν Μεγάλο Σταυρό τοῦ Σολομῶντος καί μέ τόν Αἰθιοπικό Ἀστέρα. Διορίζεται ἰδιαίτερος ζωγράφος τῆς Αὐλῆς τῆς Ἀντίς Ἀμπέμπα.
Μέ τήν κινηματογραφική μηχανή καί τήν παλέτα του δίνει τό «παρών» στήν πρώτη γραμμή τοῦ Μικρασιατικοῦ Μετώπου. Παρευρίσκεται στίς μάχες καί μένει ἐκτεθειμένος στά ἐχθρικά πυρά. Παρακολουθεῖ τίς ἐπιχειρήσεις κινηματογραφώντας καί ζωγραφίζοντας τά πολεμικά γεγονότα. Ὁ συνταγματάρχης Γεώργιος Κονδύλης ἀναγκάζεται νά τόν δέσει, ἐπειδή προκάλεσε ἕναν αἰφνιδιασμό κατά τοῦ ἐχθροῦ. Γράφει ὁ στρατιωτικός: «Ἡ Διοίκησις τοῦ τομέως στίς Σάρδεις ἐπανειλημμένως ἠναγκάσθη νά λάβη μέτρα περιοριστικά τῆς τόλμης τοῦ ἐμπνευσμένου ἐραστοῦ τῆς τέχνης κατά τάς ὑπερβολάς εἰς ἅς ἐτρέπετο ἐν τῇ προσπαθείᾳ του νά συλλάβη καί αὐτάς τάς κινήσεις τοῦ πυροβολοῦντος ἐχθροῦ».
Στό Ἐσκί Σεχίρ τόν συναντᾶ ὁ ξακουστός «Μαῦρος Καβαλάρης», ὁ συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας, καί μέ θαυμασμό περιγράφει τήν ἀντρειοσύνη τοῦ καλλιτέχνη:
«Περιτρέχων καί αὐτάς τάς ἐγγυτέρας πρός τόν ἐχθρόν γραμμάς τῶν ἀκροβολιστῶν, εὑρεθείς πολλάκις ἐν μέσῳ διαρρηγνυομένων ὀβίδων καί βροχῆς σφαιρῶν, ἵνα ἀποτυπώση φευγαλέα ἡρωϊκά ἐπεισόδια δυνάμενα ν᾽ ἀποδοθῶσιν εἰς τήν αἰωνιότητα μόνον διά τοῦ χρωστῆρος, χειριζομένου ὑπό τόσον τολμηροῦ καί ριψοκινδύνου ὅσον καί ἐπιδεξίου καλλιτέχνου».
Ἡ κινηματογράφηση τῆς καταστροφῆς τῆς Σμύρνης δικό του ἐπίτευγμα εἶναι. Ὅταν γύρισε ἀπό τό Μέτωπο, παρουσιάζει 70 πίνακές του στίς αἴθουσες τῆς Σχολῆς Καλῶν Τεχνῶν. Ἡ ἑλληνική κυβέρνηση τοῦ ἀπονέμει τό μετάλλιο Στρατιωτικῆς Ἀξίας.
Ἡ διαφορά τοῦ Προκοπίου ἀπό τούς ἄλλους πολεμικούς ζωγράφους εἶναι πώς αὐτοί ἀκολουθοῦν τό Γενικό Στρατηγεῖο ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς. Στέκονται στό σύνορο, δέν τούς ἀγγίζει ἡ φωτιά τοῦ πολέμου. Ζοῦν τόν ἀντίλαλο τῶν μαχῶν κι αὐτόν μεταφέρουν στά ἔργα τους. Αὐτός ὅμως συμμετέχει ἐνεργά στίς πολεμικές συγκρούσεις, γεύεται τούς καπνούς, τή φρίκη, ἀντικρίζει τόν ἡρωισμό. Μέ τό γλυκό του χαμόγελο στέκεται ἀνάμεσα στούς στρατιῶτες, στούς ἀξιωματικούς, μοιράζεται μαζί τους τό ξερό ψωμί καί τό ἁλμυρό νερό τῆς ἐρήμου καί μάχεται μέ τό δικό του ὅπλο, τό ζωγραφικό κοντύλι.
«Ἐκράτησε τήν παλέττα του ὡς χιλιοκαπνισμένην σημαίαν, δίπλα ἀπό ἐκείνους πού ὡρμοῦσαν εἰς τά ἐχθρικά χαρακώματα κατά τήν διάρκειαν τοῦ πολέμου. Ἐπῆρε εἰς τό τελάρο του τό τελευταῖο τίναγμα τοῦ νεκροῦ, τή ζέστη τοῦ ἀναμμένου πολεμικοῦ οὐρανοῦ, τή φλόγα τοῦ ἐκπυρσοκροτοῦντος τηλεβόλου. Ἐκορφολόγησεν ὅλο τόν ἀπαράμιλλο ἀνθό τῆς ἑλληνικῆς δόξης, προτοῦ τόν θερίσει μέ τό δρεπάνι της ἡ μεγάλη καταστροφή», σημειώνει ὁ δημοσιογράφος Γιῶργος Φτέρης.
Καί τώρα νάτος πάλι, μέ τή φλόγα τῆς νιότης, ντυμένος μέ τή στολή ἐκστρατείας, κρατώντας τή φωτογραφική μηχανή καί τήν παλέτα του, σκαρφαλώνει τά χιονισμένα βουνά τῆς Πίνδου, ἐκεῖ πού γράφτηκαν οἱ χρυσές σελίδες τοῦ βορειοηπειρωτικοῦ ἔπους. Ὁ φακός του συλλαμβάνει ἕλληνες στρατιῶτες πού προχωροῦσαν ἀκάθεκτοι μέσα στό πυκνό χιόνι, ἀλλά καί Ἰταλούς πού παραδίδονταν στόν ἑλληνικό στρατό. Οἱ ἱστορικές αὐθεντικές φωτογραφίες ἀποτελοῦν γιά τόν ἴδιο τόν ζωγράφο πηγή ἔμπνευσης.
Ὁ παγερός Δεκέμβριος τοῦ 1940 τόν βρίσκει μέσα σέ μιά σκηνή νά ζωγραφίζει τόν τελευταῖο του πίνακα, τό Ἀργυρόκαστρο ὑπό βροχή. Ταλαιπωρημένος ὅμως ἀπό τά ἀναπνευστικά προβλήματα καί τίς κακουχίες ἐκπνέει στίς 20 Δεκεμβρίου, καθώς μεταφέρεται στό Τεπελένι. Τό στράτευμα τόν ἔκλαψε κι ἡ ἑλληνική πολιτεία μέ τιμές συνταγματάρχη τόν κήδεψε.
Ὁ γιός τοῦ ἥρωα, Ἄγγελος, μιλᾶ συγκινημένος:
«Τόν θρήνησα πικρά ἀλλά καί μέ καμάρι. Τό πέρασμά του στή ζωή καί στήν τέχνη ἦταν Ἀκριτικό, ὅπως καί ἡ τελευταία εἰκόνα τῆς μορφῆς του στήν Πίνδο, μές στά χιόνια, ὅπου τόν συνάντησα λίγο πρίν πεθάνει».
Κι ἐμεῖς οἱ ἀπόγονοί του τόν ραίνουμε μέ κλαδιά δάφνης καί καταθέτουμε στή μνήμη του αἰώνιο εὐγνωμοσύνης στεφάνι.
Ἑλληνίς
"Ἀπολύτρωσις", Ὀκτ. 2022