Οἱ Ἀργοναῦτες γύρισαν πίσω ἀπό πολύ μακρινά ταξίδια. «Ἔζησαν σέ χιλιάδες διαφορετικά χωριά καί πόλεις ἀπό τήν Ἱσπανία ἕως τήν Ἰνδία, ἀπό τόν παγωμένο ποταμό Ντόν στή βορειοανατολική ἄκρη τοῦ Εὔξεινου Πόντου ἕως τά ἀπομακρυσμένα ὑψίπεδα δίπλα σέ παραποτάμους τοῦ Νείλου».
Ὑπῆρξε ποτέ τό Ἡμεροσκοπεῖον, ἡ Κύμη, ἡ Ταναΐς, τό Παντικάπαιον, ἡ Ἑκατόμπυλος;
Ὅπου πῆγαν δάμασαν τίς θάλασσες, τή βαρβαρότητα, τό χάος, τά εἴδωλα. Ἵδρυσαν δυό αὐτοκρατορίες: ἡ μία τοῦ Ἀλεξάνδρου ὥς τήν Ἰνδία. Γεμάτη πόλεις, πολίτες, πολιτική, πολιτισμό. Ἡ ἄλλη τοῦ Κωνσταντίνου ὥς τόν οὐρανό. Γεμάτη ἐκκλησιές, εἰκόνες, σταυρούς, ἁγίους.
Ἡ περιπλάνηση κάποτε τελείωσε. Γύρισαν πίσω τσακισμένοι. Τό τελευταῖο καράβι ἔφυγε κι ἀπ᾽ τήν αἰολική γῆ. Νωρίτερα εἶχαν φύγει ἀπ᾽ τήν Ἀνατολική Ρωμυλία, τό Μοναστήρι, τή Βόρειο Ἤπειρο. Ἔχασαν τά πιό πολλά, τούς ἔμειναν λίγα. Ἀλλά καί γι᾽ αὐτά τά λίγα φωνές ἁρπακτικές γύρω τους. Ἄλλοι θέλουν τά νησιά καί τή Θράκη, ἄλλοι ὅλη τή Μακεδονία ἤ μόνο τή Θεσσαλονίκη, ἄλλοι τήν ὑπόλοιπη Ἤπειρο.
Οἱ Ἀργοναῦτες φαίνεται ὅτι γύρισαν πίσω ἡττημένοι καί μικροί. Γι᾽ αὐτό οἱ ἐχθροί τούς σαρκάζουν μέ καταφρόνια κι οἱ φίλοι μέ ὑποκρισία, ὅταν βλέπουν πῶς κατάντησε ἕνα μεγάλο ἔ- θνος στά χέρια ἑνός ἀνάξιου καί ἀνυπόληπτου κράτους διαχρονικά. Ἕνα κράτος ὑποχείριο ἀλαζόνων πολιτικῶν καί ἀφρόνων πολιτῶν.
Γι᾽ αὐτό τώρα πού τελείωσε ὁ θρίαμβος γιά τό 1821 καί ὁ θρῆνος γιά τό 1922 εἶναι ὥρα σιωπῆς. Ὁ χαμένος δέν δικαιοῦται νά μιλάει ἤ ἔστω πρέπει νά λέει λίγα. Σιωπῆς καί περισυλλογῆς.
Πές, λοιπόν, ὅτι μᾶς τά ᾽διναν πίσω ὅλα αὐτά πού χάσαμε. Τί θά τά κάναμε; Ποιούς θά στέλναμε νά τά κατοικήσουν καί νά τά φυλάξουν, ὅταν ἐρήμωσε ἀπό Ἕλληνες ἡ ἴδια ἡ μικρή Ἑλλάς πού μᾶς ἀπέμεινε;
Τό πιό σοβαρό ὅμως εἶναι ὅτι ὅσοι ἔμειναν πίσω σ᾽ αὐτές τίς παλιές, τίς χαμένες, τίς ἀξέχαστες πατρίδες κρυφά ἤ φανερά θυμοῦνται τή μητέρα Ἑλλάδα. Γιατί τελικά ἡ μόνη ἀληθινή πατρίδα εἶναι ἡ μνήμη.
«Ἐμεῖς πού ἄλλοτε ταξιδεύαμε
στά βαθιά κύματα τοῦ Αἰγαίου,
εἴμαστε θαμμένοι στή γῆ τῶν Ἐκβατάνων.
Χαῖρε, ξακουσμένη πατρίδα, Ἐρέτρια.
Χαῖρε, Ἀθήνα.
Χαῖρε, ἀγαπημένη θάλασσα»,
ἔγραφε μιά ταφόπλακα στά παλιά χρόνια στή Βαβυλώνα. Ἡ Ἑλλάδα δέν τούς θυμᾶται.
«Νά τούς σταλεῖ ἔστω καί μιά πέτρα ἀπ᾽ τήν Ἑλλάδα, γιά νά ᾽χουν κάτι κοντά τους ἀπ᾽ τήν προγονική πατρίδα», παρακαλοῦσε συγκινητικά τήν ἑλληνική πρεσβεία στή Ρώμη ὁ δήμαρχος τῆς ἑλληνόφωνης πόλης Καλημέρα, στήν Ἀπουλία τῆς Κάτω Ἰταλίας. Παρακαλοῦσαν γιά μιά πέτρα, παρακαλοῦσαν γιά ἑλληνικά σχολεῖα.
Καί στά σύνορα Ἀφγανιστάν - Πακιστάν φυλές, ὅπως οἱ Καλάς, θυμοῦνται ἀκόμη ὅτι εἶναι ἀπ᾽ τή γενιά τοῦ Ἀλεξάνδρου.
Ἡ Ἑλλάδα μποροῦσε μέχρι σήμερα νά εἶναι ἤ νά ξαναγίνει ἡ μόνη ἀκατάλυτη αὐτοκρατορία τοῦ κόσμου. Ἡ πνευματική αὐτοκρατορία. Ἀφοῦ «δέν ὑπάρχει κάτι πού νά μήν τό ἔγραψαν ἤ νά μήν τό σκέφτηκαν οἱ Ἕλληνες», κατά τή γαλλίδα ἀκαδημαϊκό. Ἔπρεπε ὅμως νά νοιαζόμασταν ὅλοι, πολιτικοί καί πολίτες, παντοῦ ὅπου ὑπάρχουν Ἕλληνες ἑλληνόφωνοι ἤ μετέχοντες τῆς ἑλληνικῆς παιδείας νά ὑπάρχουν ἑλληνικά σχολεῖα, ἑλληνορθόδοξοι ναοί, ἀναγνωρισμένες ἑλληνικές κοινότητες. Ἀπό κεῖ καί πέρα ἐμεῖς μπορούσαμε νά κοιμηθοῦμε ἥσυχοι. Ἡ μικρά ζύμη θά ἔκανε μόνη της τή δουλειά της, νά ζυμώσει ὅλο τό φύραμα τῆς γῆς.
«Ἐδῶ στήν Ὀρτυγία τῆς Σικελίας, στίς Συρακοῦσες, θά ἤθελα νά ἔχω μιά καλύβα μέ θέα τό Ἰόνιο καί τήν αἰώνια παρουσία τῆς Μεγάλης Ἑλλάδας», δήλωσε πρόσφατα ἕνας γερμανός ποιητής.
«Ἡ λογοτεχνία μας σβήνει καί πρέπει νά ἐπιστρέψει στήν Ἑλλάδα» γιά νά ξαναζήσει, δήλωσε ἕνας γάλλος συγγραφέας. «Οἱ Ἕλληνες θά κρίνουν, ἄν ἀξίζουμε τήν ἐλεημοσύνη τους».
Οἱ Ἀργοναῦτες μετά ἀπό χιλιάδες χρόνια ταξίδια μαζεύτηκαν σ᾽ αὐτήν ἐδῶ τή μικρή γωνιά. Τί τούς ἀπέμεινε ἀπ᾽ τούς ἀπέραντους ὁρίζοντες τῶν αὐτοκρατοριῶν;
Ἡ Μεγάλη Ἑλλάς εἶναι τόσο μικρή ὅσο ἕνας σπόρος. Εἶναι ὥρα νά ξανασπείρουμε τόν σπόρο μέσα μας. Αὐτό εἶναι τό δύσκολο. Ἐάν τό κάνουμε, τά πράγματα θά εἶναι πολύ πιό εὔκολα μέ τούς ἄλλους πού περιμένουν ξανά ἀπό μᾶς τή Ζωή.
Ζ.Γ.