Ὁ ἐθνικός διχασμός παγιώνεται
1916 (συνέχεια)
Τήν ὥρα πού, λόγῳ τῆς αὐξανόμενης ὄξυνσης ἀνάμεσα σέ Βενιζελικούς καί Ἀντιβενιζελικούς, οἱ ἐπικείμενες ἐκλογές τοῦ Σεπτεμβρίου ὅδευαν πρός ματαίωση, παρουσιάστηκε μία τελευταία εὐκαιρία συμφιλίωσης. Στίς 16 Αὐγούστου ἡ Ρουμανία μπῆκε στόν πόλεμο στό πλευρό τῆς Ἀντάντ καί ἡ κυβέρνηση Ζαΐμη ξεκίνησε ἐκ νέου διαπραγματεύσεις μέ τούς Ἀγγλογάλλους. Ὁ Βενιζέλος μάλιστα ἔδειχνε θετικός γιά συμμετοχή σέ μία οἰκουμενική κυβέρνηση. Οἱ συζητήσεις ὅμως ἀποδείχτηκαν προσχηματικές, καθώς ὁ Κωνσταντῖνος δέν εἶχε καμιά πρόθεση γιά συμμετοχή στόν πόλεμο.
Τό ἴδιο διάστημα εἴχαμε ἐξελίξεις στή Θεσσαλονίκη, ὅπου ἐκδηλώθηκε τό κίνημα τῆς «Ἐθνικῆς Ἄμυνας». Εἶχε ὀργανωθεῖ ἀπό στελέχη τῶν Φιλελευθέρων μέ τή βοήθεια τοῦ γάλλου στρατηγοῦ Σαράιγ. Ὁ Βενιζέλος ὡστόσο θεώρησε τό κίνημα «πρόωρο». Τίς ἑπόμενες μέρες ἔφτασε στόν Πειραιά ὁ στόλος τῆς Ἀντάντ πού ἀποβίβασε γάλλους στρατιῶτες. Αὐτοί κατέλαβαν τό ταχυδρομεῖο, τό τηλεγραφεῖο καί τόν ἀσύρματο, ἐνῶ ἄγγλοι καί γάλλοι πράκτορες συνέλαβαν καί ἀπέλασαν 50 γερμανούς πράκτορες. Ἡ Ἀντάντ ἀπαίτησε τήν ἄμεση διάλυση τῶν Ἐπιστράτων καί τήν ἀναβολή τῶν ἐκλογῶν. Ἡ κυβέρνηση Ζαΐμη παραιτήθηκε καί ἀντικαταστάθηκε ἀπό ὑπηρεσιακή μέ πρωθυπουργό τόν Νικόλαο Καλογερόπουλο, τήν ὁποία ὅμως ἡ Ἀντάντ δέν ἀναγνώρισε.
Τίς ἑπόμενες μέρες οἱ Γερμανοβούλγαροι ὁλοκλήρωσαν τήν κατάληψη τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας (30 Αὐγούστου ἡ κατάληψη τῆς Καβάλας), ἐνῶ τό Δ΄ Σῶμα Στρατοῦ, πού ἕδρευε στήν περιοχή, παραδόθηκε ἀμαχητί καί μεταφέρθηκε στή Γερμανία γιά τό ὑπόλοιπο τοῦ πολέμου. Στή διάρκεια τῆς Βουλγαρικῆς Κατοχῆς (1916-1918), ὁ ἑλληνικός πληθυσμός στίς πόλεις καί τά χωριά ὑπέστη διώξεις, λιμοκτονία, ὁμηρίες, καθώς καί συλλήψεις, φυλακίσεις, βιαιοπραγίες καί βασανισμούς. Ἡ ἐξέλιξη αὐτή ὤθησε τόν Βενιζέλο νά δράσει ἀποφασιστικά. Στίς 12 Σεπτεμβρίου πῆγε στά Χανιά, ὅπου σέ ἔνοπλο συλλαλητήριο συγκροτήθηκε «Προσωρινή Κυβέρνηση» ἀπό τήν «Τριανδρία» τῶν Βενιζέλου, ναυάρχου Κουντουριώτη καί στρατηγοῦ Δαγκλῆ. Στή συνέχεια μετέβησαν στή Θεσσαλονίκη, πού ἀποτέλεσε τήν ἕδρα τους. Οὐσιαστικά εἴχαμε τή διάσπαση τῆς χώρας σέ «κράτος τῶν Ἀθηνῶν» καί «κράτος τῆς Θεσσαλονίκης», τό ὁποῖο περιελάμβανε τή Μακεδονία, τήν Κρήτη καί τά νησιά τοῦ Ἀνατολικοῦ Αἰγαίου. Πρῶτο μέλημα τῆς Προσωρινῆς Κυβέρνησης, πού ἡγήθηκε τοῦ κινήματος τῆς «Ἐθνικῆς Ἄμυνας», ἦταν ἡ συγκρότηση στρατοῦ, πού θά πολεμοῦσε στό πλευρό τῆς Ἀντάντ στή Μακεδονία. Ἡ στρατολογία ὡστόσο συνάντησε δυσκολίες κι ἀντίδραση, ἰδιαίτερα ἀπό τούς Ἐπιστράτους, ἐνῶ καί ἡ στήριξη τῆς Ἀντάντ ἦταν περιορισμένη. Στίς 24 Νοεμβρίου ἡ Προσωρινή Κυβέρνηση κήρυξε τόν πόλεμο στίς Κεντρικές Δυνάμεις (τή Γερμανία καί τούς συμμάχους της).
Ἀκολούθησαν διαπραγματεύσεις τῶν Γάλλων, πού εἶχαν τήν κύρια εὐθύνη γιά τό μακεδονικό μέτωπο, μέ τήν πλευρά τοῦ Κωνσταντίνου, πού ἀνησύχησε ἀπό τή δημιουργία τῆς Προσωρινῆς Κυβέρνησης. Ὁ ἴδιος μάλιστα πρότεινε τήν παράδοση τοῦ πολεμικοῦ ὑλικοῦ τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, γιά νά καθησυχάσει τήν Ἀντάντ γιά ἐνδεχόμενη ἐπίθεση στά νῶτα της. Σέ ἀντάλλαγμα ζήτησε νά μήν ἀναγνωριστεῖ καί νά μήν ἐπεκταθεῖ ἡ Προσωρινή Κυβέρνηση καί νά διασφαλιστεῖ ὁ θρόνος του. Ὡστόσο, ὅταν οἱ Γάλλοι ἀπαίτησαν τήν παράδοση μέρους τοῦ πολεμικοῦ ὑλικοῦ, οἱ φανατικοί ὑποστηρικτές του ἀντέδρασαν καί σύντομα κι ὁ ἴδιος ἄλλαξε γνώμη. Ἀκολούθησε στίς 18 Νοεμβρίου ἀποβίβαση συμμαχικῶν ἀγημάτων στήν Ἀθήνα, τά ὁποῖα ὅμως ἀποκρούστηκαν ἀπό Ἐπιστράτους μέ βαρειές ἀπώλειες, καί βομβαρδισμός ἀπό τόν συμμαχικό στόλο. Στή συνέχεια οἱ Ἐπίστρατοι στράφηκαν ἐνάντια στούς ὑποστηρικτές τοῦ Βενιζέλου κακοποιώντας καί φυλακίζοντας ἀρκετούς. Οἱ ἐξελίξεις αὐτές ἀφενός ἐξόργισαν τούς Γάλλους κι ἀφετέρου προκάλεσαν τήν κήρυξη τοῦ Κωνσταντίνου ὡς ἔκπτωτου ἀπό τήν Προσωρινή Κυβέρνηση, ἡ ὁποία ἐπίσης συνέλαβε Κωνσταντινικούς ὡς ὁμήρους σέ ἀντίποινα. Ἀποκορύφωμα τῆς ὄξυνσης ἦταν ἡ τελετή τοῦ «Ἀναθέματος» κατά τοῦ Βενιζέλου ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο στό Πεδίον τοῦ Ἄρεως. Ἐκδόθηκε μάλιστα ἔνταλμα σύλληψης τοῦ ἴδιου τοῦ Βενιζέλου γιά ἐσχάτη προδοσία.
Τούς ἑπόμενους μῆνες ἀναγνωρίστηκε ἀπό τήν Ἀντάντ (ἐκτός Ἰταλίας) ἡ Προσωρινή Κυβέρνηση τῆς Θεσσαλονίκης, ἡ ὁποία ἐπεκτάθηκε στίς Κυκλάδες. Ἐπίσης, ἡ Ἀντάντ ἐπέβαλε ναυτικό ἀποκλεισμό τῶν ἑλληνικῶν παραλίων, θεωρώντας ὅτι ἡ πείνα θά κάμψει τή λαϊκή ὑποστήριξη στόν Κωνσταντῖνο. Παρά τά πολλά θύματα, οἱ περισσότεροι ἀπέδωσαν τήν εὐθύνη γιά τόν ἀποκλεισμό στόν Βενιζέλο. Ὅπως ἀποκαλύφθηκε πάντως ἐκ τῶν ὑστέρων ἀπό τά ἀρχεῖα, ἡ παράταξη τοῦ Κωνσταντίνου προσπαθοῦσε νά κερδίσει χρόνο, γιά νά ἐκμεταλλευτεῖ μία ἐπίθεση τῶν Γερμανοβουλγάρων σέ συνδυασμό μέ ἐπίθεση ἀνταρτικῶν σωμάτων πού εἶχε ὀργανώσει στά νῶτα τοῦ ἀγγλογαλλικοῦ στρατοῦ τῆς Θεσσαλονίκης. Ὡστόσο, οἱ Γερμανοί δέν ἦταν ἕτοιμοι γιά μία τέτοια ἐπίθεση κι ἔτσι ἡ κυβέρνηση τῆς Ἀθήνας ἀναγκάστηκε νά ὑποχωρήσει στό τελεσίγραφο τῶν δυνάμεων τῆς Ἀντάντ καί νά διαλύσει τυπικά τούς Ἐπίστρατους, νά ἀποδώσει τιμές στίς τέσσερις συμμαχικές σημαῖες καί νά ἀπελευθερώσει 317 πολιτικούς κρατουμένους. Παρόλο ὅμως, πού οἱ τρεῖς χῶρες τῆς Ἀντάντ ἦταν ἕτοιμες νά ἄρουν τόν ἀποκλεισμό, ἐφόσον ὁ στρατός τοῦ Κωνσταντίνου μεταφερόταν στήν Πελοπόννησο, ἡ Γαλλία ἦταν ἀποφασισμένη νά ἐκδιώξει τόν Κωνσταντῖνο κι ἔτσι ὁ ἀποκλεισμός συνεχίστηκε καί τούς ἑπόμενους μῆνες ἀδικαιολόγητα.
Παναγιώτης Μητσόπουλος