Ὅταν ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ ἔφυγε ἀπ’ τόν τόπο του χωρίς νά ξέρει ποῦ πάει καί ζοῦσε ξένος καί περιπλανώμενος σέ σκηνές, χωρίς πατρίδα· ὅταν -γέρος πιά καί ἄτεκνος κοιτοῦσε στόν οὐρανό τ’ ἀστέρια γιά νά ὑπολογίσει τούς ἀπογόνους του, γιατί ἔτσι ἔλεγαν οἱ ἐπαγγελίες· ὅταν, τέλος, μπροστά στόν μονάκριβο Ἰσαάκ, ἕτοιμος νά τόν θυσιάσει, πίστευε ὅτι καί πάλι θά ἐκπληρωθοῦν οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ, ἴσως ἀπ’ τίς στάχτες τοῦ παιδιοῦ του -ποιός ξέρει; ὁ Θεός μόνο ξέρει καί θά εἶχε ἀμέτρητους ἀπογόνους, ὅσο ἡ ἄμμος τῆς θάλασσας, θά ἔλεγε κανείς ὅτι μπροστά σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο εἴχαμε τελειώσει μ’ αὐτό πού λέγεται «πίστις».
Δέν εἴχαμε ὅμως τελειώσει. Εἴχαμε μόλις ἀρχίσει.
Ὁ Ἰσαάκ τελικά ἔζησε. Ὅλα ἦταν μιά δοκιμασία γιά τόν πατέρα. Ἡ ἀναρίθμητη γενιά τοῦ Ἀβραάμ μποροῦσε πλέον νά γίνει πραγματικότητα. Τό νῆμα τῆς ἐπαγγελίας εἶχε ἀρχίσει νά ξετυλίγεται.
Ὅμως δέν εἴχαμε τελειώσει. Εἴμαστε στήν Ἰερουσαλήμ, στόν κῆπο τοῦ μνημείου. Ἄν ζοῦσε ὁ γενάρχης Ἀβραάμ, θά πάλευε τρομερά σήμερα μέ τή μεγαλύτερη ἀπειλή τῆς πίστεώς του. Γιατί ὁ Ἰσαάκ τελικά ἔζησε. Αὐτός ὅμως ὁ Υἱός πέθανε. Τό νῆμα τῆς ἐπαγγελίας πού δόθηκε στόν Ἀβραάμ καί ξετυλιγόταν ὁμαλά γιά ἑκατοντάδες χρόνια ἀπό γενιά σέ γενιά, σήμερα κόπηκε. Μέσα στό μνημεῖο τοῦ κήπου στήν Ἰερουσαλήμ εἶναι θαμμένος ὁ Μεσσίας τῶν προφητῶν, ἡ ἐλπίδα τοῦ Ἰσραήλ, τρεῖς μέρες τώρα. Ὁ Ἀβραάμ δέν ἦταν ἐκεῖ. Τούς μαθητές πού ἦταν τούς κατάπιε ἡ λύπη.
Τώρα εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα τῆς πίστεως.
Σέ κείνη τή μακρινή, ἀπόκοσμη ἐποχή τοῦ Ἄβελ, τοῦ Ἐνώχ, τοῦ Νῶε, τοῦ Ἀβραάμ καί ὅλων τῶν πρώτων πατέρων εἴχαμε τίς ἀπαρχές τῆς πίστεως. Ἦταν μία πίστη μεγαλειώδης, ἀλλά ἀσχημάτιστη ἤ καλύτερα μέ ἕνα πολύ ἁδρό σχῆμα: ὅτι ὑπάρχει ἕνας Θεός πού ἔκανε τούς αἰῶνες καί τά σύμπαντα καί γίνεται μισθαποδότης σ’ αὐτούς πού τόν ἀναζητοῦν μέ τή δίκαιη ζωή τους.
Τώρα μέ τούς μαθητές ἡ πίστη παίρνει σχῆμα συγκεκριμένο. Δέν εἶναι ἰδέα, δέν εἶναι ἀντίληψη, δέν εἶναι σκέψη, δέν εἶναι αἴσθημα. Εἶναι αἴσθηση μέσα ἀπ’ τά αἰσθητήρια ὄργανα. Ἔχει σχῆμα ἀνθρώπου. Δέν βλέπουν ἀπό ποῦ μπαίνει, εἶναι σάν ἀέρας, ἀφοῦ οἱ πόρτες εἶναι κλειστές, ἀπ’ αὐτή τήν ἄποψη μποροῦσες νά τόν πεῖς καί φάντασμα. Ἀλλά μετά βλέπουν ὅτι ἔχει χέρια, πόδια, πλευρά. Βλέπουν λεπτομέρειες ἐπάνω Του, βλέπουν σημάδια πού θυμίζουν καρφί. Τρώει μαζί τους, μιλάει, ἐξηγεῖ. Ξαναφεύγει σάν ἀέρας, ξαναέρχεται. Σαράντα μέρες. Τί νά πιστέψουν;
Οἱ παλαιοί πατέρες πίστευαν κοιτώντας ψηλά στόν οὐρανό. Ὁ ἕνας καί μοναδικός Θεός πού πίστευαν ἦταν ὁ Δημιουργός. Πίστευαν, λοιπόν, κοιτώντας τή λάμψη τῶν ἄστρων, τά νερά τῆς βροχῆς καί τῶν θαλασσῶν, τήν εὐλογία τῆς ζωῆς καί τῆς καρποφορίας. Ὅλα αὐτά ἦταν ἐπαρκής μαρτυρία γιά τήν ὕπαρξή του.
Οἱ μαθητές, γιά νά πιστέψουν, πρέπει νά κοιτάξουν βαθιά μέσα στό χῶμα, στή σκοτεινιά τοῦ θανάτου. Ἐκεῖ σέ μιά ἄκρη μέσα στή γῆ θά δοῦν τίς ταινίες πού τύλιξαν τόν Ἑσταυρωμένο ἄδειες, χωρίς σῶμα μέσα τους, καί τό κάλυμμα πού σκέπασαν τό κεφάλι Του ἀφημένο καί τακτοποιημένο λίγο πιό πέρα. Ἦταν ἡ ἀδιάψευστη μαρτυρία γιά τήν Ἀνάστασή Του.
Καί μετά τούς μαθητές ἤρθαμε ἐμεῖς, πού δέν εἴδαμε. Καί πῶς θά πιστέψω, ἀφοῦ δέν εἶδα;
«Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες». Εἶχε πλέον φτάσει ἡ ὥρα τῆς πίστεως γιά ὅλους.
Ζ.Γ.