Στίς βορειοανατολικές ἀκτές τῆς Μικρᾶς Ἀσίας δεσπόζει ὁ Πόντος. Στήν ἀρχαιότητα γίνεται πεδίο ἔντονου ἑλληνικοῦ ἀποικισμοῦ. Πρώτη ἡ Μίλητος τῆς Ἰωνίας ἀναπτύσσει μεγάλη ἀποικιακή δραστηριότητα τόν 8ο αἰ. π.Χ. στά παράλια τοῦ Εὔξεινου Πόντου. Χτίζει πρῶτα τή Σινώπη, πού ἀποτελεῖ ἀφετηρία τοῦ ἐξελληνισμοῦ τῶν παραθαλάσσιων περιοχῶν.
Ἡ ἐπιβλητική Σινώπη, περίτεχνα κτισμένη, ἀναδεικνύεται σέ ἀξιόλογο λιμάνι, ἀποκτώντας πολυάριθμο στόλο. Ὁ ρήτορας Ἰσοκράτης στόν «Πανηγυρικό» του ὁριοθετεῖ: «Ἀπὸ δὲ Κνίδου μέχρι Σινώπης Ἕλληνες τὴν Ἀσίαν παροικοῦσι».
Ἀπό τή Σινώπη κατάγεται ὁ περίφημος φιλόσοφος τοῦ 4ου αἰ. π.Χ. Διογένης ὁ Κυνικός. Μ᾽ ἕνα μακρύ ραβδί κι ἕνα σάκκο κυκλοφορεῖ στούς δρόμους τῆς Ἀθήνας καί κοιμᾶται κάτω ἀπό τήν Ἀκρόπολη μέσα σ᾽ ἕνα πιθάρι. Περιοδεύει ἑλληνικές πόλεις κι ὁ λαός τόν ἀγαπᾶ, γιατί οἱ θεωρίες του συνταιριάζονται μέ τή ζωή του.
Στό Κρανεῖο τῆς Κορίνθου τόν βλέπει ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος νά ἡλιάζεται.
- Εἶμαι ὁ Ἀλέξανδρος, ὁ μέγας βασιλεύς!
- Καί ἐγώ εἶμαι ὁ Διογένης, ὁ κύων.
- Ζήτησέ μου ὅ,τι θέλεις!
- «Μικρὸν ἀπὸ τοῦ ἡλίου μετάστηθι!»
Ὁ φιλόσοφος τοῦ ζητᾶ νά κάνει λίγο πιό πέρα, γιατί τοῦ κρύβει αὐτό πού δέν μπορεῖ νά τοῦ δώσει, τόν ἥλιο.
Κι ὁ μέγας στρατηλάτης ἔκπληκτος ἀναφωνεῖ:
-«Ἀλλὰ μὴν ἐγώ, εἰ μὴ Ἀλέξανδρος ἤμην, Διογένης ἂν ἤμην!», ἄν δέν ἤμουν ὁ Ἀλέξανδρος, θά ἤθελα νά ἤμουν ὁ Διογένης!
Ὁ Διογένης ἦταν τότε μετά τόν Μέγα Ἀλέξανδρο ὁ πιό διάσημος στήν Ἑλλάδα.
Ἄλλοι ἐπιφανεῖς Σινωπίτες εἶναι ὁ κωμωδιοποιός Διόδωρος, ὁ δραματοποιός Δίφιλος, ὁ Κρατεύας, βοτανολόγος καί γιατρός τοῦ Μιθριδάτη τοῦ Εὐπάτορα, γιά τόν ὁποῖο παρασκεύαζε ἀντίδοτα σέ ὅλα τά δηλητήρια. Ὁ ἐπιστήμων Θεόπομπος εἶναι ὁ πρῶτος πού ἔγραψε «Περί Σεισμῶν».
Ἡ Σινώπη στό διάβα τῶν αἰώνων μάχεται κατά ποικίλων ἐχθρῶν. Δίκαια οἱ ἱστορικοί τῆς δίνουν τό ἐπίθετο «ἡ ἀνυπότακτη». Στά κακοτράχαλα βουνά τοῦ Πόντου τά ἡρωικά ἀνταρτικά της σώματα ἀντιστέκονται μέχρι τελευταίας ρανίδος τοῦ αἵματός τους κατά τῶν δυνάμεων τοῦ Κεμάλ.
Μετά ὅμως ἀπό τό μαρτυρικό 1922 οἱ Σινωπίτες ἐξορίζονται ἀπό τήν ἀρχαία κοιτίδα τους. Μέ τό ὄνομα τῆς μάνας-πατρίδας τους χτίζουν τή Νέα Σινώπη Πρεβέζης. Σήμερα, κάθε νέος Σινωπίτης ἔχει πάνω ἀπό τέσσερα παιδιά. Εἶναι ἐλπιδοφόρο, γιατί μέ τήν τεκνογονία τους ἀπαντοῦν στό μεῖζον πρόβλημα τῆς Ἑλλάδας, τήν ὑπογεννητικότητα.
Στήν παραλιακή πόλη Κοτύωρα*, ἀποικία τῆς Σινώπης, ἠχεῖ τό 400 π.Χ. ἡ κραυγή «θάλαττα, θάλαττα!», ζητωκραυγή χαρᾶς κι ἀνακούφισης τῶν στρατιωτῶν μέ ἀρχηγό τόν Ξενοφώντα. Εἶναι ἡ περίφημη «κάθοδος τῶν Μυρίων», δέκα χιλιάδων ἑλλήνων μισθοφόρων. Ὕστερα ἀπό ἀπίστευτες κακουχίες, πού ἀντιμετωπίζουν στόν δρόμο τοῦ γυρισμοῦ τους ἀπό τή Βαβυλώνα στόν Εὔξεινο Πόντο, σταθμεύουν σαραπέντε μέρες στά Κοτύωρα. Ἡ ἐκστρατεία καί τό ταξίδι «τῆς κινούμενης ἑλληνικῆς πόλης», ὅπως χαρακτηρίστηκαν οἱ «Μύριοι», καταγράφεται ἀπό τόν ἱστορικό Ξενοφώντα στό ἔργο του «Κύρου Ἀνάβασις».
Στούς βόρειους πρόποδες τῶν Ποντιακῶν Ἄλπεων βρίσκεται τό διαμάντι τῆς Μαύρης Θάλασσας, ἡ ὡραιότερη πόλη τοῦ Πόντου, ἡ Τραπεζούντα, ἀποικία τῆς Σινώπης κι αὐτή, μεγάλο ἀστικό καί πολιτιστικό κέντρο τῶν Ἑλλήνων. Ζεῖ δόξες καί καταστροφές, μά παραμένει ἑλληνική γιά 2.678 χρόνια μέχρι τό 1922. Εἶναι ἡ πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας τῶν Μεγάλων Κομνηνῶν, τό λιμάνι γιά τόν Δρόμο τοῦ Μεταξιοῦ (δίκτυο ἐμπορικῶν δρόμων), ἡ συνάντηση τῆς Δύσης μέ τήν Ἀνατολή, τό καταφύγιο τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Ὁ ἅγιος Εὐγένιος εἶναι πολιοῦχος τῆς Τραπεζούντας. Ἐδῶ γεννιέται, διδάσκει καί ἀποκεφαλίζεται γιά τή βαθειά του πίστη στόν Χριστό κατά τόν σκληρό διωγμό τοῦ Διοκλητιανοῦ.
Χρονιά ὁρόσημο γιά τήν Τραπεζούντα εἶναι τό 1204 μ.Χ. Λόγῳ τῆς κατάληψης τῆς Πόλης ἀπό τούς σταυροφόρους τοῦ πάπα, ὁ Ἀλέξιος Κομνηνός ἱδρύει τήν αὐτοκρατορία τῆς Τραπεζούντας, πού πρωτοπορεῖ στό ἐμπόριο καί στά γράμματα. Καραβάνια ἀπό χίλιες καμῆλες διοχετεύουν σ᾽ αὐτήν τά ἄριστα ἐμπορεύματά τους.
Τό «Φροντιστήριον» τῆς Τραπεζούντας ἀπό τό 1682 ὥς τό 1922 ἀποτελεῖ πνευματικό φάρο τῆς Ἀνατολῆς. Στήν ἀνέγερσή του βοήθησαν μεγάλοι εὐεργέτες. Χτισμένο σέ ἰωνικό ρυθμό, μέ λευκά κιονόκρανα, διαθέτει 40 φωτεινές αἴθουσες διδασκαλίας πού βλέπουν πρός τόν Εὔξεινο Πόντο. Στέγαζε δύο Δημοτικά, δύο Γυμνάσια, μία ἐμπορική σχολή, κλειστό γυμναστήριο καί ἐργαστηριακούς χώρους. Ἀπό τά ἕδρανά του ἀποφοίτησαν ἄνθρωποι τοῦ πνεύματος, πού μέ τή σοφία καί τά συγγράμματά τους συνέβαλαν στήν ἀναγέννηση τοῦ ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Θαυμάσιο δεῖγμα βυζαντινῆς ἀρχιτεκτονικῆς εἶναι ἡ ἐκκλησία τῆς Παναγίας Χρυσοκεφάλου, ὁ πρῶτος μητροπολιτικός ναός καί αὐτοκρατορικός ταφικός ναός τῶν Κομνηνῶν. Ἀλλά καί τά ὑπέροχα ἀνάγλυφα τοῦ αὐτοκρατορικοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας, 13ου αἰώνα, εἶναι ἔμπνευση καί τέχνη ἀποκλειστικά βυζαντινή. Οἱ ἀξιόλογες τοιχογραφίες του ἀπεικονίζουν πάνω ἀπό 50 βιβλικές σκηνές.
Μιά ἀτέλειωτη ἁλυσίδα μέ πανέμορφες πόλεις, γραφικά χωριουδάκια μέ εἰδυλλιακά τοπία, κατακλύζει τόν Εὔξεινο Πόντο. Ἀπ᾽ ὅλες τίς περιόδους τῆς ἱστορίας του -τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, ἑλληνιστικῆς, ρωμαϊκῆς, βυζαντινῆς καί τῆς ὀθωμανοκρατίας- κρατᾶ ὑπολείμματα τοῦ μεγαλείου του. «Βαθεῖα Ἑλλάδα» ὀνόμαζαν τόν Πόντο, πού ὥς τή Γενοκτονία τοῦ Ἑλληνισμοῦ μεταλαμπάδευε ἀπό γενιά σέ γενιά τήν ὀρθόδοξη πίστη καί τήν ἑλληνική παιδεία. Ἡ Ἐθνεγερσία τοῦ 1821 μέ πρωτοπόρο Πόντιο ξεκινᾶ, τόν Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη, καί λήγει πάλι μέ Πόντιο ἐπικεφαλῆς, τόν ἀδελφό του Δημήτριο, πού δίνει στήν Πέτρα τῆς Βοιωτίας τήν τελευταία μάχη τοῦ ἐθνικοαπελευθερωτικοῦ Ἀγώνα, τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1829.
Μά κι ἄν ἔσβησε ὁ Πόντος, δέν χάθηκε ὁ ποντιακός Ἑλληνισμός κι ἡ Ρωμιοσύνη. Ἔχουμε ἀνάμεσά μας τήν ψυχή τοῦ Πόντου, τούς Πόντιους ἀδελφούς μας. Ἡ παρουσία τους ἐμφυσᾶ πνοή δημιουργική κι ἀσίγαστα μᾶς θυμίζει, 100 χρόνια μετά, τά φίλτατα χώματα τῆς Ἀνατολῆς, τίς πανάρχαιες ρίζες τῆς φυλῆς μας.
Ἑλληνίς
* Πρόκειται γιά τήν ὁμηρική Κύτωρο καί τώρα Ὀρντού, πού σημαίνει στρατόπεδο, γιατί σ᾽ αὐτή τήν πόλη ὁ Μωάμεθ Β΄ ὀργάνωνε τόν στρατό του.