Ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν, καί εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν καί δειπνήσω μετ' αὐτοῦ καί αὐτός μετ' ἐμοῦ.
Ὅλο καί περισσότερο πλησιάζει τούς χλιαρούς Λαοδικεῖς χριστιανούς ὁ Χριστός, λές καί θέλει νά τούς θερμάνει μέ τήν πνοή του. Ξεκίνησε σάν ἀμείλικτος κριτής, πού ἐξέφρασε τήν καταδικαστική του κρίση· παρουσιάστηκε σάν αὐστηρός πατέρας, πού συμβούλευσε γιά τήν διόρθωση· ἔγινε στοργικός φίλος, πού παρακίνησε σέ μετάνοια· καί τώρα ἐμφανίζεται σάν φλογερός ἐραστής, πού ζητᾶ νά μπεῖ στό σπίτι τους. «Ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω». Σάν νά ἀκοῦμε τήν φωνή τοῦ ἀδελφιδοῦ στό Ἆσμα Ἀσμάτων πού κράζει ἔξω ἀπό τήν πόρτα τῆς ἀδελφῆς του νύμφης· «Φωνή ἀδελφιδοῦ μου κρούει ἐπί τήν θύραν. Ἄνοιξόν μοι, ἀδελφή μου, ἡ πλησίον μου, περιστερά μου, τελεία μου, ὅτι ἡ κεφαλή μου ἐπλήσθη δρόσου καί οἱ βόστρυχοί μου ψεκάδων νυκτός» (Ἆσ 5,2).
«Θύραν» ὀνομάζει ὁ Κύριος τήν ἀνθρώπινη καρδιά. Θέλει νά τήν ἀνοίξει καί νά μπεῖ μέσα στό φτωχό πλάσμα του, γιά νά τό πλουτίσει. Δέν θέλει ὅμως νά παραβιάσει τήν θύρα, ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ πατέρες, ἀλλά περιμένει νά τοῦ ἀνοίξει μόνος του ὁ ἄνθρωπος καί νά τόν δεχθεῖ. Ἡ καρδιά εἶναι κλειστή στήν συγκεκριμένη περίπτωση τῶν χριστιανῶν τῆς Λαοδικείας, ὄχι διότι ἀγνοοῦν τόν Κύριο, ἀλλά διότι ὁ ζῆλος τους γι' αὐτόν ἔχει κρυώσει ἀπό τήν ἀλαζονεία καί τόν συσχηματισμό μέ τόν κόσμο. Ὁ Κύριος ὅμως χτυπᾶ ἐπίμονα. Ἡ μακρόθυμη ἀγάπη του περιμένει, ἀλλά καί προσπαθεῖ νά ταράξει τήν νωθρότητα καί νά προκαλέσει τήν σωτήρια μεταστροφή. Τήν ἐπιμονή δηλώνει ἀφ' ἑνός ὁ παρακείμενος «ἕστηκα», πού ἐκφράζει τήν σταθερή ἀπόφαση νά συνεχίζεται ἐπ' ἀόριστον ἡ ἐνέργεια πού ἤδη ἔχει ἀρχίσει σέ ἄγνωστο χρόνο. Ἀφ' ἑτέρου ὁ ἐνεστώτας «κρούω» ἀποκαλύπτει ἕνα γεγονός ἐπαναλαμβανόμενο σέ ἕνα συνεχές παρόν. Κάθε στιγμή τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς εἶναι τό «σήμερον», στό ὁποῖο καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά ἀκούσει «τῆς φωνῆς αὐτοῦ (τοῦ Κυρίου)» (Ἑβ 3,7.15). Κρούει ὁ Κύριος καί δέν παύει νά κρούει τίς πόρτες-καρδιές μέ ποικίλους τρόπους. Σ' αὐτούς περιλαμβάνονται οἱ θλίψεις, ἡ ἀπογοήτευση πού προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία, ἡ ἕλξη τοῦ σταυροῦ καί μάλιστα τό παράδειγμα τῶν ἀληθινῶν χριστιανῶν (πρβλ. Α΄ Πέ 3,1-2).
Κρούει καί περιμένει σάν ζητιάνος. «Ὁ περί τούς ἀνθρώπους ἔρως τόν Θεόν ἐκένωσεν». Ἐνῶ ὁ ἴδιος εἶναι «ἡ θύρα» (Ἰω 10,7.9), καί μᾶς προέτρεψε «κρούετε, καί ἀνοιγήσεται ὑμῖν» (Μθ 7,7· Λκ 11,9), συγκαταβαίνει νά στέκεται αὐτός στήν θύρα τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί νά χτυπᾶ. Ἡ θύρα θά ἀνοίξει μόνον ἄν ὁ ἄνθρωπος «ἀκούσει» τό χτύπημα καί ὑπακούσει. Εἶναι δική του ἡ ἐπιλογή νά δεχθεῖ τόν Ἐπισκέπτη ἤ ὄχι· ἐπιλογή καθοριστική γιά τό αἰώνιο μέλλον του. Ἀλλά δέν ἀκοῦν ὅλοι τήν φωνή τοῦ Κυρίου, διότι, ὅπως ὁ ἴδιος ἀποκάλυψε στόν Πιλᾶτο, μόνο «πᾶς ὁ ὤν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς» (Ἰω 18,37· πρβλ. Ἰω 10,3).
Ὁ ἀκούων καί ὑπακούων ἀνοίγει τήν θύρα καί τότε ὁ Κύριος εἰσέρχεται «πρός αὐτόν». Δέν θά ἀδιαφορήσει μπροστά στήν ἀνοικτή θύρα, πού ἐκφράζει τήν λαχτάρα τοῦ ἀνθρώπου νά Τόν δεχθεῖ. Θά εἰσέλθει «πρός αὐτόν», τιμώντας τον ξεχωριστά καί ἰδιαίτερα «αὐτόν» προσωπικά. Καί θά τοῦ παραθέσει τό δεῖπνο τῆς σωτηρίας, στό ὁποῖο θά εὐφρανθοῦν καί οἱ δύο. Αὐτήν ἀκριβῶς τήν κοινή ἀγαλλίαση ἐκφράζει ἡ διπλή διατύπωση· «καί δειπνήσω μετ' αὐτοῦ καί αὐτός μετ' ἐμοῦ».
Ἡ συμμετοχή σέ κοινό γεῦμα ἦταν γιά τούς ἀνατολῖτες δεῖγμα ἐμπιστοσύνης, φιλίας καί συμπαθείας καί ἔκφραση χαρᾶς. Αὐτά τά αἰσθήματα δείχνει καί ὁ Κύριος μέ τήν ὑπόσχεσή του πρός ἐκεῖνον πού θά τοῦ ἀνοίξει. Ἐκφράζει τήν παραδείσια κατάσταση τῆς οἰκειότητος, τῆς τιμῆς καί τῆς κοινωνίας μαζί Του, πού χαρίζει σέ ὅποιον τόν δέχεται μέ ἀγάπη καί πόθο. Ἡ μυστική καί ἄρρητη ἀγαλλίαση, πού νιώθει ὁ πιστός μέ τήν παρουσία τοῦ Κυρίου στήν καρδιά του, βρίσκει τήν κυριολεκτική της πραγματοποίηση στό μυστηριακό δεῖπνο τῆς θείας Εὐχαριστίας, τό ὁποῖο ἄλλωστε τρέφει καί ἀνανεώνει τήν πνευματική ζωή τοῦ πιστοῦ μέχρι τήν ἀπόλυτη, ὁλοκληρωμένη καί αἰώνια ἕνωσή του μέ τόν Κύριο στήν οὐράνια βασιλεία.
Μέ παρόμοια εἰκόνα περιγράφει ὁ Κύριος τόν ἐρχομό του κατά τήν Δευτέρα Παρουσία μακαρίζοντας τούς δούλους ἐκείνους πού θά γρηγοροῦν καί θά ἀνοίξουν ἀμέσως στόν κρούοντα Κύριο, ὁ ὁποῖος στήν συνέχεια «περιζώσεται καί ἀνακλινεῖ αὐτούς, καί παρελθών διακονήσει αὐτοῖς» (Λκ 12,36-37). Ἐπίσης ὁ Κύριος, γιά νά μιλήσει γιά τόν παράδεισο καί τήν βασιλεία του, χρησιμοποιεῖ τίς παραβολές τοῦ δείπνου (Λκ 14,16-24) καί τοῦ γάμου (Μθ 22,1-14). Ἐξάλλου καί στήν Παλαιά Διαθήκη ἡ μεσσιανική ἐποχή προφητεύεται ὡς περίοδος γιορτῆς καί χαρᾶς (βλ. Ἠσ 65,18-19· Σο 3,17).