Ἄν ἤθελε κανείς νά ἐντοπίσει τή λέξη πού χρησιμοποιήθηκε περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη κατά τή δεύτερη δεκαετία τοῦ 21ου αἰώνα, σέ παγκόσμια κλίμακα, θά ἦταν ἀναμφισβήτητα ἡ λέξη «κρίση», ἀφοῦ ἡ δεκαετία ξεκίνησε μέ μία μεγάλη οἰκονομική κρίση καί τελείωσε μέ μία τεράστια ὑγειονομική κρίση. Κατά τή διάρκεια τῶν διαδοχικῶν αὐτῶν κρίσεων δοκιμάστηκαν σκληρά οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις σέ ὅλα τά ἐπίπεδα. Γιά τούς πολλούς κατέληξαν σέ δράματα, προσωπικά, οἰκογενειακά καί κοινωνικά, ἐνῶ γιά ὁρισμένους ἔγιναν ἀφορμή πλουτισμοῦ καί συγκέντρωσης ἐξουσίας καί δύναμης. Ἀνεξάρτητα ἀπό τίς αἰτίες πού προκάλεσαν τήν κάθε κρίση ἤ τήν ἐξέλιξή της, τό βάρος ἤ τήν ἔκταση τῶν συνεπειῶν της, τό σίγουρο εἶναι ὅτι ἔβαλαν τήν κρίση ὡς λέξη καί ὡς ἔννοια στό λεξιλόγιo καί στή ζωή μας.
Κρίση σημαίνει γενικά τή διατάραξη τῆς κατεστημένης τάξης ἤ κάποιας δεδομένης διαδικασίας, ἐνῶ πολύ συχνά αὐτή ἡ διατάραξη μπορεῖ νά συμβεῖ μέ τήν παρέμβαση ἑνός δικαστηρίου, ὁπότε καί ἡ ἀπόφασή του ὀνομάζεται καί αὐτή «κρίση». Αὐτή τήν κρίση οἱ ἄνθρωποι τήν ἀναζητοῦμε καί πολύ συχνά τήν ἐπιδιώκουμε, κυρίως ὅταν αἰσθανόμαστε ὅτι ἀδικούμαστε ἤ ὅταν διαπιστώνουμε ἕνα γενικότερο καθεστώς ἀνομίας νά κυριαρχεῖ. Τό παράδοξο ὅμως εἶναι ὅτι σπάνια συναντᾶ κανείς κάποιον πού ἔχει τή διάθεση νά τεθεῖ ὁ ἴδιος ὑπό κρίσιν καί νά σηκώσει τό βάρος τῶν πράξεών του ἤ νά ὑποστεῖ τίς συνέπειές τους.
Ἐπειδή πολλοί συνάνθρωποί μας διεκδικοῦν τόν ρόλο τοῦ κριτῆ στήν κοινωνία μας, ἀκόμη καί σέ παγκόσμια κλίμακα, ἴσως δέν θά πρέπει νά μᾶς ξενίζει πού ὁ Θεός -ὁ ὁποῖος εἶναι καί ὁ μόνος πού βρίσκεται ὑπεράνω κάθε μικροσυμφέροντος προσώπων ἤ κοινωνικῶν ὁμάδων- ἔχει ἐξαγγείλει τή διενέργεια μιᾶς παγκόσμιας κρίσης. Τήν ἐξήγγειλε διά τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλά κυρίως διά στόματος Ἰησοῦ Χριστοῦ στή γνωστή παραβολή τῆς κρίσεως πού μᾶς παραδίδει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος (25,31-46). Ὁ Θεός ὡς παντογνώστης γνωρίζει ὅλα τά ζητήματα τοῦ ἀνθρώπινου βίου μέ κάθε λεπτομέρεια καί ὡς πάνσοφος μπορεῖ νά διατυπώσει τίς ἀκριβέστερες καί δικαιότερες κρίσεις γιά κάθε περίπτωση. Λογικά θά ἔπρεπε μία τέτοια ἐξαγγελία νά μᾶς ἀνακουφίζει, ἀφοῦ ἀνταποκρίνεται στό καθολικό αἴτημα ὅλων τῶν ἀνθρώπων γιά παγκόσμια δικαιοσύνη, ἰσότητα καί ἰσονομία.
Δυστυχῶς ὅμως φαίνεται νά συμβαίνει τό ἀντίθετο. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἀπιστοῦν σέ αὐτήν καί ἐπιθυμοῦν νά τήν ἀποφύγουν. Ὁ λόγος; Ὅτι ἡ κρίση αὐτή δέν ἀφορᾶ μόνο στούς ἄλλους, ἀλλά συμπεριλαμβάνει καί ἐμᾶς, τόν καθένα ξεχωριστά. Ξεκινᾶ πρῶτα ἀπό τά δικά μας ἔργα, τά κίνητρα καί τίς ἐπιλογές μας σέ αὐτήν τή ζωή· ἀπό τή συμπεριφορά μας ἀπέναντι στούς συνανθρώπους μας καί ἀσφαλῶς τή στάση μας ἀπέναντι στόν Θεό. Μέ ἔντονα λυρικό τρόπο ἐκφράζει ὁ ἱερός ὑμνογράφος τήν ἀγωνία πού διεγείρει στόν ἔσω ἄνθρωπο ἡ ἐξαγγελία τῆς θείας κρίσης: «Οἴμοι μέλαινα ψυχή! ἕως πότε τῶν κακῶν οὐκ ἐκκόπτεις;... τί οὐ τρέμεις ὅλη τὸ φρικτὸν βῆμα τοῦ Σωτῆρος;... ἀλλὰ πίστει βόησον· Ἥμαρτον, Κύριε, ἥμαρτόν σοι».
Ἡ προσεκτικότερη ὡστόσο μελέτη τῆς κατά τά ἄλλα φοβερῆς διήγησης τοῦ Κυρίου καί ἡ προσωπική διάθεση νά σταθεῖ καθένας τίμια καί εἰλικρινά ἀπέναντι στήν κρίση, δίνει τά ἑξῆς δεδομένα:
!Ἐφόσον ἡ κρίση αὐτή ἐπαγγέλλεται τήν ἀποκατάσταση ὅλων τῶν ἀδικιῶν καί τήν ἀπόδοση δικαιοσύνης σέ ὅλα τά ἐπίπεδα παγκοσμίως, θά ἔπρεπε νά εἶναι ἡ πλέον ἐπιθυμητή καί ποθητή σέ κάθε ἄνθρωπο. Μέ τήν προϋπόθεση ὅμως ὅτι ὁ καθένας ἐπιζητεῖ τήν πλήρη ἐξάλειψη τῆς ἀδικίας, δηλαδή ὄχι μόνον ἐκείνης πού μπορεῖ νά ὑποστεῖ ὁ ἴδιος ἀλλά καί ἐκείνης πού μπορεῖ ὁ ἴδιος νά ἐπιφέρει στούς ἄλλους.
!Τά κριτήρια πού θέτει ὁ Κριτής γιά τήν κρίση εἶναι ἁπλά, δίκαια καί γενικῶς ἀποδεκτά. Ὑπάρχει ἄραγε ἄνθρωπος πού θεωρεῖ μεγάλο κατόρθωμα νά χορτάσει ἕναν πεινασμένο, νά ντύσει ἕνα γυμνό ἤ νά περιθάλψει κάποιον πού ἔχει ἀνάγκη; Καί ποιός δέν θά διατύπωνε σκληρή κρίση ἤ δέν θά καταλόγιζε ἀναλγησία σέ ἐκεῖνον πού ἀδιαφορεῖ γιά τά παραπάνω;
!Ἡ κρίση πού περιγράφει ὁ Κύριος δέν περιλαμβάνει καμιά διαδικασία κρίσης, ἀλλά μόνον τήν ἀνακοίνωση τοῦ ἀποτελέσματος διαδικασίας πού προηγήθηκε στό παρελθόν: πρόκειται γιά τήν περίοδο τῆς ζωῆς κάθε ἀνθρώπου ὅπου καθένας ἀποφασίζει καί ἐπιλέγει ἐλεύθερα τί θά πράξει. Ἡ ἐρώτηση ἄγνοιας πού προβάλλεται, «πότε σε εἴδομεν;...», εἶναι καθαρά προσχηματική: Ὁ Κύριος ἔχει ἀναγγείλει διαχρονικά καί σέ ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα τά κριτήρια καί τούς κανόνες της, καθιστώντας τόν ἑαυτό του σημεῖο ἀναφορᾶς: «ἐφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε». Συνεπῶς, ἡ κρίση διενεργεῖται καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου μέ κριτή ἀποκλειστικά τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο. Καί «ἡ καλὴ ἀπολογία ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ», πού εὔχεται ἡ Ἐκκλησία, γράφεται ἀπό τόν καθένα κάθε στιγμή πού περνᾶ γιά κάθε λογισμό, ἐπιλογή καί πράξη του.
!Καί τέλος, ἡ σύνθεση τοῦ δικαστηρίου ἐκείνου: στή θέση τοῦ δικαστῆ κάθεται ὁ «Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου», δηλαδή «ὁ υἱὸς ὁ μονογενής», τόν ὁποῖο «ἔδωκεν» ὁ Θεός, ἐπειδή «ἠγάπησεν τὸν κόσμον» καί Τόν ἀπέστειλε «οὐχ ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ’ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ» (Ἰω 3,15-17). Εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος «εἰς τέλος ἠγάπησεν» τόν κόσμο (Ἰω 13, 1) μέ τή «μείζονα ἀγάπην» πού «θέτει τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἰω 15,13). Καί κάθεται στή δικαστική καθέδρα «ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ», πού εἶναι ἡ δόξα τοῦ σταυροῦ του (Ἰω 12,16.23).
Μέ ἄλλα λόγια, ὁ δικαστής εἶναι συγχρόνως καί ὁ δικηγόρος τῆς ὑπεράσπισής μας, ἐκεῖνος πού θυσιάζοντας τή δική του ζωή μεσολαβεῖ γιά τήν ὁριστική ἀθώωσή μας καί τήν παντοτινή ἀπαλλαγή μας ἀπό κάθε κατηγορία, ἀρκεῖ νά ψελλίσουν τά χείλη μας τό «Ἥμαρτον, Κύριε, ἥμαρτόν σοι!».
Ἀλήθεια! Στήν περίπτωση αὐτή ποιός μπορεῖ νά φοβηθεῖ ἕνα τέτοιο δικαστήριο ἤ μία τέτοια «στημένη» δίκη;
Ἀθανάσιος Γ. Παπαρνάκης