Ἀγαπητοί ἀναγνῶστες, στήν καινούργια μας στήλη θά φιλοξενοῦμε μηνύματα ἀπό τήν ἁγία Γραφή, ὅπως τά μετέφερε καί τά ἀνέλυσε ὁ μακαριστός καθηγητής Στ. Ν. Σάκκος στά ἑρμηνευτικά του μαθήματα. Ξεκινοῦμε ἀπό τήν πρώτη Ἐπιστολή πού ἔγραψε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, τήν Α΄ πρός Θεσσαλονικεῖς.
Δυό λόγια γιά τήν ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης:
῾Ο ἀπόστολος Παῦλος ἐπισκέφθηκε τή Θεσσαλονίκη μαζί μέ τόν Σίλα καί τόν Τιμόθεο κατά τή δεύτερη ἀποστολική του περιοδεία (βλ. Πρξ 17,1-9). Μωλωπισμένος ἀκόμη καί τραυματισμένος μετά τήν περιπέτεια στούς Φιλίππους, φέροντας στό ἴδιο του τό σῶμα τά στίγματα τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ καί βιώνοντας προσωπικά τή δύναμη τῆς ἀναστάσεώς Του ὁ Παῦλος,
Συνήθιζε ὁ ἀπόστολος, σέ ὅποια πόλη πήγαινε, νά ἐπισκέπτεται πρῶτα τήν ἰουδαϊκή συναγωγή. ᾿Εκεῖ ἔβρισκε κάποιες καλοπροαίρετες ψυχές καί ἡ μελέτη τῶν θείων Γραφῶν γινόταν τό πρῶτο σημεῖο ἐπαφῆς μέ τίς ψυχές αὐτές. Στή συναγωγή τῆς Θεσσαλονίκης ἐπί τρία σάββατα μέ παρρησία κηρύττει καί ὁδηγεῖ ψυχές στή σωτηρία. Ἔτσι λίγοι ᾿Ιουδαῖοι καί πολλοί ἐθνικοί ἀποτέλεσαν τήν πρώτη ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης, ἀπό τήν ὁποία ἀργότερα ξεπρόβαλαν καί ἐκλεκτοί συνεργάτες, ὅπως ὁ ᾿Ιάσων (βλ. Πρξ. 17,5-9· Ρω 16,21), ὁ Σεκοῦνδος, ὁ ᾿Αρίσταρχος ἴσως καί ὁ Γάϊος (βλ. Πρξ 19,29· 20,4).
Πρίν προλάβει νά ὁλοκληρώσει τό ἔργο του ὁ ἀπόστολος, ξέσπασε διωγμός ἀπό τούς Ἰουδαίους. Ἔτσι μαζί μέ τή συ- νοδεία του φυγαδεύεται στήν πόλη τῆς Βέροιας (βλ. Πρξ 17,10), ἀπ᾽ ὅπου καί πάλι ἀναγκάστηκε νά φύγει γιά τήν Ἀθήνα (βλ. Πρξ. 17,15). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀγωνιοῦσε γιά τή νεοσύστατη ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης, φοβόταν μήπως οἱ νεοφώτιστοι χριστιανοί κάτω ἀπό τήν πίεση τοῦ διωγμοῦ ἀπαρνηθοῦν τήν πίστη ἤ παρεκκλίνουν ἀπ᾿ αὐτήν. Γι᾽ αὐτό ἀπό τήν ᾿Αθήνα στέλνει στή Θεσσαλονίκη τόν Τιμόθεο (βλ. Α´ Θε 3,1-5).
Κατά τήν ἐπιστροφή του ὁ Τιμόθεος βρίσκει τόν ἀπόστολο Παῦλο στήν Κόρινθο καί τοῦ μεταφέρει εὐχάριστα νέα ἀπό τή μικρή ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης. Παρά τόν διωγμό οἱ πιστοί δέν σαλεύθηκαν. Ἀντίθετα στερεώθηκαν περισσότερο στήν πίστη. Εὔλογα ὅμως εἶχαν ὁρισμένες ἀπορίες, κυρίως σχετικά μέ τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί τή δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου. ῾Ο Τιμόθεος τίς μετέφερε στόν ἀπόστολο. Γιά νά ἀπαντήσει στίς ἀπορίες τῶν Θεσσαλονικέων καί γιά νά ἐκφράσει τή μεγάλη του χαρά γιά τή σταθερότητα καί τήν πρόοδό τους, ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει ἀπό τήν Κόρινθο τήν Α´ πρός Θεσσαλονικεῖς ᾿Επιστολή. ῏Ηταν χειμώνας τοῦ 49-50 μ.Χ.
Εὐχαριστία καί εὐγνωμοσύνη
῾Ο Παῦλος, ὅπως τό συνηθίζει ν᾽ ἀρχίζει τήν Ἐπιστολή μέ εὐχαριστία: «Εὐχαριστοῦμεν τῷ Θεῷ πάντοτε περὶ πάντων ὑμῶν μνείαν ὑμῶν ποιούμενοι ἐπὶ τῶν προσευχῶν ἡμῶν» (Α´ Θε 1,2). Ὅταν ἕνας πατέρας ἀκούει ὅτι τά παιδιά του, πού βρίσκονται μακριά του, γλύτωσαν ἀπό ἕναν μεγάλο κίνδυνο καί προκόβουν στή ζωή τους, χαίρεται καί εὐχαριστεῖ τόν Θεό. ῎Ετσι καί ὁ Παῦλος, ὅταν πληροφορεῖται ἀπό τόν Τιμόθεο ὅτι οἱ Θεσσαλονικεῖς μέσα στόν διωγμό καί τούς κινδύνους ἔμειναν σταθεροί στήν πίστη καί προοδεύουν πνευματικά, εὐχαριστεῖ τόν Θεό. ῾Η συνεχής εὐχαριστία τοῦ ἀποστόλου πρός τόν Θεό γιά ὅλους τούς πιστούς τῆς Θεσσαλονίκης μαρτυρεῖ τή μεγάλη προκοπή τῆς νεοσύστατης ἐκκλησίας. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ ὅτι ὁ ἀπόστολος προτιμᾶ ἀντί νά ἐπαινέσει τούς ἴδιους τούς χριστιανούς, νά εὐχαριστεῖ γι᾿ αὐτούς τόν Θεό. Μέ τόν τρόπο αὐτό τούς διδάσκει νά μένουν στίς ἐπιτυχίες τους ταπεινοί, ἔχοντας τό φρόνημα ὅτι ὅλα ἐπιτυγχάνονται μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ· «τῆς τοῦ Θεοῦ δυνάμεώς ἐστι τὸ πᾶν». «Διδασκόμαστε κι ἐμεῖς», σημειώνει ὁ Θεοδώρητος, ἐπίσκοπος Κύρρου, «πρῶτα νά εὐχαριστοῦμε γιά ὅσα καλά ἔχουμε, κι ἔπειτα νά ζητοῦμε ὅ,τι μᾶς λείπει» (πρβλ. Φι 4,6).
Εἶναι μεγάλο πρᾶγμα νά μάθουμε νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό. Δυστυχῶς συνηθίσαμε νά θυμόμαστε τόν Θεό μόνο στίς ἀνάγκες καί στίς θλίψεις πού συναντοῦμε. Στίς προσευχές μας συνήθως τόν παρακαλοῦμε καί ζητᾶμε τή βοήθειά του· λίγες φορές θυμόμαστε νά τόν εὐχαριστήσουμε.
Καί βέβαια δέν εἶναι κακό νά ζητᾶμε ἀπό τόν οὐράνιο Πατέρα μας. ῎Ισα-ἴσα ὁ ἴδιος μᾶς τό συνιστᾶ: «αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν» (Μθ 7,7)· «πάντα ὅσα ἐὰν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες, λήψεσθε» (Μθ 21,22). Ὅταν ὅμως συνεχῶς μόνο ζητᾶμε στήν προσευχή, δείχνουμε πόσο φτωχοί καί κακομοίρηδες εἴμαστε. ῞Οταν εὐχαριστοῦμε, δείχνουμε πώς ἔχουμε πλούσια καρδιά. ῾Ο Παῦλος ἐδῶ μέ τό παράδειγμά του μᾶς διδάσκει ὅτι ὅλοι ὅσοι ἔνιωσαν τίς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ στή ζωή τους ἔχουν εὐγνώμονη καρδιά. Συνεχῶς εὐχαριστοῦν τόν Θεό.
῞Οσες εὐχαριστίες καί ἄν προσφέρουμε στόν Θεό, δέν εἶναι ἀρκετές μπροστά στίς μεγάλες εὐλογίες καί δωρεές του. Θυμηθεῖτε αὐτό πού λέμε στήν ᾿Ακολουθία τοῦ ᾿Ακαθίστου ῞Υμνου· «ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ὠδὰς ἂν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε, οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον ὧν δέδωκας ἡμῖν» (Δ´ Στάσις). ῎Εχουμε πολλούς λόγους νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό. «Χρωστοῦμε στόν Θεό», λέγει ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, «ἕναν ἄνθρωπο καί ἕναν Θεό». ᾿Αφῆστε τή σκέψη σας νά τό μελετήσει αὐτό... ᾿Από τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς μας μέχρι τά νύχια τῶν ποδιῶν ἀνήκουμε στόν Θεό. Αὐτός μᾶς ἔπλασε. Χρωστοῦμε στόν Θεό ἕναν ἄνθρωπο. ᾿Αλλά τοῦ χρωστοῦμε καί ἕναν Θεό, γιατί ἕνας Θεός, ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, θυσιάσθηκε γιά μᾶς, γιά νά μᾶς ἀναδημιουργήσει, νά μᾶς ἀναπλάσει, γιά νά μᾶς χαρίσει τή σωτηρία. ῾Ως δεῖγμα τῆς εὐγνωμοσύνης μας νά δώσουμε τόν ἑαυτό μας στόν Θεό. Νά τόν θυμόμαστε πάντα καί νά τόν εὐχαριστοῦμε ἀκατάπαυστα. Νά τόν εὐχαριστοῦμε γιά ὅ,τι καλό δίνει σέ μᾶς ἀλλά καί σέ ὅλους τούς ἀγαπητούς μας, ὅπως κάνει ἐδῶ ὁ Παῦλος πού εὐχαριστεῖ τόν Θεό γιά τήν προκοπή τῶν Θεσσαλονικέων.
Στέργιος Ν. Σάκκος