Τί ἀέρας φυσοῦσε ἐκείνη τή μέρα! Τρελός ἀέρας πού ἤθελε, θαρρεῖς, νά ξεριζώσει ἀκόμα καί τίς αἰωνόβιες ἐλιές. Τίς ἔκανε νά χορεύουν σάν μπαλαρίνες μέ τούς ἁπλωμένους κλώνους τους, νά λυγοῦν καί νά προσκυνοῦν τή γῆ καί πάλι νά ὑψώνονται, σάν νά περιπαίζαν τόν ἄνεμο γιά τήν ἀνημποριά του. Κι ἐκεῖνος ἔβγαλε τή μανία του ὅλη πάνω σέ ὅ,τι ἦταν τοῦ χεριοῦ του. Ἔτσι πῆρε καί τά κεραμίδια τῆς σκεπῆς τοῦ παπποῦ τοῦ Λοΐζου, ἑνός γέρου πού ἦταν ὁλομόναχος στόν κόσμο δίχως φαμίλια καί συγγενεῖς. Φτωχός δέν ἦταν, μά ἐχούμενο δέν μποροῦσες νά τόν πεῖς. Μία μικρή σύνταξη πού τοῦ ἀρκοῦσε νά ζεῖ δίχως στερήσεις.
Μετά τόν ἀέρα ἦρθε τό χιόνι! Κι ὁ γέρος ὁ Λοΐζος ἔμεινε κυριολεκτικά ξέσκεπος!
- Πάω, γυναίκα, νά τόν φέρω ἐδῶ, θά ξυλιάσει ἐκεῖ. Ἄσε πού φοβᾶμαι μή μπεῖ μέσα τό χιόνι καί τά χάσει ὁ γέρος.
Ὁ πατέρας, ὅταν ἀποφάσιζε κάτι, τό ἐκτελοῦσε ἀμέσως.
- Νά τόν φέρεις, Νικόλα μου, μά πρῶτα πρέπει νά ἀποφασίσουμε ποῦ θά τόν βάλουμε, εἶπε ἡ μάνα μου ὑποτακτικά.
- Τό σκέφτηκα κι αὐτό, εἶπε ἐκεῖνος. Θά κοιμηθοῦν μαζί οἱ δύο μικροί καί θά πάρουμε τό κρεβάτι καί θά τό κουβαλήσουμε ἐδῶ, δίπλα στό τζάκι.
- Μά χριστουγεννιάτικα θά ἔχουμε ἐδῶ τό κρεβάτι; ψιθύρισε πιό πολύ, παρά εἶπε ἡ μάνα μου, μά ὁ πατέρας μου ἦταν ἤδη στήν αὐλή μας.
Γιά πότε ἡ μικρή μας κουζίνα - καθιστικό ἀπέκτησε κρεβάτι οὔτε πού τό καταλάβαμε. Ἀπό τήν πρώτη κιόλας στιγμή μᾶς φάνηκε πώς τό εἴχαμε ἀπό πάντα ἐκεῖ. Κι ὁ παππούς ὁ Λοΐζος οὔτε κι ἐκεῖνος κατάλαβε γιά πότε ὁ πατέρας μου τόν ἅρπαξε σηκωτό καί τόν ἔφερε στό σπίτι μας.
- Εἶσαι τρελός; ἀκούστηκε ἡ φωνή τοῦ γείτονά μας νά λέει στόν πατέρα μου. Ἑπτά ἄνθρωποι σέ μία τρύπα καί κουβαλᾶς καί τόν γέρο;
- Νά τόν ἀφήσουμε τότε νά πεθάνει! εἶπε μόνο ὁ πατέρας κι ὁ γερο-Λοΐζος μπῆκε ἔτσι στό σπίτι μας καί στή ζωή μας.
Ἡ μάνα μου ἔξω ἀπό τή βούληση τοῦ πατέρα μου δέν ἔβγαινε, ἀλλά τοῦτο ἐδῶ φαινόταν ἀπό τήν ἀρχή ὅτι τή ζόριζε. Τό στόμα της δέν τό ἄνοιξε νά ἀντειπεῖ καί τόν παππού τόν φρόντιζε μέ τόν καλύτερο τρόπο. Ἐμένα ὅμως κάτι μοῦ ἔλεγε ὅτι ἡ μάνα μου δέν τό ἔκανε μέ τήν ψυχή της, κι αὐτό μέ στεναχωροῦσε.
Ἐκεῖνος ὁ Δεκέμβρης ἦταν φορτωμένος χιόνι. Σχεδόν κάθε μέρα χιόνιζε καί ἦταν ἀδύνατο, δίχως νά καλοσυνέψει ὁ καιρός, νά φτιαχτεῖ ἡ σκεπή τοῦ παπποῦ κι ὁ παππούς ἦταν σίγουρο πιά ὅτι θά ἔκανε μαζί μας καί τά Χριστούγεννα. Ἐμεῖς τά παιδιά τό ἀπολαμβάναμε, γιατί ποτέ δέν εἴχαμε κάποιον παππού στό σπίτι νά μᾶς λέει ἱστορίες καί μέσα βαθιά μας εὐχόμασταν νά μή σταματήσει νά ρίχνει χιόνι. Μά κι ὁ παππούς φαινόταν νά τό ἀπολαμβάνει. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς δέν ἦταν καί τόσο ἁπλό ἀπό ὁλομόναχος μιά ζωή νά βρεθεῖς ξαφνικά σέ μία πολύτεκνη οἰκογένεια μέ πέντε μικρά παιδιά!
- Γιατί κλαῖς, παππού; τόν ρώτησε ὁ πατέρας μου τήν παραμονή τῶν Χριστουγέννων, ὅταν τόν εἶδε κρυφά νά σκουπίζει τά δάκρυά του. Καί τότε ἐκεῖνος τοῦ ἅρπαξε τά δύο του τά χέρια κι ἄρχισε νά τά φιλᾶ. Ξαφνιάστηκε ὁ πατέρας καί τράβηξε γρήγορα τά χέρια του.
- Τί κάνεις, γέρο μου; Μόνο τοῦ παπᾶ φιλᾶμε τό χέρι, τοῦ εἶπε.
- Κι ἐκείνων πού δείχνουν ἔλεος καί ἀγάπη, ἀπάντησε δακρυσμένος ὁ παππούς. Μέ ρώτησες γιατί κλαίω, γιέ μου. Κλαίω ἀπό εὐγνωμοσύνη! Κλαίω ἀπό χαρά, πού ἕνας ἄνεμος κι ἕνα χιόνι πού ἔριξε ὁ Πλάστης μου μέ ἄφησαν ἄστεγο, γιά νά γνωρίσω κι ἐγώ στά τέλη τῆς ζωῆς μου τί σημαίνει ἀγάπη καί στοργή, τί σημαίνει οἰκογένεια.
Εἶδα τόν πατέρα μου πού γύρισε καί κοίταξε συγκινημένος τή μάνα μου κι ἐκείνη νά κατεβάζει τό κεφάλι. Πρώτη φορά ὁ πατέρας μου νικοῦσε σέ ἀγάπη τή μάνα μου.
- Λοιπόν, εἶπα, γιά νά ἀποφορτίσω τήν ἀτμόσφαιρα, αὔριο εἶναι Χριστούγεννα, θέλετε νά σᾶς πῶ μία ἱστορία πού μᾶς εἶπε ὁ δάσκαλός μας;
«Ψοφούσαμε» ὅλοι γιά ἱστορίες, ὅποιος καί νά τίς ἔλεγε, μά ὅλοι λέγανε πώς, ὅταν τίς λέω ἐγώ, τίς ζωντανεύω. Ἀκόμα κι ὁ παππούς ὁ Λοΐζος σταύρωσε τά χέρια σάν παιδί.
«Ἦταν κάπου ἐκεῖ στή Ρωσία ἕνας ἄνθρωπος πού τόν ἔλεγαν μπαρμπα-Πανώφ. Ἦταν καλός ἄνθρωπος καί ἀγαποῦσε πολύ τόν Χριστό καί μία παραμονή Χρι- στουγέννων ὁ Χριστός ἦρθε στό ὄνειρό του καί τοῦ εἶπε ὅτι αὐτά τά Χριστούγεννα θά τόν ἐπισκεφτεῖ. Τρελάθηκε ἀπό τή χαρά του ὁ μπαρμπα-Πανώφ κι ἄρχισε τίς ἑτοιμασίες. Τόν περίμενε ἀπό τό πρωί...».
Ἔλεγα, ἔλεγα καί ξεδίπλωνα μπροστά τους τή γνωστή ἱστορία τοῦ μπαρμπα-Πανώφ κι ἔβαζα καί δικά μου.
«Πέρασαν», εἶπα, «ἀπό τήν πόρτα του ἐκείνη τήν ἅγια μέρα διάφοροι ἀναγκεμένοι κι ὅλους τούς ἐλέησε, ὅλους τούς σπλαχνίστηκε, μά ἔκλεισε ἡ μέρα κι ὁ Χριστός δέν φάνηκε… Κι ὁ μπαρμπα-Πανώφ ἔγειρε νά κοιμηθεῖ μέ τό παράπονο.
- Γιατί, Χριστέ μου, δέν ἦρθες ὅπως μοῦ τό ὑποσχέθηκες;
- Ἦρθα! τόν ἄκουσε νά λέει. Ἤμουν τό μικρό παιδί πού τοῦ χάρισες παπούτσια, ὁ φτωχός ἐκεῖνος πού τόν κάλεσες στό ζεστό σπίτι σου καί τόν ζέστανες μέ μία κούπα τσάι, ὁ ἄρρωστος πού τοῦ ἀγόρασες τά φάρμακα...».
Δέν πρόλαβα νά ὁλοκληρώσω τήν ἱστορία κι ἀκούσαμε ὅλοι τόν παππού Λοΐζο νά λέει μέ λυγμούς: «Ἤμουν ὁ γερο- Λοΐζος, πού τόν μάζεψες στό σπίτι σου καί τοῦ χάρισες στέγη καί στοργή. Γιατί ὅλα ὅσα ἔκανες γιά τούς ἀναγκεμένους μου ἀδελφούς σέ μένα τά ἔκανες».
Γιά λίγη ὥρα κανείς δέν μιλοῦσε ὥς τή στιγμή ἐκείνη πού ἡ μάνα μου πῆρε τό χέρι τοῦ πατέρα μου καί τό φίλησε.
- Σέ εὐχαριστοῦμε, τοῦ εἶπε δακρυσμένη, πού ἔφερες τόν Χριστό στό σπίτι μας.
Κι αὐτή ἡ ταπεινή, γεμάτη εὐγνωμοσύνη κίνηση τῆς μάνας μου μέ ἔκανε νά παραδεχτῶ πώς στήν ἀγάπη ἦρθαν ἰσόπαλοι 1-1.
Ἑλένη Βασιλείου