Στό διάβα της ἡ Ἱστορία δανείζεται κάποιες φορές ἤχους, ἄλλοτε ἄψυχες γωνιές τῆς γῆς ἤ καί ἔργα ἀνθρώπινα, γιά νά ἐκφραστεῖ, νά ἀφήσει τή σφραγίδα της ἀνεξίτηλη μέσα στόν χρόνο.
Τά γεγονότα τῆς περιόδου τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 ντύθηκαν κι αὐτά μέ χρώματα κι ἔγιναν πίνακες, γλίστρησαν κάτω ἀπό ἤχους κι ἔγιναν τραγούδια… κι ἔτσι ἔφτασαν ἀθάνατα μέχρι τίς μέρες μας. Ποιός ἀπό ἐμᾶς δέν σιγοτραγούδησε τό «Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου νά περπατῶ…»;
Ποιά εἶναι ἡ ἱστορική διαδρομή αὐτοῦ τοῦ τραγουδιοῦ;
Ὁ γάλλος φιλόλογος καί κριτικός Claude Fauriel (1824) κατήρτισε μία συλλογή δημοτικῶν τραγουδιῶν καί κλέφτικων, στήν ὁποία δέν συμπεριέλαβε τό «Φεγγαράκι μου λαμπρό». Ἀντ᾽ αὐτοῦ δημοσίευσε ἄλλο τραγούδι μέ διαφορετική ὑπόθεση, πού ἀρχίζει ὡς ἑξῆς: «Φεγγαράκι μου λαμπρόν/ φέγγε καί περπάτειγε…». Τό ποίημα, ὅπως τό γνωρίζουμε σήμερα, δημοσιεύτηκε γιά πρώτη φορά ἀπό τόν D. Sanders τό 1844 καί ἀργότερα ἀπό πολλούς ἄλλους. Θεωρήθηκε παιδικό τραγούδι ἀκόμη καί νανούρισμα.
Πολύ νωρίς ὅμως τό τραγουδάκι αὐτό συσχετίστηκε μέ τή μνήμη τοῦ «Κρυφοῦ σχολειοῦ».
Γιά πρώτη φορά αὐτός ὁ συσχετισμός ἀπαντᾶται τό 1855 σέ μία μελέτη τοῦ λόγιου Γρ. Παπαδόπουλου, ὁ ὁποῖος μάλιστα σημειώνει: «(Οἱ μαθητές) τήν νύκτα ἐξερχόμενοι λάθρα μετέβαινον εἰς τόν διδάσκαλον, λέγοντες τό γνωστόν ἀσμάτιον “Φεγγαράκι μου λαμπρό”».
Εἶναι γεγονός ὅτι αὐτό τό «ἀσμάτιον» συσχετίστηκε μέ τόν πασίγνωστο καί ἐμβληματικό πίνακα τοῦ Γύζη «Τό Κρυφό Σχολειό». Ὁ Γύζης, βέβαια, ὅταν φιλοτεχνοῦσε στό Μόναχο τόν ἐν λόγῳ πίνακα, τό 1885-6, δέν γνώριζε αὐτόν τόν συσχετισμό. Σέ ἐπιστολή μάλιστα πού ἔστειλε στόν πεθερό του, περιγράφοντας τόν πίνακα πού ζωγράφιζε τότε, γράφει: «...ἠθέλησα νά παραστήσω μυστηριώδη πρᾶξιν εἰς σκοτεινόν ὑπόγειον μόνον διά μιᾶς ἀκτῖνος ἡλίου εἰσερχομένης ἐντός...». Δηλαδή, τό ἀμυδρό φῶς πού διακρίνεται νά μπαίνει στόν χῶρο ἀπό τό παράθυρο δέν προέρχεται ἀπό τό «φεγγαράκι» τό «λαμπρό» ἀλλά ἀπό τόν ἥλιο. Ἐπιπλέον, στήν ἴδια ἐπιστολή ἐξηγεῖ: «Ἐσκέφθην νά παραστήσω τήν ἐποχήν ἐκείνην τῆς Ἐλλάδος, ὅτε ἐπί Τουρκοκρατίας ἦσαν αὐστηρῶς ἀπηγορευμένα τά σχολεῖα καί μόνον ἐν κρυπτῷ ἐξετελοῦντο…». Ὅταν ἐκθέτει τόν πίνακα στήν Ἀθήνα τό 1888, ὁ πίνακας φέρει τόν τίτλο «Ἑλληνικόν σχολεῖον ἐν καιρῷ δουλείας». Γιά πρώτη φορά δημοσιεύεται ἐντύπως στό περιοδικό τοῦ Γ. Δροσίνη «Ἐθνική Ἀγωγή», στήν πρώτη σελίδα τοῦ τεύχους τῆς 1ης Ἰανουαρίου 1899. Λίγο ἀργότερα δημοσιεύτηκε καί στό περιοδικό «Παναθήναια Α΄» (1900-1901), σέ τεῦχος ἀφιερωμένο στόν θάνατο τοῦ Γύζη.
Λεπτομέρειες γιά τόν πίνακα τοῦ Γύζη, ὁ τίτλος τοῦ ὁποίου ἀπό «Σχολεῖον κρυπτόν» ἔγινε ἐπί τό δημοτικότερο καί ὑποβλητικότερο «Κρυφό σχολειό», θά βροῦμε στίς διάφορες μελέτες τῶν εἰδικῶν. Γεγονός ὅμως εἶναι ὅτι ὄντως ἡ Ἱστορία ἀρέσκεται νά ἀκουμπᾶ στά χρώ- ματα, ἀρέσκεται νά τραγουδιέται…
Δ. Καλογεράκη