Ἡ καμπάνα τοῦ Ἑσπερινοῦ χτυπάει. Ἡ μέρα τελείωσε, ὁ ἥλιος ξέρει πότε νά δύσει. Ὁ ἄνθρωπος σταματάει κι αὐτός τή δουλειά του. Κάνει τόν σταυρό του. Ξύπνησε χαράματα, ἔβγαλε τό ψωμί του, τό κρασί, τό λάδι. Φτάνει ὁ κόπος καί ἡ ἔγνοια τῆς μέρας. Ὥρα γιά τό λίγο δεῖπνο καί τό Ἀπόδειπνο. Γιά αὔριο ἔχει ὁ Θεός.
Ἄλλωστε δέν εἶναι μόνος του στόν κόσμο. Ἄγγελοι γύρω του «πυρὸς φλόγα». Δέν φοβᾶται τίποτα. Ὁ Θεός εἶναι φῶς, «περιπατῶν ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων».
Σ᾽ ὅλη τήν κτίση εὐφορία καί μεγαλεῖο, σάν νά βγῆκε τώρα ἀπ᾽ τά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ. Ἄφθαρτη, ἁρμονική, ἀσφαλής, στολίδι στήν ἄβυσσο. Νερά νά ποτίζει, χορτάρι νά σπέρνει, τήν αὐγή γιά νά ξυπνάει, τή νύχτα γιά νά κοιμᾶται. Γύρω του βουνά, πεδιάδες, φαράγγια. Δάση, σπηλιές, θάλασσες. Πουλιά, θηρία, ἑρπετά. Τό καθένα ξέρει τί θά κάνει, ποῦ θά πάει. Ἔχει τόν τρόπο του, τή θέση του, τήν ὥρα του. Ὅταν πέφτει τό σκοτάδι βγαίνουν τά θηρία, ὅταν ξημερώνει μαζεύονται στή φωλιά τους καί τότε βγαίνει ὁ ἄνθρωπος γιά τή δική του δουλειά. Ὑπάρχει χῶρος, χρόνος, τροφή γιά ὅλα.
«Ἐπληρώθη ἡ γῆ τῆς κτίσεώς σου!». Ἕνας κόσμος τόσο ἰσορροπημένος, σχεδόν σάν ἕνας κόσμος παραδεισένιος πρό τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων.
Ὑπῆρξε ποτέ ἕνας τέτοιος κόσμος; Ὑπῆρχε ἀκόμα καί μιά-δυό γενιές πρίν ἀπό μᾶς. Ἦταν ἕνας κόσμος μέ ἁμαρτία ὁπωσδήποτε -«ἐκλείποιεν ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἄνομοι, ὥστε μὴ ὑπάρχειν αὐτούς»- ἀλλά ὄχι ἀφύσικος σάν τόν σημερινό.
«Ἀποστρέψαντος δέ σου τὸ πρόσωπον ταραχθήσονται». Ἡ ἐποχή σήμερα εἶναι ἀφύσικη καί ὡς ἐκ τούτου ἀνισόρροπη καί ἀνάξια γιά τόν ἄνθρωπο. Ἕνας κόσμος σέ τριπλή κρίση, οἰκονομική, ἐπισιτιστική καί ψυχολογική.
Οἰκολογική, γιατί ὁ ἄνθρωπος σήμερα προσβάλλει τήν κτίση καί τόν ἐκδικοῦνται ἀκόμα καί οἱ νυχτερίδες καθώς ἀπειλεῖται ἡ ζωή τους.
Ἐπισιτιστική, γιατί ὁ ἄνθρωπος σήμερα εἶναι «καταναλώνω ἄρα ὑπάρχω». Καταναλώνω βέβαια σέ κοινή θέα, γιατί ἀλλιῶς δέν ἔχει νόημα.
Καί ψυχολογική, γιατί ὁ ἄνθρωπος σήμερα δέν καταδέχεται νά εἶναι ἕνα μέρος, ἕνα μέλος τοῦ κόσμου. Θέλει νά εἶναι τό κέντρο τοῦ κόσμου. Ὄχι θέλει, πιστεύει ὅτι εἶναι τό κέντρο τοῦ κόσμου. Καί γι᾽ αὐτό τρελάθηκε.
Φαντάζεται ὅτι εἶναι σήμερα βασιλιάς; Εἶναι αὐτομάτως. Φαντάζεται ὅτι εἶναι ὁ πιό διάσημος; Εἶναι αὐτομάτως. Πῶς; Μέσα ἀπό ἕνα παντοδύναμο σκῆπτρο, ἕνα ὑπερόπλο. Ἕναν παραμορφωτικό καθρέφτη πού τόν παρουσιάζει στούς ἄλλους ὅπως θέλει κάθε φορά νά εἶναι. Ποιός εἶναι αὐτός; Τό κινητό του τηλέφωνο. Ὁ κόσμος μας θά περάσει στήν ἱστορία μέ αὐτήν τήν εἰκόνα: ὁ ἄνθρωπος μέ ἕνα κινητό στό χέρι. Μέρα καί νύχτα. Γι᾽ αὐτό οὔτε κοιμᾶται πλέον. «Ἡ ἐποχή μας εἶναι δαιμονισμένη», ἔλεγε ὁ ἅγιος Παΐσιος, «γιατί ὁ ἄνθρωπος σήμερα δέν κοιμᾶται».
Ἦταν ἕνα κρύο πρωινό. Καταχνιά στόν οὐρανό, πάχνη στό χῶμα. Στόν ἔρημο κῆπο στρωμένο μέ τά χρυσοκίτρινα φύλλα τοῦ φθινοπώρου ἕνα σπουργίτι τσιμπολογοῦσε ὅ,τι βρῆκε καί σήμερα. «Πάντα πρὸς Σὲ προσδοκῶσι δοῦναι τὴν τροφὴν αὐτῶν εἰς εὔκαιρον· δόντος σου αὐτοῖς συλλέξουσιν». Κι ἕνα μοναδικό τριαντάφυλλο ξεχασμένο ἔγερνε ἀπ᾽ τίς παγωμένες δροσοστάλες. Φωνές, κουβέντες, γέλια, στόν δρόμο. Παιδιά πού πήγαιναν στό σχολεῖο. Ἡ καλή γιαγιά τους τά σταυρώνει στήν πόρτα. «Ἄγγελε, φύλακα προστάτη, μέ τά φτερά σου τ᾽ ἁπλωτά...», ὁ μήνας τῶν ἀγγέλων. «Ἄντε καί τοῦ Ἀντριῶς», λέει, «μπορεῖ νά πέσει τό πρῶτο χιόνι νά χαρεῖτε».
Νοέμβριος, φθινόπωρο; Ὑπάρχουν ἀκόμα ἐποχές; Οἱ εἰδικοί λένε ὅτι πᾶνε νά ἐξαφανιστοῦν κι αὐτές.
«Ἐποίησε σελήνην εἰς καιρούς... Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε». Γαλήνη. Ὅσο θέλεις Ἐσύ, θά ὑπάρχει κι αὐτός ὁ κόσμος.
Ζ.Γ.