Ψαλμός 103ος

rose cἩ καμπάνα τοῦ Ἑσπερινοῦ χτυπά­ει. Ἡ μέρα τελείωσε, ὁ ἥλιος ξέρει πότε νά δύσει. Ὁ ἄνθρωπος σταματάει κι αὐτός τή δουλειά του. Κάνει τόν σταυ­ρό του. Ξύπνησε χαράματα, ἔβγαλε τό ψωμί του, τό κρασί, τό λάδι. Φτάνει ὁ κόπος καί ἡ ἔγνοια τῆς μέρας. Ὥρα γιά τό λίγο δεῖ­πνο καί τό Ἀπόδειπνο. Γιά αὔριο ἔχει ὁ Θεός.
Ἄλλωστε δέν εἶναι μόνος του στόν κό­σμο. Ἄγγελοι γύρω του «πυρὸς φλό­γα». Δέν φοβᾶται τίποτα. Ὁ Θεός εἶναι φῶς, «περιπατῶν ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων».
Σ᾽ ὅλη τήν κτίση εὐφορία καί μεγαλεῖο, σάν νά βγῆκε τώρα ἀπ᾽ τά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ. Ἄφθαρτη, ἁρμονική, ἀσφαλής, στολίδι στήν ἄβυσσο. Νερά νά ποτίζει, χορτάρι νά σπέρνει, τήν αὐ­γή γιά νά ξυπνάει, τή νύχτα γιά νά κοι­μᾶται. Γύρω του βουνά, πεδιάδες, φαράγγια. Δάση, σπηλιές, θάλασσες. Πουλιά, θηρία, ἑρ­πε­τά. Τό καθένα ξέρει τί θά κάνει, ποῦ θά πάει. Ἔχει τόν τρόπο του, τή θέση του, τήν ὥρα του. Ὅταν πέφτει τό σκοτάδι βγαίνουν τά θηρία, ὅταν ξημερώνει μαζεύονται στή φωλιά τους καί τότε βγαίνει ὁ ἄνθρωπος γιά τή δική του δουλειά. Ὑ­πάρχει χῶρος, χρόνος, τροφή γιά ὅλα.
«Ἐπληρώθη ἡ γῆ τῆς κτίσεώς σου!». Ἕνας κόσμος τόσο ἰσορροπημένος, σχεδόν σάν ἕνας κόσμος παραδεισένιος πρό τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων.
Ὑ­πῆρξε ποτέ ἕνας τέτοιος κόσμος; Ὑ­πῆρ­χε ἀκόμα καί μιά-δυό γενιές πρίν ἀπό μᾶς. Ἦταν ἕνας κόσμος μέ ἁμαρτία ὁ­πωσδήποτε -«ἐκλείποιεν ἁμαρτωλοὶ ἀ­πὸ τῆς γῆς καὶ ἄνομοι, ὥστε μὴ ὑπάρχειν αὐτούς»- ἀλλά ὄχι ἀφύσικος σάν τόν σημερινό.
«Ἀποστρέψαντος δέ σου τὸ πρόσωπον ταραχθήσονται». Ἡ ἐποχή σήμερα εἶναι ἀφύσικη καί ὡς ἐκ τούτου ἀνισόρροπη καί ἀνάξια γιά τόν ἄνθρωπο. Ἕ­νας κόσμος σέ τριπλή κρίση, οἰκονο­μική, ἐπισιτιστική καί ψυχολογική.
Οἰκολογική, γιατί ὁ ἄνθρωπος σήμε­ρα προσβάλλει τήν κτίση καί τόν ἐκ­δι­κοῦνται ἀκόμα καί οἱ νυχτερίδες καθώς ἀπειλεῖται ἡ ζωή τους.
Ἐπισιτιστική, γιατί ὁ ἄνθρωπος σήμερα εἶναι «καταναλώνω ἄρα ὑπάρχω». Καταναλώνω βέβαια σέ κοινή θέα, γιατί ἀλλιῶς δέν ἔχει νόημα.
Καί ψυχολογική, γιατί ὁ ἄνθρωπος σή­μερα δέν καταδέχεται νά εἶναι ἕνα μέρος, ἕνα μέλος τοῦ κόσμου. Θέλει νά εἶναι τό κέντρο τοῦ κόσμου. Ὄχι θέλει, πιστεύει ὅτι εἶναι τό κέντρο τοῦ κόσμου. Καί γι᾽ αὐτό τρελάθηκε.
Φαντάζεται ὅτι εἶναι σήμερα βασιλιάς; Εἶναι αὐτομάτως. Φαντάζεται ὅτι εἶναι ὁ πιό διάσημος; Εἶναι αὐτομάτως. Πῶς; Μέ­σα ἀπό ἕνα παντοδύναμο σκῆ­πτρο, ἕνα ὑπερόπλο. Ἕναν παραμορφωτικό καθρέφτη πού τόν παρουσιάζει στούς ἄλλους ὅ­πως θέλει κάθε φορά νά εἶναι. Ποιός εἶναι αὐτός; Τό κινητό του τηλέφω­νο. Ὁ κόσμος μας θά περάσει στήν ἱ­στορία μέ αὐ­τήν τήν εἰ­κόνα: ὁ ἄνθρω­πος μέ ἕνα κινητό στό χέρι. Μέρα καί νύχτα. Γι᾽ αὐτό οὔτε κοι­μᾶται πλέον. «Ἡ ἐποχή μας εἶναι δαιμονισμένη», ἔ­λε­γε ὁ ἅγιος Παΐσιος, «γιατί ὁ ἄνθρωπος σήμερα δέν κοιμᾶται».
Ἦταν ἕνα κρύο πρωινό. Καταχνιά στόν οὐρανό, πάχνη στό χῶμα. Στόν ἔ­ρη­μο κῆπο στρωμένο μέ τά χρυσοκίτρινα φύλλα τοῦ φθινοπώρου ἕνα σπουρ­γίτι τσι­μπολογοῦσε ὅ,τι βρῆκε καί σήμερα. «Πά­ντα πρὸς Σὲ προσδοκῶσι δοῦναι τὴν τροφὴν αὐτῶν εἰς εὔκαιρον· δόντος σου αὐτοῖς συλλέξουσιν». Κι ἕνα μοναδικό τρι­αντάφυλλο ξεχασμένο ἔγερ­νε ἀπ᾽ τίς παγωμένες δροσοστάλες. Φω­νές, κουβέντες, γέλια, στόν δρόμο. Παι­διά πού πήγαιναν στό σχολεῖο. Ἡ καλή γιαγιά τους τά σταυρώνει στήν πόρτα. «Ἄγγελε, φύλακα προ­στά­τη, μέ τά φτερά σου τ᾽ ἁπλωτά...», ὁ μή­νας τῶν ἀγγέλων. «Ἄντε καί τοῦ Ἀν­τρι­ῶς», λέει, «μπορεῖ νά πέσει τό πρῶτο χιόνι νά χαρεῖτε».
Νοέμβριος, φθινόπωρο; Ὑπάρχουν ἀ­κόμα ἐποχές; Οἱ εἰδικοί λένε ὅτι πᾶνε νά ἐξαφανιστοῦν κι αὐτές.
«Ἐποίησε σελήνην εἰς καιρούς... Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε». Γαλή­νη. Ὅσο θέλεις Ἐσύ, θά ὑπάρχει κι αὐ­τός ὁ κόσμος.

Ζ.Γ.