Σέ δύο φάσεις πραγματοποιεῖται ἡ ὁλοκληρωτική ἐξόντωση τῶν ῾Ελλήνων τοῦ Πόντου. ῾Η πρώτη ἀπό τό 1914 ὥς τό τέλος τοῦ Α' Παγκοσμίου πολέμου (1918) καί ἡ δεύτερη ἀπό τό 1919 ὥς τό 1923 (κεμαλική περίοδος- πόλεμος Μικρᾶς ᾿Ασίας). Οἱ Νεότουρκοι ὄχι μόνο ἀκολουθοῦν τ᾿ ἀχνάρια τῶν προγόνων τους -συνεχίζουν τίς δολοφονίες, τούς βιασμούς καί τίς κλοπές-, ἀλλ᾿ ἐφαρμόζουν καί δύο ἀπάνθρωπους τρόπους ἐξόντωσης, γερμανικῆς ἐπινόησης.
Πόσοι ῞Ελληνες δέν ψυχορραγοῦν στά βάθη τῆς Μ. ᾿Ασίας, σ᾿ ἐκεῖνα τά ὀνομαστά τάγματα ἐργασίας «Ameles tabour», ἀκριβέστερα «τάγματα θανάτου»; ῾Ο Τοῦρκος δυνάστης τούς χρησιμοποιεῖ τάχα σέ διάφορα ἔργα διάνοιξης δρόμων, σέ λατομεῖα, ὀρυχεῖα· στήν πραγματικότητα ὅμως κάτω ἀπό ἐξοντωτικές συνθῆκες, βροχές καί χιόνια, μέ βρισιές, ξύλο καί λιτή τροφή λιγοστεύει τό νῆμα τῆς ζωῆς τους. «῞Οπλα δέ μᾶς ἔδωσαν, μόνη στρατιωτική μας ἐξάρτηση ἦταν μιά ἄθλια χλαίνη, αὐτή γιά στρῶμα, αὐτή καί γιά παλτό. Βρισκόμασταν στό τέλος ᾿Οκτωβρίου καί τό χιόνι ἄρχισε νά πέφτει στήν περιοχή. ᾿Από τό πρωί μέχρι τά μεσάνυχτα κουβαλούσαμε πυρομαχικά... ῞Ενα κομμάτι ψωμί καί μιά νερόβραστη σούπα, δυό φορές τήν ἡμέρα, ἦταν τό φαγητό μας. Κάθε μέρα πέθαινε κάποιος ἀπό τήν ἐξάντληση ἤ τό ξυλοκόπημα. Πολλές φορές τά παλιά μας τσαρούχια τά ψήναμε στή φωτιά, τά ἁλατίζαμε καί τά τρώγαμε. Τό Νοέμβριο ἄρχισε νά μᾶς θερίζει καί ὁ τύφος, ὅμως τό ἄνοιγμα τῶν δρόμων ἀπό τά χιόνια συνέχιζε καί πολλές φορές ἀντικαθιστούσαμε τά ζῶα στό νά τραβᾶμε κάρρα ἤ πυροβόλα», ἀφηγεῖται ἕνας αὐτόπτης μάρτυρας.
᾿Αλλά καί ὁ δεύτερος τρόπος ἀφανισμοῦ τοῦ ποντιακοῦ ῾Ελληνισμοῦ εἶναι τό ἴδιο ὕπουλος καί φοβερός. Κατά τή διάρκεια τοῦ Α' Παγκοσμίου πολέμου καί μέ τό πρόσχημα τῆς «στρατιωτικῆς ἀσφάλειας» τῶν τουρκικῶν πόλεων ἐκτοπίζουν ἕνα πλῆθος ῾Ελλήνων ἀπό τά παράλια στό ἐσωτερικό. Καί σχηματίζεται τότε μιά ἀτέλειωτη σειρά ἀπό λευκασμένους γέροντες, πονεμένες γυναῖκες καί σκιαγμένα παιδιά πρός τή μικρασιατική ἐνδοχώρα. Μέ ληστεῖες, μέ τρελές πορεῖες πίσω-μπρός, μέ ξαφνικές ἐπιθέσεις καί βιασμούς τούς ὁδηγοῦν ταχύτερα στό θάνατο, ἀφήνοντάς τους ἄταφους γιά τροφή τῶν πουλιῶν καί τῶν θηρίων. «Ποῦ εἶστε ζωγράφοι νά ἀποτυπώσετε τόν πόνο στούς πίνακές σας! Ποῦ εἶστε ποιητές νά ἐρεθιστεῖ ἡ πένα καί ἡ φαντασία σας! Ποῦ εἶστε μουσικές ἰδιοφυΐες νά θρηνήσετε μέ τά μουσικά σας ὄργανα τή μεγάλη ντροπή καί τό ἀποτρόπαιο ἔγκλημα τοῦ αἰώνα μας!», σημειώνει στό βιβλίο του «῾Η γενοκτονία τῶν ῾Ελλήνων τοῦ Πόντου» ὁ Χάρης Τσιρκινίδης.
῾Η γενοκτονία φτάνει στό ἀποκορύφωμά της, σάν ξεσπᾶ ἡ μανιακή κεμαλική λαίλαπα. Σαρώνει τούς χριστιανικούς πληθυσμούς μέ τά περίφημα «Δικαστήρια ᾿Ανεξαρτησίας». Πυκνώνουν οἱ ἀποστολές τῶν ἐξορίστων. ᾿Αγνοεῖται ἡ τύχη τῶν περισσοτέρων. Οἱ πόλεις καί τά χωριά τοῦ μαρτυρικοῦ Πόντου γεύονται διαρκῶς τίς βιαιότητες καί φρικαλεότητες τῶν Τούρκων ἐνόπλων, πού ἱκανοποιοῦν τά ζωώδη ἔνστικτά τους. Καταδικάζονται ἐρήμην σέ θάνατο ἐξέχοντες ῞Ελληνες, μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος -μετέπειτα ᾿Αρχιεπίσκοπος ᾿Αθηνῶν καί πάσης ῾Ελλάδος- καί ὁ μητροπολίτης ᾿Αμάσειας Γερμανός Καραβαγγέλης. Κι ἐνῶ ὁ Κεμάλ ἐξορίζει, λεηλατεῖ, σκοτώνει, πυρπολεῖ, σέ ἀναφορά του δίνει μία τελείως ἀντίστροφη εἰκόνα τῆς πραγματικότητας, πού δικαιολογημένα ἐξανίσταται ἡ ψυχή τοῦ ῞Ελληνα· «... Μῖσος γιά τούς ῞Ελληνες δέν ἔχουμε καί ἐπιπλέον εἶμαι πεπεισμένος ὅτι αὐτοί θά εἶναι οἱ καλύτεροι φίλοι μας σέ λίγο. Κανένα μέτρο δέν πάρθηκε κατά τῶν ῾Ελλήνων, ἁπλῶς τούς ἀφήσαμε ἐλεύθερους νά φύγουν ἤ νά μείνουν...».
Αὐτά ἰσχυρίζεται ὁ Κεμάλ. ῾Ο ἐπίλογος ὅμως αὐτῆς τῆς τραγωδίας εἶναι θλιβερός. ῞Ενας ὁλόκληρος λαός ξερριζώνεται ἀπό τά πάτρια χώματά του. ῞Οσοι γλύτωσαν ἀπό τή λεπίδα τῶν κεμαλικῶν, καταφεύγουν στή μάνα ῾Ελλάδα ἤ σέ ἄλλα κράτη. Μέ χαρά ὁ Κεμάλ στίς 13 Αὐγούστου 1923 διακηρύττει στή Μεγάλη ᾿Εθνοσυνέλευση· «᾿Επιτέλους τούς ξερριζώσαμε τούς ῞Ελληνες ἀπό τόν Πόντο».
Κι ἐμεῖς θρηνοῦμε γιά τήν ἐξόντωση τῶν προγόνων μας. Πονοῦμε, γιατί χάσαμε τήν ἔνδοξη ποντιακή γῆ. Οἱ ἀλησμόνητες ἀλύτρωτες πατρίδες, πληγές ἀνοιχτές στήν ἱστορία μας, δέν μᾶς ἐπιτρέπουν νά ξεχνοῦμε τό χρέος μας ἀπέναντι στή μνήμη. Μά κι ἄν ἔσβησε ὁ Πόντος, δέν χάθηκε ὁ ῾Ελληνισμός κι ἡ Ρωμιοσύνη. Εὐτυχῶς ἔχουμε ἀνάμεσά μας τήν ψυχή τοῦ Πόντου, τούς Πόντιους ἀδελφούς μας. Αὐτοί, πού ὅταν ἦρθαν στόν τόπο μας, τόνωσαν τόν πληθυσμό μας κι ἀνέβασαν πολιτισμικά, πνευματικά καί οἰκονομικά τό ἐπίπεδο τῆς χώρας μας. ῾Η παρουσία τους ἐμφυσᾶ πνοή δημιουργική, ἐμποτισμένη ὅμως μέ τό δράμα τοῦ ξερριζωμοῦ καί τῆς προσφυγιᾶς. Γιατί «ἡ Ρωμανία κι ἄν πέρασεν, ἀνθεῖ καί φέρει κι ἄλλο». Μπορεῖ νά πέρασε ἀπό πάνω της ὁ ὁδοστρωτήρας τοῦ ἐχθροῦ, ἀλλ᾿ ἀνθίζει καί ξαναγεννιέται.