Ἀκούμπησε εὐλαβικά τά χείλη της καί ἀσπάστηκε τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βρεφοκρατούσας. Ἡ μοσχοβολιά, ἀνάμικτη ἀπό θυμίαμα καί κάπνα ἀπό καντήλι, μπῆκε, θαρρεῖς, μέχρι καί μέσα στήν ψυχή της. Αὐτό τό εἰκόνισμα φερμένο ἀπό τήν Πατρίδα ἦταν γι᾽ αὐτήν ἕνα ἱερό κειμήλιο, ἕνα φυλακτό ἀνεκτίμητο, ἕνα ἀγαπημένο θυμητάρι. Σ᾽ αὐτήν κατέφευγε, σ᾽ αὐτήν ἀπέθετε τήν καρδιά της, μά καί σ᾽ αὐτήν ἤλπιζε... Ἦταν τό καταφύγιό της!
- Φοβᾶμαι, μάνα, πώς δέν θά τόν γλυτώσουμε τόν πόλεμο, τῆς εἶπε ἕνα πρωί ὁ γιός της, κι ἔνιωσε τήν παγωνιά τοῦ θανάτου νά περνᾶ μέσα της.
- Νά μή δώσει ὁ Θεός νά δοῦμε ξανά πόλεμο! εἶπε στυλώνοντας τό βλέμμα της στό εἰκόνισμα ἡ κυρα-Βασιλική κι ἀπό κείνη τήν ὥρα ἡ ἀγωνία τήν τύλιξε.
Ἔφυγε κυνηγημένη ἀπό τή Σμύρνη παίρνοντας μαζί της τά τρία της παιδιά. Τόν ἄντρα της τόν εἶχαν στρατολογήσει οἱ Τοῦρκοι καί κάποιοι εἶπαν ὅτι σκοτώθηκε στήν προσπάθειά του νά δραπετεύσει στή Μητέρα Πατρίδα. Ψέματα ἤ ἀλήθεια, δέν ἤξερε. Ἀπό τότε ὅμως δέν τόν ξαναεῖδε, δέν ἔμαθε τίποτε ἄλλο γι᾽ αὐτόν. Μεγάλωσε μόνη της τά παιδιά της, τά δύο κορίτσια καί τόν γιό της, σέ ἕνα μικρό σπίτι στήν Κοκκινιά καί δόξα τῷ Θεῶ, ὅπως συνήθιζε νά λέει γιά ὅλα, ζήσανε καί τώρα πιά δέν τούς ἔλειπε τίποτε. Πάντρεψε καί τά κορίτσια της μέ δυό καλά παιδιά, πρόσφυγες κι αὐτά, καί τώρα ζοῦσε μέ τόν Νικήτα της, πού τήν εἶχε «μή στάξει καί μή βρέξει».
- Ἄν ξεσπάσει ὁ πόλεμος, μάνα, ἐγώ θά φύγω γιά τό μέτωπο. Θέλω νά μοῦ ὑποσχεθεῖς ὅτι δέν θά μείνεις ἐδῶ μόνη, ἀλλά θά πᾶς σέ κάποιο ἀπό τά κορίτσια μας. Ἄν ξέρω πώς εἶσαι μαζί τους, θά πολεμάω ἥσυχος, τῆς εἶπε σάν ἀπόφαγαν κάποιο βράδυ ὁ Νικήτας.
Δέν εἶπε τίποτα ἡ κυρα-Βασιλική, δέν ἄνοιξε τό στόμα της νά πεῖ κουβέντα. Μόνο ἔβγαλε ἕναν βαθύ ἀναστεναγμό καί κούνησε μέ πόνο τό κεφάλι της.
- Μάνα, εἶπα ἄν ξεσπάσει ὁ πόλεμος, δέν ξέσπασε κιόλας!
Τό ὄμορφο χαμογελαστό του πρόσωπο τήν ἔκανε νά ἀναθαρρέψει.
- Ἡ Παναγιά νά βάλει τό χέρι της, εἶπε καί σταυροκοπήθηκε κοιτάζοντας τό εἰκόνισμα.
Μά ἦρθε ὁ πόλεμος! Ἦρθε, κι ὁ Νικήτας ἔφυγε χαμογελαστός γιά τό μέτωπο, ὅπως χαμογελαστοί ἔφυγαν καί ὅλοι οἱ φαντάροι. Κι ἡ κυρα-Βασιλική ἀπέμεινε μέ τήν παγωνιά τοῦ θανάτου μέσα στήν ψυχή της, δίχως νά μπορεῖ νά πιστέψει πώς αὐτή ἡ ζωή τῆς φύλαγε δύο πολέμους κι ἔτρεμε μήπως τῆς φύλαγε καί δεύτερο θάνατο.
Σάν πῆρε τό πρῶτο γράμμα ἀπό τό μέτωπο, σάν διάβασε τό ἡρωικό φρόνημα τοῦ Νικήτα, κάτι σάν ντροπή τήν τύλιξε.
«Μάνα μου, εἶμαι ὑπερήφανος πού εἶμαι Ἕλληνας, πού πολεμῶ γιά τήν πατρίδα μου. Ἄν ὁ Θεός ἐπιτρέψει νά ζήσω, θά ζήσω! Ἄν ὅμως θελήσει τό αἷμα μου νά ποτίσει τό χῶμα τῆς πατρίδας μου, χαλάλι ἡ ζωή μου! Μά κάτι μοῦ λέει πώς ἡ Παναγιά πού φέραμε ἀπό τήν Πατρίδα θά ἀσφαλίσει τή ζωή μου καί θά μέ φέρει πίσω ζωντανό».
Ἔσφιξε μέ δάκρυα τό γράμμα στό στῆθος της καί γονάτισε μπροστά στό εἰκόνισμα.
- Πρός σέ καταφεύγω, Παναγία μου, νά φυλάγεις ὅλα τά παιδιά πού πολεμᾶνε καί τόν Νικήτα μου…
Οἱ παιδικές φωνές πού ἔσπασαν τή σιωπή τήν ἔκαναν νά σκιρτήσει ἀπό λαχτάρα. Ἡ μεγάλη της κόρη μέ τά δύο παιδιά της, τά ἐγγόνια της, ἦταν ἤδη μέσα στό σπίτι. Ἄνοιξε τήν ἀγκαλιά της ἡ κυρα-Βασιλική καί τά ἔκλεισε μέσα.
- Γιαγιά, θοῦ φέλαμε θμυλναίικα θουτδουκάκια, εἶπε ὁ τρίχρονος Νικόλας καί τύλιξε τά χεράκια του γύρω ἀπό τόν λαιμό της.
- Ἡ μαμά λέει ὅτι ἐσύ τά κάνεις πιό νόστιμα, εἶπε ἡ Βασιλική, πού εἶχε κλεισμένα τά πέντε καί μέ ἕνα σάλτο βγῆκε ἀπό τήν ἀγκαλιά της καί στάθηκε μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας.
- Παναγίτσα μου, εἶπε σταυρώνοντας εὐλαβικά τά χεράκια της, νά φυλᾶς τόν μπαμπά καί τόν θεῖο Νικήτα καί τόν θεῖο Λάμπρο.
- Κι ἐμᾶθ ἀπό τά ἀελοπλάνα, πρόσθεσε μέ ὕφος σοβαρό ὁ Νικόλας.
- Ἅμα τώρα ἔρθουν τά ἀεροπλάνα, ἐγώ δέν θά φοβηθῶ καθόλου, εἶπε ἡ Βασιλική. Τώρα πού εἶμαι στό σπίτι σου, γιαγιάκα μου, δέν φοβᾶμαι τίποτα. Τῆς λέω τῆς μαμᾶς νά ἔρθουμε νά μείνουμε μαζί σου, ὥσπου νά γυρίσει ὁ μπαμπάς, κι αὐτή δέν μέ ἀκούει.
- Καλά σοῦ λέει τό παιδί, κόρη μου, εἶπε μέ κρυφή ἐλπίδα ἡ κυρα-Βασιλική. Κι ἄν ἔρθει κι ἡ ἀδελφή σου μέ τό μωρό, ἐγώ τόν νοῦ μου θά τόν ἔχω μόνο στό μέτωπο.
- Μητέρα, δέν εἶναι πού δέν θέλουμε κι ἐγώ καί ἡ Μαρία, ὅμως τό καταφύγιο εἶναι δίπλα στά σπίτια μας. Μόλις ἀκουστοῦν οἱ σειρῆνες, μπαίνουμε μέσα πρίν ἀρχίσουν οἱ βομβαρδισμοί. Ἐσύ πρέπει νά ἔρθεις σέ μᾶς, πού τό καταφύγιο τῆς γειτονιᾶς εἶναι μακριά γιά σένα.
- Τό καταφύγιο τῆς γιαγιᾶς, ἄκουσα τή θεία Μαρία νά σοῦ λέει μιά μέρα, εἶναι τό εἰκόνισμα τῆς Παναγίας, πού ἔφερε ἡ γιαγιά ἀπό τήν Πατρίδα. Γι᾽ αὐτό ἐγώ δέν φοβᾶμαι τίποτα ὅταν εἶμαι ἐδῶ!
Γύρισαν καί κοίταξαν συγκινημένες ἡ μία τήν ἄλλη οἱ δύο γυναῖκες.
- Ἡ Βασιλική, κόρη μου, ἔχει δίκιο! Μά κι ἐσύ ἔχεις δίκιο... Καί αὐτό τό καταφύγιο μᾶς χρειάζεται καί τό ἄλλο. Ἄλλωστε κι ὁ Νικήτας μοῦ ἔδωσε παραγγελιά νά ἔρθω καί νά μείνω μαζί σας.
Ἀπέμεινε ἡ κόρη νά κοιτάζει ξαφνιασμένη τή μάνα της.
- Δηλαδή, θά ἔρθεις; τή ρώτησε μέ μάτια πού ἔλαμπαν ἀπό χαρά.
- Θά ἔρθω, κόρη μου, μά ὄχι μόνη μου.
- Θά ἔθει κι ἡ θεία Μαλία μέ τό μπέμπη; πετάχτηκε καί εἶπε ὁ Νικόλας, πού ἦταν τό μοναδικό πού κατάλαβε τόση ὥρα πού μιλοῦσαν οἱ ἄλλοι.
- Δέν ἔχω δικαίωμα νά σᾶς στερήσω οὔτε ἐκεῖνο τό καταφύγιο, μά οὔτε κι αὐτό, εἶπε κι ἔδειξε τό εἰκόνισμα. Θά πάρουμε μαζί μας τήν Παναγιά τῆς Πατρίδας καί θά πᾶμε στό σπίτι σας.
Ξεκρέμασε εὐλαβικά τό εἰκόνισμα ἡ κυρα-Βασιλική καί τό ἀσπάστηκε. Μιά ἀλλιώτικη εὐωδία ἐξόν ἀπό ἐκείνη τήν ἀνάμεικτη μέ τό θυμίαμα καί τήν κάπνα ἀπό τό καντήλι ἦταν ἡ ἐπιβεβαίωση ὅτι ἔκανε αὐτό πού ἔπρεπε.
- Πρός σέ καταφεύγω, τήν Κεχαριτωμένη…
Τά δύο μικρά παιδιά, πού δίπλα της ἔκαναν ἐδαφιαῖες μετάνοιες, εἶχαν ἀνάγκη κι ἀπό τό καταφύγιο τοῦ πολέμου καί ἀπό τό Καταφύγιο τῆς γιαγιᾶς.
Ἑλένη Βασιλείου