Ἡ Μάνα τοῦ Στρατιώτου

«Ἡ Μάνα τοῦ Στρατιώτου» Καλλιόπη Λύκα
agalma manas    Καθώς περπατᾶς τή Λεωφόρο Στρατοῦ στή Θεσσαλονίκη, σάν φθάσεις στό προαύλιο τοῦ Γ΄ Σώματος Στρατοῦ, στάσου γιά λίγο ἐκεῖ κι ἀτένισε τό μπρούτζινο ἄγαλμα. Θωρεῖς μιά γυναίκα μέ στρατιωτική στολή, πού κάνει ἐλαφρύ βηματισμό πρός τά μπρός. Τήν προσοχή σου θά τραβήξει ἡ ἐπιγραφή: «Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙ­Ω­ΤΟΥ-ΚΑΛ­ΛΙΟ­ΠΗ ΛΥΚΑ» (1889-1982).
Φυσιογνωμία ξεχωριστή, ψυχή λιοντα­ρίσια εἶναι τούτη ἡ γυναίκα∙ ἐθνική ἀγω­νίστρια, σύζυγος ἥρωα, μητέρα ἥρωα, διαπρεπής νοσοκόμα.
Ἡ Ἄρτα τή γέννησε. Οἱ πλούσιοι γο­νεῖς της διακρίνονται γιά τήν εὐ­σέβειά τους καί τή γενναιόδωρη φι­λανθρωπία τους. Ἁδρά χρηματικά πο­σά διαθέτουν γιά τούς φυλα­κι­σμέ­νους, τούς φτωχούς, τά ἄπορα κο­ρίτσια. Οἱ ποικίλες ἐκδηλώ­σεις ἀ­γά­πης τῆς οἰκογένειάς της τήν ἐ­μ­πνέ­ουν. Ἡ ὥριμη νιότη της ὅμως δα­κρύ­ζει καί πονᾶ. Ὁ συντα­γματάρχης σύ­ζυ­γός της, Δημήτριος Λύκας, μετά τή Μι­κρασιατική Ἐκστρατεία ἀρρω­σταίνει ἀ­πό φυματίωση καί πεθαίνει πρόωρα. Ζυ­μω­μένη μέ τόν πόλεμο  ἦταν ἡ ζωή του. Μέ παράσημα, μέ πολεμικά με­τάλλια εἶ­­ναι στολισμένο τό στῆθος του, ἐνῶ τό ἡρω­ικό του σῶμα κα­κο­ποιημένο ἀπό τά τραύ­­­ματα. Ἡ Καλ­λιόπη μέ τό χαρακτη­ριστικό της χα­μόγελο θά στα­θεῖ γιά τόν ἀνήλικο μο­ναχογιό της Γεώργιο καί μάνα καί πα­τέρας.
  Σέ πολλά μέρη τῆς πατρίδας μας, πρίν ἐκραγεῖ ὁ ἑλληνοϊταλικός πό­λε­μος, δημιουργοῦνται ὁμάδες ἀπό ἐ­θελό­ντρι­ες Ἀδελφές τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἐρυ­θροῦ Σταυροῦ. Μέσα σ’ αὐτές συγκατα­ριθμεῖ­ται καί ἡ λεβέντισσα ἠ­πειρώτισσα, πού ντύνεται τή λευκή στολή τῆς νοσο­κόμας.
  Ξημερώνει τό θρυλικό Ἔπος τοῦ 1940. Σέ νοσοκομεῖα, σέ ὀρεινά χει­ρουρ­γεῖα στέκεται ἀνύ­στα­χτη δίπλα στούς πληγωμένους. Βαθιά χαραγμέ­νες θά μείνουν στή σκέψη της εἰκό­νες φρικτές ἀπό τά κρυοπαγήματα τῶν στρατιωτῶν. Πόσες φορές, κα­θώς ἔ­βγαζε τίς ἀρβύλες τους, ἔ­βρι­σκε μέ­σα κομμένα δάχτυλα τῶν κάτω ἄ­κρων! Συντετριμμένη διηγεῖ­ται πώς σέ μιά μόνο μέρα μέτρησε ὅτι ἀκρωτηριάστηκαν ἑκατό παλληκά­ρια! Πῶς ἔ­σφιγγε τήν καρδιά της καί συνέ­χιζε τό ἐπίπονο κι ἐπώδυνο ἔργο της;
  Στό στρατιωτικό νοσοκομεῖο κου­βαλᾶ ἀπό τό σπιτικό της ροῦχα, κου­ζι­νικά σκεύη, πετσέτες, γιά νά καλύ­ψει τήν ἀνεπάρκεια. Συνοδεύει τραυ­ματίες σέ νοσοκομεῖα μέσα σέ αὐ­τοκίνητα, πού δέν ἦταν προορισμένα γιά τέτοιες μετα­φορές! Οἱ πληγω­μένοι σφαδάζουν ἀπό τούς πόνους, γιατί στεροῦνται τά ἀνα­γκαῖα. Κι αὐτή σάν μάνα δίπλα τους ξα­γρυπνᾶ, ἁπα­λύνει τό φορτιό τους. Οἱ με­ταφορές γίνονται μόνο τή νύχτα, γιατί τή μέρα κινδυνεύουν ἀπό τούς βομ­βαρ­δι­σμούς.
  Οἱ στρατιωτικές ἐπιτυχίες διαδέ­χο­νται ἡ μιά τήν ἄλλη. Ὁ ἑλληνικός στρα­τός πατᾶ τή Βόρειο Ἤπειρο. Πα­νη­γυ­ρίζουν στό Ἀργυρόκαστρο, στήν Πρε­με­τή... Μαζί τους γεύεται τίς χαρές τῆς νί­κης καί ἡ γενναία Ἀδελ­φή Καλ­λιόπη, πού ἀγαπᾶ πολύ τόν ἑλληνικό στρατό. «Ὅ­που ὑπάρχει στρατός, εἶναι ἐλεύθερη ἡ πατρίδα!», τήν ἀκοῦνε συχνά νά λέει.
  Στό Ἀργυρόκαστρο ζεῖ κάτι ἀνε­πα­νά­ληπτο.Ὁ βασιλιάς Γεώργιος Β΄ τήν ὀνομάζει, ὅπως τῆς ταιριάζει, «Μάνα τοῦ Στρατιώτου»*. Κείνη τή στιγμή οἱ στρα­τι­ῶτες σύσσωμοι, ἐντε­λῶς αὐθόρ­μη­τα, ἀφήνουν τίς καρδιές τους νά ξεσπάσουν καί νά συντο­νιστοῦν ὅλες σέ μιά κραυ­γή: «Μάνα!». Τούτη ἡ ἀνέλπιστη, ἠχηρή, τρυ­­­φερή προσφώνηση συνταράσσει τό εἶναι της. Στό ἑξῆς ἔτσι θά τήν ἀπο­κα­λοῦν στρατιῶτες καί στρατιω­τικοί.
  Ἡ Καλλιόπη ἔχει ἐπίσης τήν εὐ­θύνη τῆς ὀργάνωσης «Φανέλλα τοῦ Στρατιώτου». Μέ τή βοήθεια χιλιάδων Ἑλληνίδων στέλνει στό μέτωπο περισσότερα ἀπό 107.500 δέματα. Κεῖ πάνω στίς χιονι­σμέ­νες κορυφο­γραμ­μές τῆς Πίν­δου οἱ ἕλληνες φαντάροι παραλαμ­βάνουν ροῦ­χα μάλλι­να, γιά νά ζεστάνουν τά καταπα­γω­μένα μέλη τους.
  Εἶναι ἡ τελευταία μέρα τοῦ Δε­κέμβρη τοῦ 1940. Στό στρατιωτικό νοσοκομεῖο, στά Γιάννενα, μεταφέ­ρεται τραυματι­σμέ­νος ὁ γιός της, ὁ ἀνθυπολοχαγός Γεώργιος Λύκας. Ἡ μητέρα του φροντίζει τήν πληγή του καί τόν συμβουλεύει νά πάρει ἀμέσως τό φύλλο πορείας, γιά νά βρε­θεῖ γρήγορα καί πάλι στή μαχό­μενη μο­νάδα του. Κι ὅταν ὁ διευθυντής τοῦ νοσο­κο­μείου θέλει νά τόν κρατήσει ἀ­κό­μη μιά μέρα, γιά νά τόν παρα­κο­λουθήσει κα­λύ­τερα, ἡ Καλλιόπη ἔχει τίς ἀντιρ­ρή­σεις της: «Τό κρεβάτι ἔχω νά τό δώσω σέ ἄλ­λον πού εἶναι βα­ρύ­τερα τραυματι­σμέ­νος καί ἐκεῖ ἐπάνω στό μέτωπο ἡ θέση του εἶναι ἄδεια!». Ἀφήνει ὅλους ἐμβρό­ντη­τους ἡ «Μά­να» πού δέν κάνει δια­κρί­σεις.
  Στήν ἐαρινή ἐπίθεση τῶν Ἰταλῶν ὁ Μουσολίνι περιμένει θριάμβους. Δυστυχῶς γι᾽ αὐτόν, ξευτελισμένος φεύγει γιά τή Ρώμη. Ἡ ἐπιχείρηση αὐ­τή μετρᾶ χι­λιά­δες νεκρούς καί τραυ­ματίες κι ἀπό τίς δυό μεριές. Ἀνά­μεσα στίς ἐ­θελόντριες Ἀδελφές ξεχω­ρίζει ἡ «Μά­να», πού φρο­ντίζει θυσια­στικά καί τόν Ἕλληνα καί τόν Ἰταλό, καί πρῶτα αὐτόν πού εἶναι πιό σο­βα­ρά, δίχως νά λαμβάνει ὑπ᾽ ὄψιν τήν ἐθνικότητα.
  Ξαφνικά ἡ ζυγαριά ἀντιστρέ­φε­ται. Δέν τό χωρᾶ τό λογικό τους. Ἀπό νικητές νά βρίσκονται ἡττημένοι! Μέ τήν εἴσοδο τῶν Γερμανῶν στήν πα­τρίδα μας, ἡ Καλλιόπη βιώνει φαρ­μα­κερές ἐμπειρίες μαζί μέ τήν 8η Με­ραρχία. Λόγῳ τῆς συνθη­κο­λό­­γησης, οἱ μαχη­τές ἔπρεπε νά ἀπο­χω­ριστοῦν τά πυ­ροβόλα τους. Δακρύ­­βρε­χτοι τά φι­λοῦν, τά στολίζουν μέ λου­λούδια, ψέλνουν τόν Ἐθνικό Ὕμνο καί τά κα­ταστρέφουν μέ δυναμίτιδα, γιά νά μήν τά ἁρπάξει ὁ κατακτητής. Τήν ὥρα πού ἀκούγονταν οἱ ἐκρήξεις, κά­ποιοι ἀπό τό στράτευμα, λιποψυχοῦν καί, δυστυχῶς, θέτουν τέρμα στή ζωή τους. Ἑτοιμά­ζο­νται νά τούς μιμηθοῦν κι ἄλλοι καί τότε ἀστράφτει καί βρο­ντᾶ ἡ ἀτρό­μητη Ἑλ­λη­νίδα: «Σταμα­τῆ­στε! Ἡ Πατρί­δα δέν πέ­θα­νε καί σᾶς ἔχει ἀνάγκη! Ἄν χαθεῖτε ἐσεῖς, ποιός θά τήν ἐλευθερώ­σει;».Ὅλοι ὑπολογί­ζουν τή «Μάνα» καί βάζουν φρένο στό κα­κό.
  Στή δεινή Κατοχή καί τά δρα­μα­τι­κά χρό­νια πού ἀκολούθησαν, ἡ Καλ­λιόπη βρί­σκε­ται πάντα στίς ἐπάλξεις. Εἶναι γιά τόν συ­­­νάν­θρωπο ὁ στορ­γι­κός «Σα­μαρείτης».
  Ὁ γιός της στό Νεστόριο Καστο­ριᾶς τραυματίζεται πάλι. Ὅταν μα­θαίνει τ’ ἀν­δρα­γαθήματά του, τοῦ λέ­ει μέ καμάρι: «Τώ­ρα εἶσαι παιδί μου! Θά σέ φιλήσω σάν Μάνα τοῦ Στρα­τιώτου καί τό φιλί αὐτό θά εἶναι τό εὖγε τῆς παλληκαροσύ­νης σου!». Ἔ­ζησε τό βλαστάρι της, ἀλλά ἔχασε τό φῶς ἀπό τό ἕνα του μάτι.
  Σάν σιγοῦν τά ὅπλα, ἐπιστρέφει στό ἐγ­καταλελειμμένο σπίτι της, στά Γιάννε­να. Ἀλ­λά καί τότε σκορπίζει στούς ἀνα­γκε­μέ­νους τά πάμπολλα δῶρα τῆς ἀγάπης της. Ἔρχεται στιγμή πού δέν ἔχει τά στοι­χειώδη γιά τόν ἑαυτό της, οὔτε φα­γητό οὔτε θέρ­μανση. Τά χρόνια διαβαί­νουν κι οἱ δυ­νάμεις της ἀργοσβήνουν. Παρόλο τό βάρος τῆς ἡ­λικίας, συχνάζει στήν ἐκ­κλησία. Παρακο­λουθεῖ μέ κατά­νυ­ξη τή θεία Λειτουργία καί δέεται μπρο­στά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας γιά τήν ταλαίπωρη Ἑλλάδα.
  Στά 93 της χρόνια, 15 Φε­βρου­αρίου 1982, φτερουγίζει γιά τήν οὐ­ράνια πατρίδα. Τά παράσημά της καί ἡ ἑλληνική σημαία κοσμοῦν τό φέ­ρε­τρό της. Ὅταν φεύγουν ἀπό τή ζωή τέτοιες σπάνιες μορφές, ὁ κό­σμος ὀρφανεύει κι ἡ πατρίδα φτωχαίνει.

Ἑλληνίς

"Ἀπολύτρωσις", Ὀκτ. 2021

*Γιά πρώτη φορά «Μάνα τοῦ Στρα­τιώτου» χα­ρακτηρίστηκε, στούς Βαλκανικούς Πολέ­μους, ἡ ἐ­θελόντρια Ἀδελφή τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἐρυθροῦ Σταυ­ροῦ Ἄννα Μελᾶ-Παπαδοπού­λου, ἀδελφή τοῦ μακε­δο­νομάχου ἥρωα Παύλου Μελᾶ.