Μέσα στό πέλαγος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἡ ἁπλή καθημερινή ζωή μας διαποτίζεται μέ τή δροσιά τῆς θείας χάριτος. Καί ὅσο ἀφημένος στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τόσο γλυκειά ἡ πατρική παρουσία τοῦ Θεοῦ τόν σκεπάζει, τόν φτάνει στόν ἁγιασμό.
Σέ μία παράλια κωμόπολη τοῦ νομοῦ Ἀττάλειας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, στή Φοινικούντα, γεννήθηκε ὁ μικρός Ἑρμογένης τόν 4ο αἰώνα. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς ἔβαλαν βαθιά μέσα στήν καρδιά τοῦ μικροῦ παιδιοῦ τήν ἐμπιστοσύνη στόν ἀληθινό Θεό καί πατέρα. Στήν πρώτη τρικυμία, τῆς ὀρφάνιας καί ἀπό τούς δύο γονεῖς, φάνηκε γενναῖος ὁ πιστός νέος. Εἶχε μάθει νά κρατᾶ σφιχτά τό χέρι τοῦ Χριστοῦ. Ἔμενε γαντζωμένος στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ μέ τή συνεχῆ μελέτη τῶν θείων Γραφῶν καί τή ζωντανή συμμετοχή του στή θεία λατρεία. Ἄδειασε τό πλεούμενο τῆς ζωῆς του ἀπό τά πλούτη, καθώς τά σκόρπισε στούς φτωχούς.
Ἔβαλε πλώρη γιά τή χώρα τοῦ Νείλου. Στήν Αἴγυπτο μέ ἐπιμέλεια μαθήτευσε κοντά σέ μεγάλες ἀσκητικές μορφές. Κάθε ἐμπειρία πού ἀποκτοῦσε γινόταν πλουτισμός καί ἐφόδιο γιά τήν ὑψηλή ἀποστολή του.
Μέ τό μοναχικό σχῆμα πιά ἀναχώρησε γιά τήν Ἀθήνα κι ἔπειτα γιά τήν Κωνσταντινούπολη. Τό φόρτωμα τῆς ψυχῆς του ἔλαμπε «ὑπὲρ χρυσίον». Ὁ ἴδιος ἔμενε ταπεινός, ἀθόρυβος κομιστής τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ. Πῶς νά μήν ἀνασύρει ὅμως ἀπό τήν ἀφάνεια τόν εὐλογημένο ἐργάτη τῆς Ἐκκλησίας ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ; Ἀποκάλυψε στόν Πατριάρχη τό ἐκλεκτό ἁγιασμένο δοχεῖο τοῦ Ἑρμογένη. Ἡ χειροτονία του σέ διάκονο καί στή συνέχεια σέ πρεσβύτερο τῆς Ἐκκλησίας δέν ἄργησε νά γίνει.
Ὁπλισμένος μέ θεία σοφία ἀξιώθηκε νά βρεθεῖ στήν πρώτη γραμμή ὡς ἐπίσκοπος Σάμου. Ὁ πιστός λαός της κλυδωνιζόταν ἀπό τίς αἱρέσεις καί τήν πλάνη τῶν εἰδώλων. Σωτήρια κιβωτός ἔγινε ἡ παρουσία τοῦ ἐπισκόπου. Μέ τό ζωντανό κήρυγμά του, μέ τά φωτισμένα συγγράμματά του δίδασκε τούς ὀλιγόπιστους, μετέστρεφε στήν ἀληθινή πίστη τούς πλανεμένους. Μέ τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος ἔντυνε τίς ψυχές μέ τήν παντοδύναμη πανοπλία τῆς χάριτος. Μέ τήν πατρική φιλανθρωπία του ἔντυνε τά σώματα καί τά παρηγοροῦσε στίς πολλές τους ἀνάγκες. Θαυμαστά θεράπευε, στήριζε, ἀνόρθωνε ὁ χαριτωμένος ποιμένας.
Κι ἦρθε λαίλαπα σκληρή νά ξεσπάσει πάνω στήν ἱερή κιβωτό πού προστάτευε τόν σκιαγμένο λαό. Ἦταν τό μίσος καί ὁ φθόνος τῶν εἰδωλολατρῶν, τοῦ ἴδιου τοῦ ἡγεμόνα τους Σατορνίνου. Μπροστά του ὁ ἡρωικός Ἑρμογένης ὁμολόγησε μέ παρρησία: «Ὁ Θεός μου εἶναι παντοδύναμος· ἕνας καί ἀληθινός! Ὅσο γιά τά εἴδωλά σας εἶναι ἀκάθαρτα βδελύγματα! Μόνο στήν ἀπώλεια ὁδηγοῦν!». Ἀκολούθησε μαστίγιο. Οἱ σάρκες του διαλύθηκαν. Ὅ,τι ἀπέμεινε τό κρέμασαν σ’ ἕνα ξύλο, μέ σιδερένια νύχια τό κατέσχιζαν, τό κατέκαιγαν μέ ἀναμμένες λαμπάδες. Ὁλόφωτος ὁ ἱερομάρτυρας ἔλαμπε ἀπό χαρά! Κάποιος ἄλλος ἔπασχε; Δέν ἄντεξαν μπροστά στό θαῦμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρός τόν δοῦλο του. Τόν ἔριξαν στή φυλακή. Ἔδεσαν τά πληγιασμένα του πόδια στό ξύλο καί μία βαρειά ἁλυσίδα στόν πονεμένο τράχηλο.
Μέσα στήν ἀποπνικτική ἀτμόσφαιρα τοῦ κελλιοῦ προσευχόταν: «Ὁ Θεός μου, μὴ μακρύνῃς ἀπ’ ἐμοῦ». Τά μεσάνυχτα ἔγινε μεγάλος σεισμός καί ἡ φυλακή πλημμύρισε ἀπό ὑπερκόσμιο φῶς. Θεραπευτής στίς πληγές του ὁ Κύριος, ἐμψυχωτής του, ἰσχυρός βοηθός του: «Χαῖρε, ἱερομάρτυς Ἑρμόγενες· ἀνδρίζου... μή φοβᾶσαι. Δέν σέ ἐγκαταλείπω. Κοντά σου θά εἶμαι πάντα».Ὅταν οἱ εἰδωλολάτρες ἔκπληκτοι ἀντικρίζουν τόν Ἑρμογένη θεραπευμένο ἀπό τίς πληγές, ἀποζητοῦν γιά θεό τους μόνο τόν Ἰησοῦ Χριστό. Τά εἴδωλα τούς φαίνονται τόσο μικρά καί ψεύτικα!
Μόνο ὁ ἡγεμόνας ἔμενε σκληρός καί ἀσυγκίνητος. Πῶς νά κλονίσει τόν σταθερό ὁμολογητή τοῦ Χριστοῦ; Πῶς νά μεταπείσει τόσο λαό πού ἔμενε ἔκθαμβος μπροστά στόν μεγαλειώδη Θεό τοῦ Ἑρμογένη; Τά ἄγρια ἄλογα πού διέταξε νά τόν σύρουν στή γῆ μέχρι νά κατασχισθοῦν οἱ σάρκες του ἡμέρευσαν. Οἱ σκληρές πέτρες πού μέ μανία ἔπεσαν πάνω του, τό κατρακύλισμα στόν γκρεμό δέν ἄφησαν καμιά πληγή στό ἁγιασμένο σῶμα του. Ἀδιάκοπη ἡ δοξολογία του: «Οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σύ, Κύριε, μετ’ ἐμοῦ εἶ». Τά κοφτερά ξυράφια δέν τόν ἔγδαραν; Τά πυρωμένα σουβλιά δέν τοῦ ἔκαψαν τίς μασχάλες, τά αὐτιά, τήν κοιλιά; Ἀπείραχτος στεκόταν ὁ ἱερομάρτυρας Ἑρμογένης. Ἀνακουφισμένος ἀπό κάθε ὀδύνη μέσα στό πέλαγος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζη- τοῦμεν. Εἶμαι χριστιανός καί θά μείνω χριστιανός». Ἡ πιό γλυκειά ἀποκαραδοκία του, τό λιμάνι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
«Μέγας ὁ Θεός τῶν Χριστιανῶν!», ἀντιλάλησε παντοῦ. Τί νά καταγράψει στ᾽ ἀλήθεια ὁ οὐρανός; Τό θαῦμα πού λέγεται παράδοση στό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ ἤ τό συγκλονιστικό σημεῖο τῆς ταπεινῆς μεταστροφῆς τόσων ψυχῶν; Στόν τόπο τῆς καταδίκης του ὁ Ἅγιος συγχώρεσε, εὐλόγησε, προσευχήθηκε. Στό τέλος ὁ δήμιος τόν ἀποκεφάλισε.
Τό ἱερό καί σεβάσμιο λείψανο, μυρωμένο ἀπό τούς πιστούς, μαζί μέ τήν ἁγία κάρα καί τά ἱερά του ἄμφια ἀσφαλίσθηκε μέσα σέ ἕνα κιβώτιο. Τό κύμα τῆς θάλασσας -θεοκίνητο κι αὐτό- τά συνόδευσε μέχρι τά ἥσυχα παράλια τῆς Κύπρου.
Μέ δέος οἱ πιστοί καταφεύγουν στόν λιτό, ἀπέριττο ναό του στήν Ἐπισκοπή Λεμεσοῦ, ἰδιαίτερα στίς 5 Ὀκτωβρίου πού ἑορτάζεται ἡ μνήμη του, γιά νά προσκυνήσουν τό θαυματουργό λείψανό του. Μέσα στό πέλαγος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ὁ Ἑρμογένης, ἀνεμοδαρμένος μά νικητής. Στό ἀπάνεμο λιμάνι τοῦ οὐρανοῦ πρεσβεύει γιά κάθε ψυχή πού τή χτυποῦνε ἀλύπητα κύματα. Καί τήν ἐνθαρρύνει: «Θάρσει, θά φτάσεις κι ἐσύ!».
Οὐρανοδρόμος