«Χαρίζει ζωή» (Λκ 7,11-16)
Τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα πού ἀκούσαμε σήμερα μιλάει γιά ἕνα θέμα πού μᾶς καίει, πού εἶναι πάντοτε ἐπίκαιρο καί ἐνδιαφέρον, μιλάει γιά θάνατο καί γιά ἀνάσταση. Ὁ Κύριός μας ἐπισκέπτεται μιά ἀπό τίς ὡραῖες πόλεις τῆς Γαλιλαίας, τή Ναΐν, πού ἦταν γεμάτη λουλούδια καί ὀμορφιές. ᾿Αλλά εἶχε καί τό σκιάχτρο της. Ἔξω ἀπό τήν πόλη ἦταν τό νεκροταφεῖο, πού δηλώνει τήν κυριαρχία καί τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου. Καί δέν ὑπάρχει πόλη καί χωριό πού νά μήν ἔχει τό βασίλειο τοῦ θανάτου, τό νεκροταφεῖο. Μπαίνοντας στήν πόλη ὁ Κύριος μέ τήν πομπή του, τούς μαθητές του καί ὅσους τόν ἀκολουθοῦσαν, συναντήθηκε μέ μιά ἄλλη πομπή. Καί στή συνάντηση αὐτή συγκρούσθηκε, θά ἔλεγα, ἡ πομπή τῆς ζωῆς μέ τήν πομπή τοῦ θανάτου.
Πολλοί ἄνθρωποι συνόδευαν ἔξω ἀπό τήν πόλη ἕνα παιδί νεκρό γιά νά τό θάψουν στό νεκροταφεῖο. Πλάι στό φέρετρο μιά τραγική φιγούρα, ἡ μητέρα τοῦ παιδοῦ. Τό παιδί μονάκριβο καί ἡ μάνα χήρα, πού σημαίνει ὅτι πρίν ἀπό λίγο καιρό περπάτησε τόν ἴδιο δρόμο γιά νά θάψει τόν ἄνδρα της. Ὁ Κύριος δέν παραμερίζει μπροστά στόν νεκρό, ὅπως συνηθίζεται μέχρι καί σήμερα, ὅταν περνάει νεκρός νά παραμερίζουν τά πάντα. Πῆγε κόντρα καί σταμάτησε τήν πομπή τοῦ θανάτου. Μέ ἐξουσία μιλᾶ στή γυναίκα: «γύναι, μὴ κλαῖε». Πῶς νά μήν κλάψει, Κύριε; Εἶναι χήρα. Μονάκριβο παιδί πάει νά θάψει καί νά μήν κλαίει; Τά ξέρει ὅλα καλά ὁ παντογνώστης Κύριος. Λέγει «μὴ κλαῖε», γιατί Αὐτός εἶναι ὁ κυρίαρχος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Τά λόγια του δέν εἶναι μόνο λόγια. Ἔχουν ἀντίκρισμα. Στρέφεται στό νεκρό παιδί καί τοῦ λέγει: «νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι». Καί τό παιδί ἀνασταίνεται, «ἀνακάθεται» μέσα στό φέρετρο καί μιλάει.
Ὁ κόσμος ἔμεινε κατάπληκτος καί ὁμολογεῖ ὅτι αὐτός πού ἔκανε αὐτό τό σημεῖο εἶναι προφήτης μεγάλος. ῎Εχουν ὑπ’ ὄψιν τους τίς ἀναστάσεις τῶν νεκρῶν πού ἔγιναν στήν Παλαιά Διαθήκη ἀπό τόν μεγάλο προφήτη ᾿Ηλία καί τόν μαθητή του Ἐλισσαῖο. Καί ὄχι μόνο βλέπουν τόν Χριστό ὡς μεγάλο προφήτη, ἀλλά ὁμολογοῦν ὅτι ἡ παρουσία του σημαίνει ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ: «ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ». Δέν ἦταν δυνατόν νά καταλάβουν ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος. Αὐτό θά τό καταλάβουν καλύτερα μετά ἀπό ἕνα ἄλλο μεγαλύτερο θαῦμα, τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας.
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι τό μεγαλύτερο θαῦμα, τό θαῦμα τῶν θαυμάτων, τό σημεῖο τῶν σημείων, τό ὁποῖο ἀποδεικνύει ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς δέν εἶναι μόνον ἄνθρωπος, ἀλλά εἶναι καί Θεός. Διότι σέ ὅλες τίς ἄλλες νεκραναστάσεις πού ἔκαναν οἱ προφῆτες, ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, καί στή συνέχεια οἱ ἀπόστολοι, αὐτοί πού ἀναστήθηκαν πάλι πέθαναν. ῾Η ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ξεχωρίζει. Εἶναι ἡ ἀνάσταση ἡ ὁποία δέν γνωρίζει θάνατο. ῾Ο ᾿Ιησοῦς «οὐκέτι ἀποθνήσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει», γι᾿ αὐτό καί εἶναι ὁ πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν καί ἡ ἀνάστασή του ἐγγυᾶται καί βεβαιώνει τή δική μας ἀνάσταση.
῎Ετσι, ἀδέλφια μου, ὁ θάνατος πού εἶναι μυστήριο, τό φοβερότατο μυστήριο, πού δέν μπόρεσε κανείς νά τό ἐξιχνιάσει καί νά τό ἑρμηνεύσει, ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ τό ἔλυσε καί τό διέλυσε.
Τελειώνοντας θά ἤθελα νά τονίσω ἕνα σημεῖο πού εἶναι πολύ ἐνδιαφέρον καί πολύ σοβαρό. Ὁ Χριστός μας τό «νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι», πού ἀπηύθυνε στόν γιό τῆς χήρας τῆς Ναΐν καί τόν ἀνέστησε καί τόν παρέδωσε ζωντανό στή μητέρα του, τό ἀπευθύνει συνεχῶς καί ἀκαταπαύστως σέ χιλιάδες, μυριάδες, ἑκατομμύρια νεανίσκους, οἱ ὁποῖοι εἶναι λαβωμένοι ἀπό τόν σατανᾶ, τραυματισμένοι ἀπό τήν ἁμαρτία, νεκροί. Καί τό θαῦμα ὅπως ἔγινε στή Ναΐν ἐπαναλαμβάνεται καί σήμερα μέ πολλούς καί ποικίλους τρόπους. Ἔχουμε -δόξα τῷ Θεῷ!- μέσα στήν κοινωνία μας, στό ἀπέραντο αὐτό νεκροταφεῖο τῶν νέων, ἀνοιχτά μνήματα. Ὑπάρχουν νέες καί νέοι ἀναστημένοι. Ἀπαλλάχθηκαν ἀπό τή φαυλότητα καί τήν ἀνηθικότητα, ξέμπλεξαν ἀπό ἄσχημες παρέες, λυτρώθηκαν ἀπό τά ναρκωτικά, ἀπό τό τσιγάρο, ἀπό τό ἀλκοόλ, ἀπό τόσους θανάτους πού τούς θανάτωσαν. Ἄκουσαν τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Εὐαγγελίου, τόν δέχθηκαν, ἀνταποκρίθηκαν μέ τή μετάνοια καί τήν ἀλλαγή τῆς ζωῆς τους. Εἶναι οἱ μεγαλύτεροι καί δυνατότεροι κήρυκες τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ μας, πού μέ τή ζωή τους καταγγέλλουν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας. Ὅλοι αὐτοί καί στά χρόνια πού πέρασαν καί σήμερα καί πάντοτε, οἱ ἀναστημένοι ἄνθρωποι μέ τήν πίστη, τή μετάνοια καί μέ τήν ἐν Χριστῷ ζωή ἀποτελοῦν ἕνα ζωντανό εὐαγγέλιο. Εἶναι μία ἀδιάψευστη μαρτυρία ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἐπισκέφθηκε, μᾶς ἀνασταίνει καί μέ τήν ἀνάσταση μᾶς χαρίζει μία νέα ζωή, ὄμορφη, γλυκειά, ὡραία σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ἀλλά καί μετά τόν θάνατο μᾶς ἔχει ἑτοιμάσει μιά τέλεια καί ὁλοκληρωμένη ζωή.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Κυριακή 6-10-2002, Φίλυρο