Γέρος ἄνθρωπος ὁ παπα-Σωτήρης, πῶς τήν ἔβγαλε μόνος του τή Μεγάλη Ἑβδομάδα; Πῶς δέν εἶπε μιά φορά νά συντομέψουν οἱ ψάλτες τήν Ἀκολουθία, νά προσπεράσει ὁ ἴδιος κάποιες εὐχές; Τό βράδυ τῆς Ἀνάστασης ὅμως, ὄχι ἐξαιτίας τῆς δικῆς του κόπωσης μά γιά τό χατίρι τῶν χωριανῶν του, εἶπε στούς ψάλτες νά τά ψάλουν γοργά καί καθαρά. Αὐτό τό ἔκανε κάθε χρόνο. Ὅλοι ἤξεραν ὅτι ὁ παπα-Σωτήρης δέν βιαζόταν ὅταν λειτουργοῦσε καί ὅτι κανείς δέν τόν περίμενε στό σπίτι. Ἡ παπαδιά του εἶχε πεθάνει πρίν χρόνια καί τά πέντε παιδιά του ὅλα ξενιτεύτηκαν. Μά κάθε χρόνο στήν Ἀνάσταση λές κι εἶχε λόγο νά βιάζεται.
- Ξέρω ὅτι πολλοί ἄντρες δέν κάθεστε στή Λειτουργία τῆς Ἀνάστασης καί ἀναγκάζετε καί τίς γυναῖκες νά φύγουν μαζί σας, γιατί θέλετε νά φᾶτε τή μαγειρίτσα. Μείνετε ὅλοι, ἀδελφοί μου, καί θά τήν κάνω σύντομη τή Λειτουργία, τούς εἶπε μιά χρονιά κι ἀπό τότε τό τηρεῖ ἀπαράβατα. Μά καί κανείς χωριανός δέν τό κουνάει ρούπι πρίν τήν ἀπόλυση.
Ὅλοι οἱ χωριανοί μπῆκαν στή σειρά νά πάρουν ἀντίδωρο ἀπό τοῦ παπᾶ τό χέρι καί νά εὐχηθοῦν καί ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Ὁ παπα-Σωτήρης τούς εἶχε ὅλους μονοιασμένους. Δέν ἔβρισκε ἡ Ἀνάσταση κανέναν πικραμένο. Ὅλοι τό ἤξεραν πώς, γιά νά πᾶνε στό «Χριστός ἀνέστη», ἔπρεπε νά συγχωρεθοῦν μεταξύ τους. Μέ ἔκπληξη εἶδαν ὅτι ἀνάμεσά τους ἦταν κι ἕνας ἄγνωστος. Ἔκαναν πίσω νά περάσει ὁ ξένος μπροστά, μά ἐκεῖνος δέν κουνήθηκε ἀπό τή θέση του.
- Χριστός ἀνέστη, τόν πλησίασε καί τόν χαιρέτησε φιλικά ὁ Γιάννος τοῦ Κωστῆ, καλῶς ἦρθες στό χωριό μας καί στήν ἐκκλησιά μας.
-Ἀληθῶς ἀνέστη, ἀπάντησε ὁ ἄγνωστος.
- Μόνος σου εἶσαι; Γυρεύεις κάποιον στό χωριό μας; τόν ρώτησε ὁ Γιάννος.
- Ἐσύ εἶσαι ὁ Γιάννος, ἔ;
- Ναί, ἀπάντησε κατάπληκτος ἐκεῖνος. Ποῦ μέ ξέρεις;
- Ἄν δέν εἶχα φαλάκρα καί μούσι, θά μέ γνώριζες κι ἐσύ, τοῦ εἶπε ὁ ξένος. Λείπω εἴκοσι χρόνια κι ἀποφάσισα ὅπως ἔφυγα Πάσχα ἀπό τό χωριό, Πάσχα καί νά ξαναγυρίσω.
- Εἶσαι ὁ Ἀνέστης! φώναξε ὁ Γιάννος καί οἱ χωριανοί πού ἦταν στή σειρά γύρισαν καί τόν κοίταξαν ξαφνιασμένοι.
Ὁ παπα-Σωτήρης σήκωσε τό κεφάλι καί κρατώντας τό ἀντίδωρο μέ χέρι μετέωρο κοίταξε τόν ξένο.
- Ὁ Ἀνέστης, ψιθύρισε, ὁ Ἀνέστης τῆς Φρόσως;
- Ὁ Ἀνέστης τῆς Φρόσως, παπα-Σωτήρη, ἀπάντησε ὁ ξένος καί ἀναλύθηκε σέ λυγμούς.
Εἴκοσι χρόνια ἀπό τότε. Εἴκοσι χρονῶν ἦταν κι ὁ Ἀνέστης τότε, ὁ γιός τῆς Φρόσως τῆς χήρας.
- Πάτερ, τοῦ εἶχε πεῖ τό πρωί στήν πρώτη Ἀνάσταση ὁ Ἀνέστης, ἀπόψε δέν θά ἀφήσουμε κανέναν στό σπίτι. Θά τό κανονίσω καί μέ τά ἄλλα τά παιδιά καί θά κουβαλήσουμε καί τούς ἀνήμπορους στήν Ἀνάσταση.
- Νά εἶσαι εὐλογημένος, παιδάκι μου! τοῦ ἀπάντησε συγκινημένος ὁ παπα-Σωτήρης. Μεγάλο ψυχικό θά κάνετε.
Τά παλληκάρια τό βράδυ σήκωσαν στά χέρια καί κουβάλησαν στήν ἐκκλησιά γέρους καί ἀρρώστους κι ὁ παπα-Σωτήρης ἔλαμπε ἀπό χαρά. Ἤξερε πώς αὐτό ἦταν ἰδέα τοῦ Ἀνέστη καί πώς οἱ ἄλλοι τό ἔκαναν μέ προθυμία. Ἦταν πολύ χαρούμενος πού ἔπεσε ἔξω στήν κρίση του γιά τόν γιό τῆς Φρόσως. Τόν τελευταῖο καιρό ἀνησυχοῦσε πολύ γι᾽ αὐτόν καί τό εἶπε καί στή μάνα του. Τοῦ φαινόταν ὅτι ἀγρίεψε τό πρόσωπό του καί μιά δυό φορές τόν εἶδε νά ἀλλάζει δρόμο μόλις τόν ἀντίκρισε ἀπό μακριά. Δόξα τῷ Θεῶ πού ἔπεσε ἔξω!
- Τώρα, παλληκάρια μου, δέν θά βιαστεῖτε νά πᾶτε στό σπίτι νά φᾶτε τή μαγειρίτσα. Πρῶτα θά ὁλοκληρώσετε τό καλό πού κάνατε. Θά κουβαλήσετε στά σπίτια τους ὅλους τούς ἀνήμπορους, εἶπε ὁ παπάς, πρίν τούς ἀπολύσει, καί φώναξε τόν Ἀνέστη νά τούς συντονίσει.
Γύρισαν ὅλοι τά κεφάλια γιά νά δοῦν τόν Ἀνέστη, μά ὁ Ἀνέστης δέν φαινόταν πουθενά.
- Μήπως χρειάστηκε νά πάει κάποιον στό σπίτι του, εἶπε ὁ παπάς καί δίχως νά βάλει κακό μέ τόν νοῦ του ἔκανε τήν ἀπόλυση.
Κανείς δέν εἶχε καταλάβει μέσα στή νύχτα τί ἔγινε. Μόνο ἡ κυρα-Φρόσω πού μάταια περίμενε τόν γιό της νά πάει στό σπίτι νά στρώσει τραπέζι μέ τή μαγειρίτσα, πού τόσο ἀγαποῦσε τό παιδί της, κατάλαβε καί τήν ἔζωσαν τά φίδια. Τήν ἄλλη μέρα ὅλο τό χωριό τό ἤξερε, ὁ Ἀνέστης ἔγινε ἄφαντος παίρνοντας μαζί του κι ὅλα τά κομποδέματα τῶν παππούδων πού ἔλειπαν στήν ἐκκλησία. Ἔγινε ἄφαντος γιά εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια. Οἱ χωριανοί γιά τό χατίρι τῆς κυρα-Φρόσως δέν τόν κατέδωσαν στήν ἀστυνομία, μά ἡ κυρα-Φρόσω ἀπό κείνη τή μέρα γέρασε. Ὅσο καί νά προσπάθησε ὁ παπα-Σωτήρης, δέν μπόρεσε νά τήν παρηγορήσει.
- Δέν ἔκλεψε τούς ἀνθρώπους, παπα-Σωτήρη, ἔκλεψε τόν ἴδιο τόν Θεό! Τέτοια μέρα παπά μου; ἔλεγε καί ξαναέλεγε μέ πόνο ἡ κυρα-Φρόσω. Ἀπό τότε πρώτη πήγαινε στήν ἐκκλησία καί καθόταν κουλουριασμένη πίσω ἀπό μία κολώνα καί τέλευταία ἔφευγε γιά νά μή συναντήσει κανέναν.
- Ντρέπομαι, παπά μου, νά τούς ἀντικρίσω, μά καί φοβᾶμαι μή μοῦ ποῦν πικρή κουβέντα γιά τό παιδί μου. Ζεῖ; Πέθανε; Ποῦ εἶναι μπλεγμένο τό παιδί μου καί οὔτε τή μάνα του δέν θυμᾶται;
- Δέν μπορεῖ νά μή δεῖ τόν πόνο σου, Φρόσω, ὁ Θεός. Δέν μπορεῖ νά σέ κρατᾶ συνεχῶς πάνω στόν σταυρό. Θά σοῦ χαρίσει κάποτε καί τήν Ἀνάσταση, τῆς εἶπε μιά μέρα ὁ παπάς κι ἐκείνη ἀναθάρρεψε.
- Πῶς τό εἶπες αὐτό, παπά μου; ρώτησε μέ λαχτάρα ἡ κυρα-Φρόσω.
Τῆς τό ξανάπε ὁ παπα-Σωτήρης κι ἀπό τότε ἡ ἐλπίδα φώλιασε μέσα στήν καρδιά της καί περίμενε τήν Ἀνάσταση.
- Χριστός ἀνέστη, Ἀνέστη, παιδί μου! φώναξε ὁ παπάς μέ τρεμάμενη ἀπό τό κλάμα φωνή.
- Ἀληθῶς ἀνέστη, παπα-Σωτήρη! Ἀπάντησε μέσα σέ λυγμούς ὁ ξένος.
- Χριστός ἀνέστη, Φρόσω κόρη μου! φώναξε ὁ παπάς καί σηκώνοντας ὄρθιο τόν πεσμένο στά πόδια του Ἀνέστη τόν παρέδωσε στήν ἀγκαλιά τῆς κυρα-Φρόσως, πού ὕστερα ἀπό εἴκοσι χρόνια κατέβαινε ἀπό τόν σταυρό της γιά νά γιορτάσει τήν Ἀνάσταση!
Ἑλένη Βασιλείου