Μελετώντας τήν ἱστορία τοῦ ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ κατά τήν περίοδο 1914-1924 στέκει κανείς μέ δέος μπροστά στίς «πορεῖες τοῦ λευκοῦ θανάτου». Οἱ σφαγές τῶν Ἀρμενίων, πού εἶχαν προηγηθεῖ, καί οἱ διαμαρτυρίες πού ξεσήκωσαν σέ Εὐρώπη καί Ἀμερική ἐμπόδιζαν τήν ἐπανάληψή τους. Ἐπινοήθηκαν λοιπόν οἱ πορεῖες αὐτές, ὅπου ἡ πείνα, τό χειμερινό ψύχος, οἱ ἐξορίες, οἱ λοιμώδεις ἀσθένειες, ὁ καυτός ἥλιος τῆς Ἀνατολῆς, ἡ ἔλλειψη κάθε ἀναγκαίου θά ἔφερναν τό ἴδιο ἀποτέλεσμα. Τά δύο τρίτα τῶν διωκομένων εἶναι γυναικόπαιδα. Ἀνάμεσά τους πολλά παιδιά, νήπια καί βρέφη. Πῶς ἔζησαν, τί ἔζησαν, πῶς -κάποια λίγα- ἐπιβίωσαν; Ἄς συντονίσουμε τό βῆμα μας μέ τόν δικό τους τρομαγμένο βηματισμό, γιά νά τά παρακολουθήσουμε ἀπό κοντά.
Εἶναι ἀναγκασμένα νά ἀκολουθοῦν τούς ἐνήλικες καί νά ὑπακοῦν στά φοβερά «ἰλερί!» (=ἐμπρός!) τῶν χωροφυλάκων συνοδῶν τους. Πολλά λυγίζουν καί ἐγκαταλείπονται στούς δρόμους. Τά φτωχά σωματάκια σπέρνονται στίς στράτες τῆς Ἀνατολῆς. Εἶναι καί λίγα πού καταφέρνουν νά γλυτώσουν καί νά γυρίσουν πίσω, σέ κάποια πόλη ἤ χωριό. Ἡ Ἐκκλησία καί ἡ ἑλληνική κοινότητα φροντίζει νά τά περιμαζέψει σέ ὀρφανοτροφεῖα. Πολλά ὅμως δέν ἔχουν αὐτή τήν τύχη. Τρυπώνουν σέ τρῶγλες, στενοσόκακα καί ἀχυρῶνες. Ζητιανεύουν, λιμοκτονοῦν.
Στήν Κερασούντα τόν χειμώνα τοῦ 1916 ὁ αἱμοδιψής Τοπάλ Ὀσμάν δίνει ἐντολή νά μαζέψουν ὅλα αὐτά τά παιδιά. Ὑπόσχονται δόλια σπίτι, ζεστασιά, φαγητό, ἀκόμη καί τήν ἀγκαλιά τῶν γονιῶν. Παιδιά τεσσάρων ἕως δώδεκα ἐτῶν κουρελιασμένα καί παγωμένα πείθονται εὔκολα. Τά φορτώνουν σέ μαοῦνες. Ἀνοίγονται στή θάλασσα καί τά πνίγουν...
Ὡστόσο, βλέπεις συχνά καί μικρούς ἥρωες, σάν τόν ἐννιάχρονο Μιχαλάκη. Ὧρες πολλές πορεύεται μέ τή μάνα, τ᾽ ἀδέλφια του καί πολλούς ἄλλους. Ἡ μάνα πιά δέν μπορεῖ νά βαδίσει. Ἀρκετή ὥρα τήν κουβάλησαν στήν πλάτη οἱ δυό μεγαλύτερες θυγατέρες της. Θά πρέπει νά τήν ἐγκαταλείψουν. Οἱ Τοῦρκοι δέν ἀστειεύονται.
Ὅλοι κλαῖνε ἀπό γύρω. Προχωροῦν γιά λίγο. Ἀλλά ὁ μικρός δέν ἡσυχάζει. Τά παρακάλια καί τά δάκρυα πού χύνει πείθουν τή μεγαλύτερη ἀδελφή του. Τόν φιλᾶ, τόν σφίγγει πάνω της, τόν ἀποχαιρετᾶ: «Δέβα νά ἐβρήκς τή μάνα μ’...».
Κρύβεται γιά λίγο τό παιδί κι ἔπειτα γυρνᾶ πίσω. «Μάνα μ᾽ ἔρθα!» φωνάζει ἀπό μακριά. «Ἐγώ μετ᾽ ἐσέν θά ᾽μαι». Λίγο-λίγο τή μεταφέρει πίσω στά Κοτύωρα καί τή ζεῖ ζητιανεύοντας.
Στίς φοβερές πορεῖες εἶναι συχνό, καθημερινό, φαινόμενο καί οἱ βιασμοί κοριτσιῶν καί μανάδων. Μάλιστα πολλές φορές μπροστά στά μάτια τῶν ἄτυχων παιδιῶν τους...
Οἱ ἐπιδημίες θερίζουν. Παιδιά χάνουν τούς γονεῖς ἤ προστάτες τους. Συνεχίζουν ὁλομόναχα, ἀπροστάτευτα, πεντάρφανα. Μόνα τους πρέπει νά σκεφτοῦν τό πῶς θά σωθοῦν.
Ἕνα τέτοιο παιδί ἦταν καί ἡ πεντάχρονη Χρυσούλα. Φοβισμένο πολύ πλησίασε μιά ἄγνωστη γυναίκα, τή Βασιλική, μακρινή θεία τῆς μητέρας μου. Ἡ ἀγαθή γυναίκα ἔνιωσε τόν πόνο τοῦ παιδιοῦ καί τό προστάτεψε σέ ὅλο τόν διωγμό. Στάθηκαν τυχερές καί ἐπέζησαν. Φτάνοντας στήν Ἑλλάδα πρόσφυγες, τή δήλωσε ὡς κόρη της. Μάλιστα ἀργότερα ἡ Βασιλική παντρεύτηκε κάποιον πρόσφυγα, πού κι αὐτός -τί σύμπτωση!- εἶχε σώσει μέ παρόμοιο τρόπο ἕνα ξένο ἀγόρι. Χρόνια πολλά ἀργότερα εὐτύχησαν νά παντρέψουν τά δυό ὀρφανά μεταξύ τους.
24 Δεκεμβρίου 1916. Κάπου βραδιάστηκαν οἱ ἐξόριστοι. Ὁ γέρος τοῦ χωριοῦ, ὁ προεστός, ὁ «μεζέτερον» ἔχει μιά αἰσιόδοξη, εἰρηνική ἰδέα. Ἀπευθύνεται στά παιδόπουλα πού σέρνονται μαζί τους: «Ἐμπρός! Τραγουδῆστε μου τά Χριστούγεννα», τούς λέει. Κι ἀρχίζουν αὐτά νά θυμίζουν πώς «Χριστός γεννᾶται». Δακρύζει ὁ γέροντας. Τά φιλεύει μ᾽ ὅ,τι φτωχικό ἔχει πιά ἀπομείνει. Κι ἔπειτα: «Σύρτε ἀτώρα, ψάλτε ὀμπρός σ᾽ ὅλεα τά τσαντήριε», προστάζει. «Τά συνήθεια, συνήθεια!».
Ἔκλαψαν ὅλοι. Ἔτσι γιόρτασαν τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ καί τό πρωί πῆραν τόν δρόμο πρός τόν χαμό.
Ὁ δεκάχρονος Γιάννης μετά ἀπό ἀπερίγραπτες περιπέτειες δέχεται τήν προστασία ἑνός καλόκαρδου τούρκου κτηματία. Μάλιστα, γιά ἀσφάλεια συστήνεται ὡς τοῦρκος Ἀλή. Κάποια μέρα κάνει μπάνιο στό ποτάμι μαζί μέ ἄλλα παιδιά. Καί ἡ ἀλήθεια φανερώνεται: δέν ἔχει περιτομή. Ὁ προστάτης του θορυβεῖται. Κι ὁ μικρός δικαιολογεῖ τούς γονεῖς του ἑτοιμόλογα, ὅτι τάχα δέν πρόλαβαν, γιατί τούς σκότωσαν. Τότε φιλότιμα προθυμοποιεῖται ὁ ἀφέντης του νά κάνει ὁ ἴδιος τό χρέος τῶν γονιῶν του. Ὅλα εἶναι ἕτοιμα. Τό παιδί δείχνει χαρούμενο, ἀνυπόμονο. Μά τήν παραμονή τοῦ σουνετιοῦ ἐξαφανίζεται γιά νά γλυτώσει.
Ὀκτάχρονος ἦταν κι ὁ Γιωρίκας, ὅταν ἔχασε ὅλους τούς δικούς του. Τόν περιμάζεψε ἕνας πονόψυχος Τοῦρκος. Σάν παιδί τους τόν εἶχαν. Ὁ πατέρας μάλιστα θέλησε νά τόν τουρκέψει. Ἡ μάνα ὅμως ἀντιστεκόταν σθεναρά κάθε φορά πού γινόταν λόγος γι᾽ αὐτό: «Ἄφησε τό παιδί στήν πίστη του, ἄνδρα μου», ἔλεγε ἤρεμα καί τόν ἔπειθε. Ἔτσι ὁ μικρός δέν ἀλλαξοπίστησε. Ἀργότερα τόν παρέδωσαν στόν Ἐρυθρό Σταυρό. Ἔφτασε στήν Ἑλλάδα. Μεγάλος πιά βρῆκε καί τούς δικούς του. Τόν γνώρισα σέ κάποιο χωριό τῆς Μακεδονίας. Μακάριζε ἐκείνη τήν τουρκάλα μάνα πού τόν γλύτωσε ἀπό τόν σωματικό κίνδυνο τῆς ἀφάνειας, ἀλλά καί ἀπό τόν πνευματικό ὄλεθρο. Μαζί μέ τίς προσευχές γιά τή φυσική του μητέρα ἕνωνε συχνά καί τήν προσευχή του γιά ᾽κείνη.
Τριακόσια μικρά παιδιά περικυκλωμένα ἀπό εἴκοσι χωροφύλακες. Τά χτυποῦν μέ βαριά ξίφη. Πέφτουν κάτω στή γῆ. Σηκώνουν τά μικρά τους χεράκια, γιά ν᾽ ἀποφύγουν τά χτυπήματα. Μιά περαστική ἀμερικανίδα δημοσιογράφος εἶδε τό ἄγριο θέαμα καί κοντά σ᾽ αὐτό καί πολλά ἄλλα κατά τήν περιοδεία της στόν Πόντο. Ὅταν ἐπέστρεψε στήν πατρίδα της, σέ κάποια σχετική ὁμιλία πού ἔκανε, συχνά διέκοπτε τόν λόγο της ἀπό βαθύτατη συγκίνηση καί δάκρυα. Μέσα σέ ἀναφιλητά ἔλεγε μόνο: «Ἄχ! αὐτά τά παιδάκια! Ἄχ! αὐτά τά παιδάκια!».
Κι ἐμεῖς ἀνάβουμε τό κερί τῆς μνήμης μας, ξανά καί ξανά, γιά τίς χιλιάδες τῶν ἀθώων θυμάτων τῆς Γενοκτονίας τοῦ ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἰδιαίτερα γιά τά παιδιά, νήπια καί βρέφη, τραγικούς ἥρωες αὐτοῦ τοῦ δράματος τῆς φυλῆς μας.
Οἱ νεκροί ζητοῦν δικαίωση! Ἄς εἶναι αἰωνία ἡ μνήμη τους!
Ἐλισάβετ Μουρατίδου-Ἀϊναλίδου