Βούρκωσε ὁ παπα-Χριστόδουλος1. Κρατιόταν νά μήν τρέξουν τά δάκρυα. Δάκρυα συγκίνησης, δάκρυα εὐγνωμοσύνης πρός τόν Θεό πού τόν ἀξίωσε νά βρεθεῖ λειτουργός Του στήν πολύπαθη Βόρεια Ἤπειρο. Μέχρι τότε μονάχα ἀπό μακριά μποροῦσε νά τήν ἀγναντέψει. Ἀλλά μόλις εἶδε καί τήν ἑλληνική σημαία ἁπλωμένη στό δένδρο φαρδιά-πλατιά... τή δικιά του σημαία!
«Τί θά ᾽θελες, παιδί μου;». Αὐτό ρωτοῦσε ὁ Σεβαστιανός2 ὅλους ὅσοι ἔφταναν ταλαιπωρημένοι καί κακοπαθημένοι ὥς τά σκαλιά τῆς Μητρόπολης.
Τό καθεστώς τοῦ Χότζα παρέπαιε, ἦταν ἕτοιμο νά σωριαστεῖ. Στά ἀπροσπέλαστα ἠλεκτροφόρα σύνορα δέν εἶχαν μείνει πιά φρουροί νά τά φυλάξουν. Κι αὐτοί ἀκόμα οἱ ἀλβανοί στρατιῶτες ἔφευγαν, παρατοῦσαν τή θέση τους γιά μιά καλύτερη ζωή. Οἱ Ἕλληνες Βορειοηπειρῶτες περνοῦσαν τίς κλειστές πόρτες, πού γιά σαρανταπέντε χρόνια τούς χώριζαν, γιά νά πατήσουν τό χῶμα τῆς πατρίδας, μιᾶς πατρίδας πού οὔτε στόν ὕπνο τους τολμοῦσαν νά ὁμολογήσουν πόσο λαχταροῦσαν, γιατί κι αὐτό ἀκόμα ἦταν ἀπαγορευμένο. Δέν εἶχες δικαίωμα νά ὀνειρεύεσαι...
Στρατιές ξυπόλυτων περνούσανε τά σύνορα, σκύβανε νά φιλήσουνε τίς πέτρες, ἔψαχναν μέ λαχτάρα ἀδέλφια, φίλους, συγγενεῖς πού εἶχαν ξεμείνει ἀπ’ τήν ἄλλη μεριά τοῦ συρματοπλέγματος, ν’ ἀγκαλιαστοῦνε ἐπιτέλους!
- Τί θά ᾽θελες, παιδί μου;
Ἔτσι, ὅμοια μέ τόν Σεβαστιανό, ρώτησε κι ὁ παπα-Χριστόδουλος αὐτό τό ψηλό παλληκάρι, τό ρουφηγμένο κι ἀδύνατο σάν κλαρί, πού τοῦ χτύπησε τήν πόρτα. Ροῦχα, φαΐ, λίγα τρόφιμα, κάτι θά οἰκονομοῦσε ἡ ἄξια πρεσβυτέρα.
- Μιά σημαία, παππούλη! Μιά σημαία ἑλληνική! αὐτό εἶπε μοναχά καί δάκρυσε.
Κι ἄρχισαν πιό καυτά νά κυλοῦν τά δάκρυα, ὅταν ἡ παπαδιά ἀκούμπησε τή σημαία τοῦ σπιτιοῦ στά ροζιασμένα του χέρια. Ἔσκυψε καί τή φίλησε. Πρώτη φορά! Πρώτη φορά στή δύσκολη ζωή του... Κι ὕστερα, κάθισε χάμω στήν αὐλή κι ἄρχισε μέ τά δόντια νά ξηλώνει τή φόδρα ἀπ’ τό ταλαίπωρο τριμμένο του σακάκι.
- Τί κάνεις ἐκεῖ, παλληκάρι μου; ἀπόρησε ὁ παπάς. Γιατί τό χαλᾶς; Πῶς σέ λένε;
- Μέ λένε Μιχάλη, ἀπάντησε τό παιδί. Αὐτή τή σημαία ἐγώ θά τήν περάσω ἀπ’ τήν ἄλλη μεριά, θά τήν πάω στό χωριό μου, στή Δερβιτσάνη…
Δίπλωσε τή σημαία προσεχτικά. Τήν πέρασε μέσα ἀπ’ τήν ξηλωμένη φόδρα, ἔτσι πού νά ἁπλώνεται σάν δεύτερη ἐπένδυση, προσέχοντας νά μήν ἀφήνει ἐξογκώματα. Ὕστερα ζήτησε βελόνα καί κλωστή. Ἔτρεξε νά βοηθήσει ἡ παπαδιά, νά ράψει αὐτή μέ μαεστρία τή φόδρα στή θέση της.
Κυλήσανε οἱ μῆνες κι ὁ παπα-Χριστόδουλος δέν ἤξερε τί ἀπέγινε οὔτε τό παλληκάρι οὔτε ἡ σημαία. Μέχρι σήμερα, πού ἀνέβηκε στό κακοτράχαλο βουνό γιά νά λειτουργήσει στό πανηγύρι τῆς Δερβιτσάνης, στό παλιό ἐρειπωμένο ξωκκλήσι τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς.
Τό ᾽χε ὄνειρο ἀπό παλιά. Νά λειτουργήσει στή Βόρειο Ἤπειρο, ἐκεῖ, στούς ἀλειτούργητους! Τώρα πού ἔμαθε πώς οἱ ἔλεγχοι στά σύνορα χαλάρωσαν κι οἱ Ἕλληνες περνοῦσαν κι ἀπ’ τίς δύο πλευρές, εἶπε νά κάνει τ’ ὄνειρο πραγματικότητα.
Χαλάρωσαν οἱ ἔλεγχοι... Μά, ὄχι γιά τόν παπά...
«Ὁ παπάς δέν περνάει», εἶπε μέ βλέμμα βλοσυρό ὁ ἀλβανός τελωνειακός. Ὅλοι διάβαιναν πάνω-κάτω ἐλεύθερα, ἀλλά αὐτόν τόν ἄφησαν νά περιμένει μέ τίς ὧρες. Δέν τούς πήγαινε ἡ καρδιά, ἴσως φοβόντουσαν ὅτι, παρά τή χαλάρωση τῶν μέτρων, δέν μπορεῖ κάτι τέτοιο νά εἶναι ἐπιτρεπτό. Οὔτε ὅμως νά τόν διώξουν τόλμησαν. Ἦταν πιά φανερό ὅτι ἄλλαζαν τά πράματα, ἡ Ἀλβανία δέν ἦταν ἡ πανίσχυρη χώρα πού τούς λέγανε στήν προπαγάνδα. Ἔψαχναν στό τηλέφωνο νά βροῦν κάποιον ἀνώτερο, νά τούς πεῖ τί ἤθελε ἡ κυβέρνηση νά κάνουν, μή βροῦν κανένα μπελά. Δέν θύμωσε οὔτε τούς παρεξήγησε ὁ παπα-Χριστόδουλος. Μετά ἀπό τόσο «δηλητήριο» πού τούς ποτίσανε 45 χρόνια, ἦταν ἑπόμενο. Οὔτε φοβόταν. Ἤξερε ὅτι ἀπ’ τό χάραμα προσεύχεται ὁ Σεβαστιανός, ὅπως κάθε φορά πού κάποιος δικός του θά πέρναγε τά σύνορα τῆς ἀγωνίας. Φοβόταν μόνο ὅτι δέν θά πρόφταινε, ὅτι τ’ ὄνειρο θά ᾽μενε ὄνειρο. Ὁ παπα-Μιχάλης ὁ Ντάκος3 τόν περίμενε στίς 7.30 καί κόντευε 11.00. Ἡ Λειτουργία θά τελείωνε χωρίς αὐτόν κι ὁ κόσμος θά ᾽φευγε, δέν θά ᾽βρισκε ἄνθρωπο νά χαιρετήσει.
Κάποια στιγμή βγῆκε βλοσυρός ἕνας τελωνειακός κι εἶπε στόν ὁδηγό νά πάρει τόν παπά καί νά περάσουν γρήγορα, μά νά μήν πολυφαίνεται. Ὅταν ἔφτασαν -ἐπιτέλους- στό βουνό, εἶχε πάει 11.30. Τούς βρῆκε ὅλους νά τόν περιμένουνε, δέν ἔφυγε κανείς. Οὔτε ὁ παπα-Μιχάλης εἶχε βάλει «εὐλογητός». Περίμεναν ὅλοι ἀνυπόμονα, τόν ἀδελφό ἀπ’ τήν «Ἐδέμ», τόν παπά πού θά ᾽ρχόταν ἀπ’ τήν Ἑλλάδα.
Ξεφύσησε μέ ἀνακούφιση ἡ σημαία ἡ ἁπλωμένη στά κλαδιά. Σάν νά τόν γνώρισε. Κι ἀπό κάτω ὁ Μιχάλης, τό λιανό παλληκάρι, μ’ ἕνα χαμόγελο πλατύ μέχρι τ’ αὐτιά, νά τοῦ τή δείχνει ὅσο γινόταν πιό κρυφά, μ’ ἕνα καμάρι πού δέν μποροῦσε νά κρυφτεῖ κι ἄς ἤξερε ὅτι οἱ σπιοῦνοι δέν ἔλειπαν οὔτε καί τώρα.
Μπῆκε νά προσκυνήσει τήν ἐκκλησιά ὁ παπα-Χριστόδουλος. Ὅ,τι εἶχε ἀπομείνει. Μικρή, ταπεινή καί πολύπαθη. Ποῦ νά χωρέσει ὅλος αὐτός ὁ κόσμος πού εἶχε καταφτάσει ἀπό ὅλα τά γύρω χωριά; «Δέν κάνουμε ὑπαίθρια τή Λειτουργία;», πρότεινε. «Ἔξω, μέ ὅλο τό ποίμνιο!».
Κάτω ἀπ’ τόν πλάτανο στήθηκε ἡ Ἅγια Τράπεζα. Μπῆκε «εὐλογητός» κι ἡ σιωπή ἁπλώθηκε ἀπόλυτη τριγύρω. Ἀμίλητοι ὅλοι, μεγάλοι καί μικροί. Γιά τούς περισσότερους, ἡ πρώτη τους φορά πού παρακολουθοῦσαν θεία Λειτουργία. Ἀναστέναξε μέ μιά θλίψη ὁ παπα-Χριστόδουλος. Τί κρίμα! Δέν θά μπορέσει νά τούς κοινωνήσει ὅλους! Οἱ νέοι ἦταν ἀβάφτιστοι... Δῶσε, Θεέ μου, νά ’ρθει καί γι’ αὐτούς γρήγορα ἡ ὥρα!
Κόντευε ὁ καθαγιασμός καί τά σύννεφα ἄρχισαν νά μαζεύονται βαριά πάνω ἀπ’ τή Δρόπολη. Ἀνήσυχος ὕψωσε τό βλέμμα του στόν οὐρανό. Τί ἔπρεπε νά κάνει τώρα; Ν’ ἀφήσει τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ νά τό μολύνει ἡ βροχή ἤ νά διακόψει τή θεία Λειτουργία; Ἡ ματιά κατηφόρισε πρός τήν ταπεινή ἐκκλησιά, ἀπ’ τό ἄνοιγμα στό Ἱερό διέκρινε τήν τοιχογραφία τῆς Παναγίας. Ἀπ’ Αὐτήν θά ζητοῦσε βοήθεια: «Μάνα μας, Παναγιά, μήν ἐπιτρέψεις νά ρεζιλευτοῦμε!».
Ἥσυχος πιά συνέχισε. Τά σύννεφα διαλύθηκαν, ἡ βροχή πῆγε ἀλλοῦ νά ξεθυμάνει.
Μοίρασε σ’ ὅλους τ’ ἀντίδωρο, ἀλλά καί πάλι δέν ἔφευγε κανείς ἀπ’ ὅσους εἶχαν γεμίσει τό πλατύ ἁλώνι4. Τά ὄργανα ἄρχισαν τούς παραδοσιακούς ρυθμούς καί πιάστηκαν γιά τόν χορό τραβώντας πρῶτον τόν παπά, πού ἔκανε τόν δύσκολο, ἀλλά τοῦ εἶπαν: «Ἔτσι τό ἔχομε ἐμεῖς, μπροστά ὁ παπάς! Αὐτός ξεκινᾶ τό πανηγύρι».
Πρώτη φορά πού χόρεψε ὁ παπα-Χριστόδουλος! Μ’ ὅλη του τήν καρδιά, πού, ἡ δύσμοιρη, χτυποῦσε δυνατά, ξεχείλιζε ὅσο ἔβλεπε τή χαρά σέ τόσα ἀμέτρητα δακρυσμένα μάτια, πού πιάστηκαν πίσω του στόν χορό καί κύκλωσαν τό ἁλώνι.
Ἡ ὥρα περνοῦσε κι αὐτοί δέν ἤθελαν νά τόν ἀποχωριστοῦν. Νύχτωνε. Τήν παπαδιά τήν εἶχαν ζώσει φίδια. Μά, ἄλλον σκεφτόταν ὁ παπα-Χριστόδουλος: τόν Δεσπότη, πού σίγουρα τριγύριζε σάν τό λιοντάρι στό κλουβί, ὅσο δέν εἶχε νέα.
Εἶχε νυχτώσει γιά καλά ὅταν πέρασε πάλι τά σύνορα. Φτάνοντας στό «ἑλληνικό» ζήτησε μέ λαχτάρα ἀπό τούς τελωνειακούς τήν ἄδεια νά κάνει ἕνα τη- λεφώνημα. Ὄχι στήν παπαδιά. Στόν Σεβαστιανό. Γιά νά τοῦ πεῖ πώς δέν χρειάζεται πιά ν’ ἀγωνιᾶ, γύρισε ἀσφαλής καί μέ καρδιά γεμάτη.
Μαρτινιανή
1. Ἐφημέριος στό χωριό Δελβινάκι τῆς Ἠπείρου, κοντά στά σύνορα μέ τήν Ἀλβανία.
2. Ὁ Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης κυρός Σεβαστιανός ὑπῆρξε ἐκεῖνος πού ἀνέδειξε τό Βορειοηπειρωτικό ὡς ἐκκρεμές ζήτημα καί στάθηκε ὁ πατέρας τῶν Βορειοηπειρωτῶν μέχρι τήν κοίμησή του τό 1994.
3. Παπα-Μιχάλης Ντάκος: ἀποσχηματισμένος ἱερέας πού ἐπιβίωσε ἀπό τό καθεστώς τοῦ Χότζα, ὁ πρῶτος πού τόλμησε νά τελέσει θεία Λειτουργία.
4. «Ἁλώνι» ὀνομάζουν τόν ἀνοιχτό χῶρο γύρω ἀπό τήν ἐκκλησία.