Μεγάλωσε ἡ μέρα καί ποιός μποροῦσε νά κρατήσει ὅλη ἐκείνη τήν παρέα τῶν ἐφήβων κλεισμένη στό σπίτι; Οὔτε τά διαβάσματα οὔτε κἄν οἱ ἀνοικτοί ὑπολογιστές.
- Πᾶμε γιά ποδόσφαιρο, πρότεινε ὁ Πάρης.
- Πᾶμε καλύτερα στήν αὐλή τοῦ σχολείου γιά μπάσκετ, εἶπε ὁ ψηλός ὁ Γιάννης.
Τόν κοίταξαν ὅλοι μέ πειραχτική διάθεση.
- Παῖξε καί τίποτα ἄλλο, ψηλέ! μίλησε γιά ὅλους ὁ Ἀντρέας.
Χαμογέλασε καλόκαρδα μέ τό πείραγμα ὁ Γιάννης καί σήκωσε ψηλά τά χέρια.
- Καλά, καλά, ὅ,τι θέλει ἡ πλειοψηφία.
Ὁ δίμετρος Γιάννης ἦταν ὁ πιό βολικός τῆς παρέας. Ἀνάλογη μέ τό ὕψος του ἦταν κι ἡ καρδιά του, κι ἀνάλογη μέ τήν καρδιά του ἦταν κι ἡ καλοσύνη του. Δέν χαλοῦσε ποτέ χατίρι σέ κανένα. Οὔτε σέ μικρό οὔτε σέ μεγάλο. Αὐτό τό ἤξερε ὅλη ἡ παρέα του καί, σάν παιδιά πού ἦταν, ὅλοι κάποια στιγμή ἐκμεταλλεύτηκαν τή μεγάλη του καρδιά. Ὅλοι ὅμως, μά ὅλοι τόν ἀγαποῦσαν καί δέν μποροῦσαν νά φανταστοῦν τή συντροφιά τους δίχως τόν Γιάννη.
- Ἐγώ σήμερα δέν θά καθίσω πολύ, εἶπε καί τό πρόσωπό του πῆρε μιά σοβαρή, λυπημένη θαρρεῖς, ἔκφραση.
- Μά αὔριο ἔχουμε ἐλαφρύ πρόγραμμα, ἀντέδρασε ὁ Γιῶργος. Δέν ἔχουμε σχεδόν τίποτα νά διαβάσουμε.
- Ὄχι, παιδιά, δέν εἶναι τό διάβασμα. Θά σᾶς ἐξηγήσω μιά ἄλλη φορά, εἶπε καί ξαναβρίσκοντας τό κέφι του ὁδήγησε τήν παρέα του στό γηπεδάκι τῆς γειτονιᾶς.
- Νά γυρίσεις νωρίς, τοῦ εἶπε ἡ μητέρα του ὅταν τόν εἶδε νά βγαίνει. Ἐγώ θά πάω τή γιαγιά στήν ἐκκλησία, μά στή συνέχεια ἔχω ραντεβού μέ τόν γιατρό καί πρέπει ἐσύ νά πᾶς νά τή γυρίσεις.
Σφίχτηκε ἡ καρδιά τοῦ Γιάννη. Πολλές φορές τώρα τελευταῖα ἀκουγόταν ἡ λέξη «γιατρός» μέσα στό σπίτι τους κι ἡ μάνα του φαινόταν καθαρά ὅτι κάτι τοῦ ἔκρυβε. Δέν ἦταν μωρό! Τά δεκάξι τά εἶχε κλεισμένα κι ἦταν καί τό μεγάλο της παιδί.
- Μαμά, σοῦ συμβαίνει κάτι σοβαρό; Τήν ἀλήθεια θέλω νά μοῦ πεῖς, τή ρώτησε κοιτώντας την ἴσια στά μάτια.
- Δέν ξέρω ἀκόμα, παιδί μου, ἀπάντησε ἐκείνη καί τά μάτια της βούρκωσαν.
- Τί ὥρα σχολάει ἡ ἐκκλησία; ρώτησε, περισσότερο γιά νά ἀλλάξει τό κλίμα ὁ Γιάννης καί, δίχως νά περιμένει ἀπάντηση, βγῆκε τρέχοντας γιά νά μή δεῖ κι ἐκείνη τά δάκρυά του.
Ξεχάστηκε παίζοντας ὁ Γιάννης, ξεχάστηκε κι ἡ παρέα του πού τόν εἶδε εὐδιάθετο ἀνάμεσά τους. Μά μόλις πῆρε νά γέρνει ὁ ἥλιος, τούς χαιρέτησε κι ἔφυγε.
Βρέθηκε μέ τά μεγάλα βήματά του πολύ γρήγορα στόν αὐλόγυρο τῆς ἐκκλησιᾶς. Κάθισε σέ ἕνα παγκάκι περιμένοντας νά τελειώσει, νά πάρει τή γιαγιά καί νά φύγει. Δέν ἦταν πολύ μεγάλη ἡ γιαγιά, μά τόν τελευταῖο καιρό εἶχε πρόβλημα μεγάλο μέ τά μάτια της κι ἡ μαμά δέν ἤθελε νά τήν ἀφήνει νά περπατάει μόνη της. Δέν εἶχε πολλή σχέση μέ τήν ἐκκλησία ὁ Γιάννης, ἄν καί πολύ μικρό ἡ γιαγιά τόν ἔπαιρνε κάθε Κυριακή μαζί της καί τόν ἔβαζε νά κάθεται δίπλα της. Κι αὐτός γιά νά τῆς κάνει τό χατίρι, ὅποτε σταυροκοπιότανε αὐτή, σταυροκοπιότανε κι αὐτός, ὅταν ἔκανε μετάνοιες αὐτή, ἔκανε κι αὐτός, καί πόσο χαιρόταν ἡ γιαγιά! Ναί, εἶχε κόψει νωρίς ἀπό τήν ἐκκλησία ὁ Γιάννης, γιατί κανένας ἄλλος ἐκτός ἀπό τή γιαγιά δέν πήγαινε.
Σάν νά τοῦ ἦρθε ἡ μυρωδιά ἀπό τό λιβάνι καί σκίρτησε ἡ καρδιά του. «Χριστέ μου», προσευχήθηκε αὐθόρμητα, «βοήθησε τή μητέρα μου!».
Ἀνέβηκε δίχως νά ὁρίζει τόν ἑαυτό του τά σκαλοπάτια τοῦ ναοῦ. Ἔσπρωξε τή μεγάλη δρύινη πόρτα καί μπῆκε μέσα. Δέν χρειάστηκε νά ψάξει νά βρεῖ τή γιαγιά του, ἤξερε τή θέση της κι ἡ θέση δίπλα της ἦταν ἄδεια. Προχώρησε συγκινημένος ὁ Γιάννης καί στάθηκε κοντά της.
«Κύριε τῶν Δυνάμεων, μεθ᾽ ἡμῶν γενοῦ, ἄλλον γὰρ ἐκτός σου βοηθὸν ἐν θλίψεσιν οὐκ ἔχομεν, Κύριε τῶν Δυνάμεων, ἐλέησον ἡμᾶς!».
Ἡ γιαγιά ἔκανε βαθειά μετάνοια καί τά σβησμένα μάτια της πῆραν ζωή κι ἔτρεχαν σάν δυό βρύσες.
Δέν χρειάστηκε δεύτερη σκέψη. Ὁ Γιάννης, ὁ δίμετρος Γιάννης, πού δέν χαλοῦσε τό χατίρι κανενός, λύγισε, τσάκισε τό κορμί του στά δύο ἀκολουθώντας τήν κίνηση τῆς γιαγιᾶς του.
«Κύριε τῶν Δυνάμεων», φώναζε ἡ μεγάλη ἐφηβική καρδιά του, «κάνε μας τό χατίρι καί τῶν δυό. Ἐλέησε τή δούλη σου Ἀλεξάνδρα!».
- Πᾶμε, γιαγιά; τή ρώτησε γαληνεμένος ὁ Γιάννης μόλις ὁ παπάς εἶπε τό «δι᾽ εὐχῶν».
Ξαφνιάστηκε ἐκείνη.
- Ἐδῶ εἶσαι, Γιάννη μου; τόν ρώτησε καί τά μάτια της ἄστραψαν.
- Ἐδῶ, γιαγιά μου! Ἐδῶ καί πολλή ὥρα, δίπλα σου, σάν τότε πού μέ ἔφερνες μαζί σου. Ἐδῶ γιά νά παρακαλέσω τόν Κύριο τῶν Δυνάμεων νά κάνει καλά τή μητέρα μου. Θυμᾶσαι; «Ἀρχίζει, Γιάννη μου, τό “Κύριε τῶν Δυνάμεων”», μοῦ ἔλεγες κι ἐγώ ἐρχόμουν μαζί σου δίχως νά καταλαβαίνω τί σημαίνει τό «Κύριε τῶν Δυνάμεων». Ἐρχόμουν, ἔτσι, γιά νά σοῦ κάνω τό χατίρι, ἐπειδή σ᾽ ἀγαποῦσα. Μᾶς ἀγαπᾶ γιαγιά ὁ Θεός, ἔτσι δέν εἶναι; Θά μᾶς κάνει τό χατίρι, σίγουρα θά μᾶς τό κάνει!
Ὁ μικρός γίγαντας μιλοῦσε δυνατά δίχως νά τό καταλαβαίνει κι ὁ παπα-Χρῆστος, πού περνοῦσε ἐκείνη τήν ὥρα ἀπό δίπλα τους, ἄκουσε.
- Μᾶς ἀγαπᾶ, γιέ μου! Μόνο νά ἤξερες πόσο μᾶς ἀγαπᾶ! τοῦ εἶπε καί ἀκούμπησε τό χέρι του στό κεφάλι του.
Πῆρε στά χέρια του τό χέρι τοῦ παπᾶ ὁ Γιάννης καί τό φίλησε.
- Νά ἔρχεσαι στήν ἐκκλησία, γιέ μου, νά παίρνεις δύναμη!
- Θά ἔρχομαι, πάτερ, εἶπε, κι ἦταν ἀποφασισμένος νά κάνει καί τοῦ παπᾶ τό χατίρι καί τῆς γιαγιᾶς καί τῆς καρδιᾶς του, πού τώρα πιά μόνη της τοῦ τό ζητοῦσε.
- Ἀλεξάνδρα τή λένε τή μητέρα μου, εἶπε καί ἔσκυψε τό κεφάλι.
- Λές νά μήν τό ξέρω, παιδί μου; εἶπε καί κοίταξε μέ σεβασμό τή μεγάλη γυναίκα πού ἦταν δίπλα τους. Κι ἐσένα Ἰωάννη! Τό πρῶτο χατίρι τῆς γιαγιᾶς σου ὁ Θεός ἤδη τό ἔκανε, γιατί νά μήν κάνει καί τό ἄλλο; Ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων ἄς εἶναι μαζί μας! εἶπε ὁ παπα-Χρῆστος κι ἀπομακρύνθηκε συγκινημένος.
Ὁ Γιάννης πῆρε ἀπό τό χέρι τή γιαγιά του καί βγῆκαν ἀπό τόν ναό.
Ἔξω στόν αὐλόγυρο τῆς ἐκκλησιᾶς ἦταν ὅλη ἡ παρέα του, πού ξαναμμένη ἀπό τό παιχνίδι ξεδιψοῦσε ἀπό τή βρύση τῆς αὐλῆς.
- Ἐμεῖς νικήσαμε, φώναξε μέ ἐνθουσιασμό ὁ Πάρης, μόλις τόν εἶδε στά σκαλοπάτια τοῦ ναοῦ.
- Ὁ πιό Δυνατός νικᾶ! τούς ἀπάντησε, μά μόνο ἡ γιαγιά του ἤξερε τί ἐννοοῦσε. Μά αὐτό δέν θά τό κρατοῦσε γιά μυστικό, ὄχι! Ἔπρεπε κι οἱ φίλοι του νά μάθουν γιά τόν «Κύριο τῶν Δυνάμεων»!
Ἑλ. Βασιλείου