Ἐκείνη τή σκοτεινή Παρασκευή πού ὁ ἀναμάρτητος Κύριος συνελήφθη ἀπό τούς ἐχθρούς του καί ἐκτελέστηκε σάν ἐγκληματίας, ἐκπληρώθηκε στό ἀκέραιο ἡ προφητεία τοῦ δικαίου Συμεών ὅτι ὁ Ἰησοῦς θά πάθει «ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί» (Λκ 2,35).
Ἀπό αὐτές τίς καρδιές πού ζύγισε καί ἔκρινε τό πάθος τοῦ Θεοῦ, θά σταθῶ ἐδῶ, στόν περιορισμένο χῶρο αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου, μόνο σέ δύο. Ἡ πρώτη εἶναι ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, ἕνα πραγματικά τραγικό πρόσωπο. Ὁ Ἰούδας, γιός τοῦ Σίμωνος, ὑπῆρξε ὡς γνωστόν ἕνας ἀπό τούς δώδεκα μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Δέν ξέρουμε πολλά γιά τήν προσωπικότητά του. Τό γεγονός ὅτι ὁ Κύριος τοῦ ἀνέθεσε τό ταμεῖο τῆς συνοδίας του δείχνει μᾶλλον ὅτι εἶχε γραμματικές γνώσεις καί ὅτι δέν ἦταν ψαράς. Γνωρίζουμε ἀκόμη ὅτι ὁ Ἰησοῦς τοῦ συμπεριφέρθηκε ὅπως ἀκριβῶς καί στούς ἄλλους. Συμμετεῖχε κι αὐτός στήν ἱεραποστολική δράση τῶν Δώδεκα, κήρυξε καί ὁ ἴδιος καί προφανῶς ἔκανε σημεῖα ὅπως καί οἱ ὑπόλοιποι.
Ὅμως δυστυχῶς δέν πρόσεξε. Δέν μαρτυρεῖται ἄν ἦταν φιλάργυρος ἐξ ἀρχῆς. Ὡστόσο ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης καταθέτει, ὄχι μόνον ὡς θεόπνευστος ἀλλά καί ὡς αὐτόπτης, ὅτι ὁ Ἰούδας, ὅταν τουλάχιστον πλησίαζε ὁ καιρός τοῦ Πάθους, εἶχε φτάσει στό σημεῖο νά κλέβει ἀπό τό κοινό ταμεῖο καί τήν ἴδια στιγμή νά ὑποκρίνεται τόν φιλόπτωχο ἀκόμη καί μπροστά στόν Διδάσκαλο! Προφανῶς ἡ μανία τῆς φιλαργυρίας πού τόν κατέλαβε δέν συνάντησε μέσα του καμιάν ἀντίσταση. Ἐκπόρθησε τή συνείδησή του καί φίμωσε ἄνετα κάθε ἐνδοιασμό. Ἔτσι, στήν ἀξιοθρήνητη αὐτή κατάσταση, ὁ ἄλλοτε μαθητής τοῦ Χριστοῦ ἔγινε εὔκολα ὑποχείριο τοῦ Σατανᾶ καί προχώρησε στό ξεπούλημα καί αὐτοῦ τοῦ Σωτήρα!...
Τό ἄλλο πρόσωπο, παράλληλη περίπτωση, εἶναι ὁ Σίμων Πέτρος. Ὁ Πέτρος ἦταν γιός τοῦ Ἰωνᾶ ἀπό τή Βηθσαϊδά τῆς Γαλιλαίας. Γνωρίζουμε ὅτι ἦταν ἔγγαμος καί μᾶλλον χῆρος, ὅταν τόν κάλεσε ὁ Κύριος νά γίνει μαθητής του. Πρέπει λοιπόν νά ἦταν ἀρκετά ὥριμος στήν ἡλικία κι αὐτό συνάγεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ἦταν ὁ φυσικός ἡγέτης τῆς ὁμάδας τῶν Δώδεκα καί μποροῦσε νά ἐπιτιμᾶ ἀκόμη καί τόν Διδάσκαλο. Ἦταν ἕνας ἀπό τούς τρεῖς πιό στενούς μαθητές τοῦ Ἰησοῦ. Οἱ ἄλλοι δύο ἦταν οἱ γιοί τοῦ Ζεβεδαίου καί παλιοί συνέταιροι τοῦ Πέτρου καί τοῦ ἀδελφοῦ του Ἀνδρέα, Ἰάκωβος καί Ἰωάννης.
Ὁ Πέτρος ἦταν ὑπέρμετρα ἐνθουσιώδης. Ἀγαποῦσε πολύ τόν Κύριο καί πίστευε σ’ αὐτόν ὁλόψυχα. Μάλιστα στήν ἀρχή περίπου τοῦ τελευταίου ἔτους τῆς δράσης του, στά μέρη τῆς Καισάρειας τοῦ Φιλίππου, τόν ὁμολόγησε ρητά Χριστό καί Υἱό τοῦ Θεοῦ (βλ. Μθ 16,16). Ὅμως ἡ πίστη του ἦταν ἀσταθής καί ἄκριτη. Ἐκεῖ πού ἄγγιζε τόν οὐρανό, συντριβόταν στή γῆ. Στό μυστικό δεῖπνο δήλωσε στόν Ἰησοῦ μέ τόν πιό κατηγορηματικό τρόπο ὅτι ἦταν ἕτοιμος καί τή ζωή του νά θυσιάσει γι’ αὐτόν. Κι ὅταν ὁ Κύριος τοῦ εἶπε ὅτι ἐκείνη τή νύχτα θά τόν ἀρνιόταν, ἐξανέστη καί τόν διαβεβαίωσε ὅτι δέν θά ἔκανε κάτι τέτοιο, ἀκόμη κι ἄν ἔπρεπε νά πεθάνει μαζί του. Κι ὅμως. Ὁ λόγος τοῦ Διδασκάλου ἀποδείχθηκε ἀληθινός. Λίγες ὧρες ἀργότερα, στήν αὐλή τοῦ ἀρχιερατικοῦ οἴκου κι ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς καταδικαζόταν σάν βλάσφημος σέ μιά δίκη παρωδία καί διασυρόταν, ὁ Πέτρος, ὁ πιστός καί ἐνθουσιώδης, ὠρυόταν καί ὁρκιζόταν σέ ὑπηρέτες καί δοῦλες ὅτι «δέν γνωρίζω αὐτόν τόν ἄνθρωπο!»...
Ἰούδας λοιπόν καί Πέτρος. Δύο μαθητές τοῦ Κυρίου πού πρόδωσαν τόν θεῖο Διδάσκαλο καί ὁ ἕνας καί ὁ ἄλλος καί μάλιστα τήν πιό κρίσιμη ὥρα. Καί τό ἐρώτημα πού προβάλλει φυσικά εἶναι ποῦ αὐτοί οἱ δύο διαφοροποιοῦνται. Γιά ποιόν λόγο ὁ Κύριος χαρακτηρίζει τόν Ἰούδα μέ τήν βαρύτατη ἔκφραση «ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας» (Ἰω 17,12), ἐνῶ συγχωρεῖ τόν Πέτρο; Διότι ἀπό ὅσα ἀφηγοῦνται τά Εὐαγγέλια, δέν φαίνονται ὁμόλογες μόνον οἱ πτώσεις τους ἀλλά καί ἡ μετάνοιά τους. Δέν μετανόησε πικρά μόνον ὁ Πέτρος∙ μετανόησε -«μετεμελήθη», λέει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος (Μθ 27,3)- καί ὁ Ἰούδας. Συνεπῶς γιατί διακρίνονται ἔτσι;
Ἡ ἀπάντηση στό ἐρώτημα αὐτό δέν εἶναι δύσκολη γι’ αὐτόν πού μελετᾶ μέ προσοχή τή Βίβλο. Ναί, πρόκειται γιά δύο παράλληλες προδοσίες καί μετάνοιες, οἱ ὁποῖες ὅμως -ἐδῶ ἑστιάζεται ἡ διαφορά τους- εἶχαν διαφορετικά κίνητρα. Ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα ὀφειλόταν σέ ἀλλοίωση τοῦ φρονήματός του. Στήν καρδιά αὐτοῦ τοῦ μαθητῆ ὁ Διδάσκαλος εἶχε πλέον διαγραφεῖ. Εἶχε μεταβληθεῖ σ’ ἕνα ἐμπόρευμα. Κι ὅταν ἀκόμη ὁ Ἰούδας μετανοεῖ, ἡ ἀναφορά του δέν εἶναι ὁ Ἰησοῦς. Δέν ἐνδιαφέρεται γιά τή συγγνώμη του. Τό πρόβλημα ἦταν πλέον ὁ θιγμένος ἐγωισμός του, τό ὅτι ἀντιμετώπιζε μιά κολοσσιαία προσωπική ἀποτυχία. Ἀντιθέτως ἡ προδοσία τοῦ Πέτρου ἦταν μιά ἀπροσδόκητη καί ἀθέλητη συναρπαγή, δέν εἶχε σχέση μέ τό φρόνημά του. Ἦταν κλονισμός τῆς στιγμῆς πού ὀφειλόταν στό ὅτι ὁ ψαράς τῆς Γαλιλαίας ἔνιωσε νά ἀπειλεῖται ἡ ζωή του. Ὄχι ἐπειδή εἶχε διαγράψει τόν Κύριο καί δέν τόν λογάριαζε πλέον. Ἴσα ἴσα γι’ αὐτό κλαίει, διότι πρόδωσε τόν ἀγαπημένο του Διδάσκαλο. Ὄχι ἐπειδή ἔσφαλε.
Νά προσέξουμε βέβαια ὅτι ὁ Ἰούδας ἔφτασε σ’ αὐτή τήν κατάντια λόγῳ τοῦ πάθους του, ἐπειδή δηλαδή ἀντικατέστησε στήν καρδιά του τόν Χριστό μέ τόν χρυσό. Καί μόλις χρειάζεται νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι αὐτός ὁ κίνδυνος ἀπειλεῖ καί μᾶς. Νά ἀντιμετωπίζουμε λοιπόν ἀποφασιστικά κάθε πάθος καί ἁμαρτωλή ἕξη πρίν κακοφορμίσουν καί μᾶς ὁδηγήσουν μέ ἀκρίβεια στόν αἰώνιο ὄλεθρο.
Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας