Θά φανταζόσασταν ποτέ ἕνα μεγαλοκεφαλαιοῦχο νά σεργιανᾶ σέ σοκάκια ἀναζητώντας ἀναγκεμένους γιά νά τούς βοηθήσει; Σέ αὐτό τόν κατάλογο τῶν σπάνιων ἀνθρώπων συγκαταλέγεται ὁ Γεώργιος Σταύρου. Μπορεῖ ἡ ζωή νά τοῦ ἦταν εὐνοϊκή, ἀλλά κι αὐτός ὡς ἔξυπνος ἔμπορος ἅρπαξε τήν εὐκαιρία κι ἀξιοποίησε τόν πλοῦτο καί τήν κοινωνική του θέση γιά νά ξαναγεννηθεῖ ἡ Ἑλλάδα.
Γεννιέται στά Ἰωάννινα τόν Ἰανουάριο τοῦ 1788. Σπουδάζει στή Μπαλαναία Σχολή καί στήν Καπλάνειο μέ σχολάρχη τόν εὐρυμαθῆ Ἀθανάσιο Ψαλλίδα. Ὁ πατέρας του Σταῦρος Ἰωάννου ὑπῆρξε τρόπον τινά ὑπουργός οἰκονομικῶν τοῦ Ἀλῆ πασᾶ. Ἕνας κορυφαῖος ἔμπορος ἀλλά καί σημαίνων παράγων στή γιαννιώτικη κοινωνία μέ ποικίλη δράση.
Λόγῳ ἐργασίας μετακομίζουν στή Βιέννη κι ἐκεῖ ὁ Γεώργιος συνεχίζει τίς σπουδές του στά οἰκονομικά, ἐνῶ σύντομα ἀναλαμβάνει τίς πατρικές ἐμπορικές ἐπιχειρήσεις. Μαθαίνει ἀγγλικά, γαλλικά, ἰταλικά καί γερμανικά. Ἀρχίζει νά δικτυώνεται καί νά ἀξιοποιεῖ τή δυναμική τοῦ ἐπαγγέλματός του γιά τήν πατρίδα. Νεαρός καί πετυχημένος ἔμπορος γίνεται μέλος στή Φιλόμουσο Ἑταιρεία Βιέννης, ὅπου συναντᾶ κι ἄλλο μεγάλο δάσκαλο, τόν Ἄνθιμο Γαζῆ. Μέχρι πού ἦρθε ἡὥρα γιά στενή συνεργασία μέ τόν Ἰωάννη Καποδίστρια.
Μυεῖται στή Φιλική Ἑταιρεία. Ξεσπᾶ ἡ Ἐπανάσταση. Ὁ Γεώργιος Σταύρου ἀποστέλλει πολεμικό ὑλικό στήν Ἑλλάδα, χρηματοδοτεῖ, κατευθύνει Ἕλληνες τῆς διασπορᾶς. Κι ἐνῶ οἱ δουλειές του στό ἐξωτερικό πηγαίνουν περίφημα, τό ἀνήσυχο πνεῦμα του ἀσυγκράτητο τόν ὁδηγεῖ στήν ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα. Δέν ἀρκεῖται στή μακρόθεν συμπαράσταση. Σπεύδει στήν ἐμπροσθοφυλακή τοῦ ἀγώνα. Ἔρχεται στό Ναύπλιο μεταφέροντας πολεμοφόδια. Τοποθετεῖται δίπλα στόν Γεώργιο Κουντουριώτη ὡς σύμβουλός του καί δραστηριοποιεῖται κυρίως σέ διπλωματικές ὑποθέσεις ἀξιοποιώντας τά τόσα διανοητικά προσόντα του. Τό 1826, ὡστόσο, ἀφήνει τά κυβερνητικά γραφεῖα καί μεταβαίνει στό Μεσολόγγι ὡς ἐπικεφαλῆς ἔνοπλου σώματος.
Ὁ Καποδίστριας, πού ἀναζητοῦσε ἔμπιστους συνεργάτες, διέκρινε ἀμέσως τήν ἐντιμότητά του. Ἡ ἀσθενική οἰκονομία τῆς Ἑλλάδας χρειαζόταν κάποιον πού ἀνιδιοτελῶς θά ἔθετε ὅλο τόν ἑαυτό του -χρόνο, μυαλό, καρδιά- στή στερέωση τοῦ ἀνύπαρκτου τραπεζικοῦ συστήματος. Καί τότε ὁ Γεώργιος πῆρε τή μεγάλη ἀπόφαση: νά μήν ἐπιστρέψει στίς ἀνέσεις τῆς ζωῆς του στό ἐξωτερικό, ἀλλά νά παραμείνει στήν Ἑλλάδα καί νά τεθεῖ στή διάθεση τοῦ νεοσύστατου κράτους.
Ἡ δημόσια περιουσία ἦταν γιά τόν Γεώργιο Σταύρου ἱερή κληρονομιά. Ὄχι μόνο δέν διανοήθηκε νά ἐπωφεληθεῖ στό ἐλάχιστο, ἀλλά πρόσφερε τήν τεράστια περιουσία του μέ ποικίλους τρόπους στήν Ἑλλάδα. Ὅπως τό εἶχε προτείνει ἀπό καιρό στόν Κυβερνήτη, ἱδρύει καί κατευθύνει ὡς πρόεδρος τό πρῶτο χρηματοπιστωτικό ἵδρυμα τοῦ κράτους. Παράλληλα, ἐκπέμποντας στήν ἴδια συχνότητα μέ τόν Καποδίστρια ἱδρύει καί χρηματοδοτεῖ ποικίλα ἱδρύματα, ἀπό νοσοκομεῖα καί γηροκομεῖα μέχρι μοναστήρια καί βιβλιοθῆκες.
Ἀπό τήν Ἀθήνα ὅπου διέμενε δέν λησμονοῦσε νά εὐεργετεῖ καί τήν ἰδιαίτερη πατρίδα του. Ἐνίσχυσε οἰκονομικά τόν ναό Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ὅπου ἐκκλησιαζόταν στά παιδικά του χρόνια, παρακαλώντας νά μνημονεύεται μαζί μέ τούς γονεῖς του, ἐνῶ μεγάλα ποσά δώρισε καί στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καί σέ πτωχοκομεῖα, ζητώντας νά μοιραστοῦν μέ ἀμεροληψία. Ὄνειρό του ἦταν νά μεταμορφωθεῖ τό πατρικό του σπίτι σέ ἑλληνορθόδοξο ὀρφανοτροφεῖο μέ σκοπό «...τήν ἠθική ἀγωγή τῶν ὀρφανῶν καί ἐκμάθηση βιοποριστικῶν καί χειρωνακτικῶν ἐπαγγελμάτων». Πράγματι, ἡ σχολή ἀργυροτεχνίας τοῦ ἱδρύματος αὐτοῦ χάρισε στά Γιάννενα πολλούς ἱκανούς τεχνίτες, πού κατέστησαν τήν πόλη φημισμένη ὥς σήμερα γιά τά καλαίσθητα ἀσημικά.
Βέβαια ὁ σπάνιος αὐτός ἄνθρωπος ἔμεινε τελικά γνωστός μέ τήν πιό καίρια συνεισφορά του, κι αὐτή ὑπῆρξε ἡ ἵδρυση τῆς Ἐθνικῆς Τράπεζας τό 1841. Ὁ Σταύρου ξεκίνησε μέ ἀρχικό κεφάλαιο 5.000.000 δραχμές. Ἐργάστηκε μέ ἀπαράμιλλο ζῆλο, ἐντιμότητα κι ἐπιμονή ὡς πρῶτος Διευθυντής τῆς Τράπεζας καί κατάφερε μέσα σέ λίγα χρόνια νά τήν ἀπογειώσει καί νά ἀνοίξει ὑποκαταστήματα σέ ἀρκετές μεγάλες πόλεις. Ἔδωσε ὅλο του τό εἶναι στίς ὑποθέσεις τῆς Ἑλλάδας καί πέθανε στά 81 του χρόνια ἀπό ἀνακοπή καρδιᾶς ἐργαζόμενος στήν Τράπεζα.
Εἶχε ὅμως κι αὐτός τά μυστικά του... Καθημερινά ἐξέταζε ἄν ὅλα λειτουργοῦν ὅπως πρέπει κι ἔπειτα ἔβγαινε γιά ἕναν περίπατο, ὄχι γιά λόγους ὑγείας οὔτε γιά ἀναψυχή. Ἤθελε νά ψηλαφήσει τή ζωή τῶν Ἑλλήνων. Παρατηροῦσε τούς ἀνθρώπους γύρω του κι ἄν συναντοῦσε κάποιον πού εἶχε ἀνάγκη, σταματοῦσε νά ἐξυπηρετήσει ἤ καί νά συζητήσει. Κατέληγε πάντα στήν ἀγαπημένη του Παναγία Χρυσοσπηλιώτισσα, ὅπου ἐπέβλεπε τίς ἐργασίες ἀνοικοδόμησης κι ἐναπέθετε στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο ὅσα ζητήματα κουβαλοῦσε στίς πλάτες του.
Ὁ φιλόπονος καί ὀξυδερκής εὐεργέτης εἶχε μία ἠθική ἀρχή, πού τήν ἐφάρμοσε πιστά: «…νά ἐργαζόμεθα μέχρι τελευταίας πνοῆς ὑπέρ τῆς εὐημερίας τῆς Πατρίδος». Ὁ πλοῦτος καί ἡ κοινωνική καταξίωση ὄχι μόνο δέν στάθηκαν ἐμπόδιο, ἀλλά στά χέρια τοῦ ἔνθερμου πατριώτη μεταποιήθηκαν σέ μέσα ὥστε νά ἐργαστεῖ ἄχρι τέλους γιά τήν ἀνάσταση τῆς Ἑλλάδας.
Α.T.