Οἱ αἰῶνες κυλοῦν, μά ὁ ραγιάς δέν συμφιλιώνεται μέ τήν ὑποδούλωση. Τά προεπαναστατικά κινήματα ἀνδρώνουν τό πνεῦμα τῆς ἀντίστασής του. Ἡ μεγάλη Ἐπανάσταση τοῦ 1821 βρίσκει ψυχικά καί ὀργανωτικά ἕτοιμους τούς Ἕλληνες τῆς πανάρχαιας ἑλληνικῆς γῆς, τῆς Μακεδονίας.
Παρόλο πού ὁ διοικητής τῆς Θεσσαλονίκης Ἐμπού Λουμπούτ ἔπνιξε στό αἷμα τόν ἡρωικό ξεσηκωμό τῆς Χαλκιδικῆς, ὅπου πρωτοστάτησε ὁ Ἐμμανουήλ Παπάς ἀπό τόν Μάρτιο μέχρι τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1821, οἱ Μακεδόνες δέν ὑποστέλλουν τίς σημαῖες τους. Στόν μητρο- πολιτικό ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στή Νάουσα, 19 Φεβρουαρίου 1822, Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, σέ κλίμα πανηγυρικό, κηρύττεται ἐπίσημα ἡ Ἐπανάσταση τῆς Κεντρικῆς Μακεδονίας, τῆς Δυτικῆς Μακεδονίας καί τοῦ Ὀλύμπου. Ἡ Μακεδονία ἀδράχνει τά ὅπλα!
Τά ὀργανωμένα σώματα τοῦ Τσάμη Καρατάσου κερδίζουν σκληρές μάχες στή μονή τῆς Παναγίας Δοβρᾶ. Ὁ Μεχμέτ ἀγάς δέν μπορεῖ νά ἀνεχτεῖ τή βαρειά του ἥττα καί προβαίνει σέ ἀντίποινα. Μέ μανία ἐπιτίθεται στή Βέροια. Αἰχμαλωσίες, θανατώσεις, ληστεῖες, συνθέτουν τή μελανή εἰκόνα τῆς δύστυχης πόλης. Ἀπό τήν περιοχή τῆς Ἔδεσσας μέχρι τή Βέροια ὁδηγεῖ στή σφαγή χριστιανικούς πληθυσμούς καί στήν ἀγχόνη τόν ἡγούμενο τῆς Παναγίας Δοβρᾶ Γεράσιμο, τόν ὁποῖο κρέμασε στήν πλατεία Ὡρολογίου τῆς Βέροιας.
Ὁ Ἐμπού Λουμπούτ καρφώνει στή συνέχεια τό μάτι του στή Νάουσα κι ἀναλαμβάνει ὁ ἴδιος τήν ἐπίθεση ἐναντίον της. Τήν πόλη ὑπερασπίζουν 4.000-5.000 ἐπαναστάτες Ναουσαῖοι. Τούς ζητᾶ νά καταθέσουν τά ὅπλα, «ἵνα τύχουν συγγνώμης». Στήν ἄρνησή τους ἡ πόλη πολιορκεῖται γιά δύο μῆνες.
Ξημερώνει ἡ ἀποφράδα μέρα 18η Ἀπριλίου. Οἱ Τοῦρκοι καταφέρνουν νά μποῦν στή Νάουσα ἀπό τήν πύλη τοῦ τείχους μπροστά ἀπό τόν ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Χυμοῦν σάν πεινασμένες ὕαινες κι ἡ Νάουσα γιά ἕξι μέρες παραδίνεται στό ἔλεος μιᾶς ἀπίστευτης βαρβαρότητας.
«Καθώς αἰφνιδιαστικά καί ἀναπάντεχα ὅρμησαν οἱ ἐχθροί, φάνηκε πώς γιά τή Νάουσα ἄνοιξαν ὅλες μαζί οἱ πύλες τῆς κόλασης καί ξερνοῦσαν θανατικό... Τό γιαταγάνι ἀδιάκριτα θέριζε ἄγρια, βάρβαρα, σαδιστικά», περιγράφει τό δράμα τῶν κατοίκων ἡ ἀείμνηστη ἱστορικός Ἀθηνᾶ Τζινίκου στό πόνημά της «Ἡ Μακεδόνισσα στό θρύλο καί στήν ἱστορία».
Τρανό ἀμυντήριο ἀποδεικνύεται ὁ πύργος τοῦ Ζαφειράκη στά νοτιοδυτικά τῆς πόλης. Ἀμύνονται γιά τρεῖς μέρες ὁ Ζαφειράκης καί ὁ γιός τοῦ γερο-Καρατάσου Γιάννης μέ τά 500 παλληκάρια τους. Εἶναι ἐκπληκτικό νά βλέπει κανείς τίς ἄφοβες Nαουσαῖες, νηστικές, διψασμένες, ἄυπνες, νά τροφοδοτοῦν διαρκῶς μέ βόλια τούς πολεμιστές. Ἀνάμεσά τους πρωτοστατεῖ ἡ λεβέντισσα Ζαφειράκαινα. Μέ τήν ἀντίστασή τους διευκολύνουν τή φυγή πολλῶν χριστιανῶν. Ὅταν ὅμως ὁ ἀποκλεισμός τοῦ πύργου γίνεται στενότερος, οἱ πολιορκημένοι πραγματοποιοῦν ἔξοδο.
Σ’ ἐκείνη τήν κοσμοχαλασιά, 22 Ἀπριλίου 1822, μανάδες σφίγγουν τά παιδιά στήν ἀγκαλιά τους καί νεαρές κοπέλες τρέχουν πανικοβλημένες πρός τό ρέμα τῆς Ἀράπιτσας μήπως καί γλυτώσουν. Ἐκεῖ κορυφώνεται τό μεγαλεῖο τῆς ἀσκλάβωτης ψυχῆς τῆς Ναουσαίας γυναίκας. Μόλις ἀντιλαμβάνονται ὅτι ὁ ἐχθρός τίς ἔχει ζώσει, πέφτουν στ’ ἀφρισμένα καταρρακτώδη νερά τῆς Ἀράπιτσας. Προτιμοῦν τόν ἡρωικό, ἀξιοπρεπῆ θάνατο παρά μιά ζωή ἐξευτελιστική μέσα στήν ἀτίμωση καί τή δουλοπρέπεια, κατά τόν Σπυρίδωνα Τρικούπη. Ἕνα νέο Ζάλογγο ἀνασταίνεται. Μ’ ἀτίμητο μαρτυρικό στεφάνι στολίζονται.
Κυριακή τοῦ Θωμᾶ, 26 Ἀπριλίου, ὁ στρατάρχης διατάσσει νά θανατωθοῦν στήν περιοχή Κιόσκι τῆς Νάουσας οἱ ἄντρες ἀπό 15 ὥς 65 χρονῶν. Οἱ δήμιοι ἀποκεφαλίζουν τούς χριστιανούς πού ἀρνοῦνται νά ἐξισλαμισθοῦν καί μένουν ἀκλόνητοι στήν ὀρθόδοξη πίστη. Τό αἷμα τους ρέει ἄφθονο. Τά πλατάνια, πού σώζονται μέχρι σήμερα, προξενοῦν φρίκη στόν καθένα, κάθε φορά πού ἀναλογίζεται πώς ἀπό τά κλαδιά τους κρεμάστηκαν ἑκατοντάδες χριστιανοί. Οἱ ἀποκεφαλισμοί σταματοῦν μόνον, ὅταν οἱ Τοῦρκοι θωροῦν νά ξετυλίγεται μπροστά τους κάτι μοναδικό. Ἔκπληκτοι βλέπουν νά περπατάει τό ἀπαγχονισμένο σῶμα τοῦ ράφτη Νίκου Κοκοβίτη, πού λίγο πρίν ὁμολόγησε πίστη στόν Χριστό. Τό ἀκέφαλο σῶμα του ὑπερπηδᾶ κι ἕνα μικρό αὐλάκι. Μόλις ὅμως ἕνας Ἀλβανός τό ἄγγιξε, ἀμέσως ἔπεσε κάτω. Οἱ ὀθωμανοί θεωροῦν τό γεγονός θαῦμα, γι’ αὐτό ὁ αἱμοσταγής πασάς διατάσσει νά παύσουν οἱ σφαγές. Τή μνήμη τῶν 1.241 ἁγίων νεομαρτύρων ἡ Ἐκκλησία τῆς Νάουσας τιμᾶ κάθε χρόνο, τήν Κυριακή τοῦ Θωμᾶ.
Ἀρκετοί Ναουσαῖοι ζητοῦν καταφύγιο στήν Κοζάνη. Ὁ νικητής Λουμπούτ ἔρχεται νά τιμωρήσει τούς Κοζανίτες, πού τούς παρέχουν ἄσυλο. Καί τότε οἱ Κοζανίτισσες βγάζουν ἀπό τόν λαιμό τά φλουριά τους, πού τούς τά εἶχαν κρεμάσει οἱ ἄντρες τους σάν τήν πιό ἀσφαλῆ τράπεζα, καί τά παραδίδουν στόν ἐπίσκοπο Βενιαμίν. Ὁ μητροπολίτης ἔρχεται στό χωριό Δρέπανο μέ τέσσερα μουλάρια φορτωμένα χρυσάφι. Ὁ Ἐμπού Λουμπούτ παίρνει τά χρυσαφικά, χωρίς νά καταστρέψει τήν Κοζάνη.
Ἐπί μῆνες οἱ Μακεδόνες ἀπασχολοῦν τό ὀθωμανικό στράτευμα κι ἔτσι δίνουν ἄνεση κινήσεων στούς ξεσηκωμένους Ρουμελιῶτες καί Πελοποννήσιους. Γιά μία ἀκόμη φορά ἡ Μακεδονία ἀποδεικνύεται «Ἑλλάδος πρόφραγμα».
Ἡ ἐλευθερία βέβαια θά ἀργήσει γιά πολλά χρόνια ἀκόμη νά κάνει τήν ἀκριβή ἐμφάνισή της στή σκλάβα μακεδονική γῆ. Παρόλα αὐτά, πολλοί καί ἐξαίρετοι μακεδόνες ἀγωνιστές κατεβαίνουν στή Νότιο Ἑλλάδα, ἑνώνοντας τίς δυνάμεις τους μέ τούς ἐκεῖ ἐπαναστατημένους Ἕλληνες. Ὅλο τό Ἔθνος μιά γροθιά, πῶς νά μήν ἔρθει ἡ λευτεριά;
Ἑλληνίς