Πῶς νά νιώσω τόν πόνο σας, ἀδέρφια μου; Δέν μέ βοηθᾶ ἡ σύγχρονη ἐποχή μου. Τά δικά σας βάσανα εἶναι γιά μένα μόνο λέξεις γραμμένες σ’ ἕναν πανηγυρικό λόγο ἤ σ’ ἕνα ποίημα. Τό δικό σας παράπονο -γιά τή δουλεία σ’ ἕναν σκληρό δυνάστη- γίνεται παιδική ἀπαγγελία ἑνός δημοτικοῦ τραγουδιοῦ. Οἱ δυσκολίες σας -νά σᾶς φορολογοῦν πάνω ἀπό τίς δυνάμεις σας, νά καταπατοῦν τή γῆ σας οἱ ἀλλόθρησκοι- εἶναι γιά μένα σελίδες γραμμένες σέ βιβλία ἱστορίας. Νά καταστρέφουν τό βιός σου, νά μή σ’ ἀφήνουν ν’ ἀνασάνεις ἐλεύθερα τόν ἀέρα -τί λέω;- νά μή μπορεῖς νά χαρεῖς τό ἴδιο τό σπλάχνο σου, νά σ᾽ τό στεροῦν μέ τή βία καί νά τό τουρκεύουν... Ὅλη ἡ πίκρα σας ζωντανεύει σέ θεατρικά κείμενα γιά τίς σχολικές γιορτές. «Ὅλα τά ’σκιαζε ἡ φοβέρα καί τά πλάκωνε ἡ σκλαβιά», βεβαιώνει ὁ ποιητής. Ὁ φόβος τοῦ θανάτου στό κάθε σου βῆμα, οἱ ταπεινώσεις, ἡ φτώχια, τά διλήμματα τῆς ἄνετης ζωῆς ἄν ἀλλάξεις τήν πίστη σου...
Πῶς νά νιώσω τόν πόνο σας, ἀδέρφια μου, ἐγώ ὁ Ἕλληνας τοῦ 21ου αἰώνα; Νά περνοῦν τά χρόνια -ἑκατό, διακόσια, τριακόσια...- μέσα στόν ἴδιο πόνο τῆς σκλαβιᾶς. Καί ἀπό τά σπλάχνα σου νά ξεπηδᾶ ἡ ἴδια πάντα ἐλπίδα. Νά περνοῦν οἱ γενιές, νά ἔρχονται οἱ Λαμπρές καί ἡ ψυχή νά καρτερᾶ σταθερά τήν Ἀνάσταση... Πῶς δέν λύγισε ἡ ἑλληνική καρδιά σας κάτω ἀπό τήν ἀσήκωτη σκλαβιά μέσα στά ἀτελείωτα αὐτά χρόνια;
Δέν μπορῶ νά νιώσω τόν πόνο σας, ἀδέρφια μου. Ἐγώ δέν ξέρω ἀπό σκλαβιά. Στέκομαι μόνο μέ ἀπέραντο θαυμασμό μπροστά στό μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς σας. Ἕνα μεγαλεῖο πού ξεκινᾶ ἀπό πολύ παλιά…
Σᾶς βλέπω μέ τά μάτια τῆς καρδιᾶς νά μοῦ μιλᾶτε γιά τά βάσανά σας, μά καί γιά τήν ἐλπίδα· γιά τή σκληρή ζωή, μά καί γιά τίς ἁπλές καθημερινές σας χαρές. Καί διακρίνω στό βλέμμα σας μιά ἀγάπη μοναδική γιά τήν πατρίδα τή βασανισμένη, τή σκλαβωμένη. Μιά λαχτάρα νά τή δεῖτε πάλι λεύτερη, ἀλλά καί τή λαχτάρα νά θυσιάσετε τά πάντα γι’ αὐτήν τήν ἐλευθερία. Χωρίς δεύτερη σκέψη. Βλέπω τόν ἁπλό χωρικό τῆς Ρούμελης καί τοῦ Μοριᾶ, ἀλλά καί τόν μορφωμένο δάσκαλο τῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς. Βλέπω τό μικρό παιδί νά ξεκινάει γιά τήν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ, πού εἶναι καί τό σχολειό του, ἀλλά καί τόν γέροντα Πατριάρχη νά ἀγναντεύει μέ ἔγνοια τόν Βόσπορο. Βλέπω τήν ἀρχόντισσα τοῦ νησιοῦ, ἀλλά καί τόν ἄρχοντα τῶν Παραδουνάβιων Ἡγεμονιῶν. Κι εἶναι ἡ ἴδια λαχτάρα γιά λευτεριά πού διαπερνᾶ τήν καρδιά ὅλων σας καί ἡ ἴδια λαχτάρα τῆς θυσίας πού σᾶς κάνει νά τά δώσετε ὅλα! Κι ἄς πεθάνετε φτωχοί καί ξεχασμένοι... Φτάνει νά εὐημερεῖ ἡ πατρίδα! Κι ἡ φωνή σας, πού δέν μπόρεσαν νά τήν πνίξουν τά τετρακόσια χρόνια σκλαβιᾶς, κουβαλάει τήν κληρονομιά τῶν ἀρχαίων προγόνων. Τή συνέχεια τοῦ ἑλληνισμοῦ -κι ἄς τήν ἀμφισβητοῦν- τήν ἀποδεικνύει ἡ ἴδια αὐτή φωνή σας, πού ἄλλοτε φώναζε «Μολὼν λαβέ» καί τώρα ἀναφωνεῖ «Γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία καί τῆς πατρίδας τήν ἐλευθερία!». Κι ἀκολουθεῖ πάντοτε ἡ ἴδια ματωμένη θυσία...
Μ. Κουπουρτιάδου
"Ἀπολύτρωσις", Μάρτ. 2021