Παραμονή Πρωτοχρονιᾶς...
Ἐπιστρέφω στό σπίτι ἀπό τήν ἀπογευματινή μου βάρδια καί τό μόνο πού ἐπιθυμῶ εἶναι νά χωθῶ στό ζεστό μου κρεβάτι. Λίγο πρίν τό ρολόι δείξει μεσάνυχτα πλένω τά χέρια μου γιά τελευταία φορά. Ἕνα σιγανό χτύπημα στήν πόρτα... Ἡ μικρή πεντάχρονη κορούλα μου ἔχει ἀνησυχίες.
«Μαμά, ἡ κοιλίτσα μου πονάει», παραπονιέται, καθώς τή σκεπάζω καί πάλι. Στή γλῶσσα τῆς μικρῆς αὐτό μεταφράζεται: «Θά κοιμηθεῖς μαζί μου στό κρεβάτι μου;». Ἡ ἀναμονή τῆς αὐριανῆς γιορτινῆς μέρας, τό ἴδιο κουραστικῆς μέ αὐτήν πού μόλις ἔφυγε, δέν ἀφήνει περιθώρια γιά θετική ἀπάντηση. «Σκεπάσου καλά κι ἄν δέν περάσει σέ λίγο, ἔλα νά μοῦ τό ξαναπεῖς», ὑπεκφεύγω ὄχι χωρίς τύψεις, μά σίγουρη πώς σύντομα θά κοιμᾶται καί πάλι.
Τήν ἑπόμενη ἡμέρα, κάπου ἀνάμεσα στίς πρωινές ἑτοιμασίες γιά τήν πρωτοχρονιάτικη θεία Λειτουργία κι ἔχοντας ὁλότελα ξεχάσει τό χθεσινοβραδινό περιστατικό, νιώθω ἕνα μικρό χεράκι νά μέ σκουντάει. «Μαμά, χθές τό βράδυ πού πονοῦσε ἡ κοιλίτσα μου, πῆρα τό κομποσχοινάκι μου καί εἶπα πολλές φορές: "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησε τόν κόσμο σου". Μοῦ πέρασε ἡ κοιλίτσα καί κοιμήθηκα».
Χαμογελῶ διάπλατα καί ἀνοίγω τά χέρια μου νά τήν κλείσω στήν ἀγκαλιά μου, ἀλλά καί νά κρύψω τή συγκίνησή μου.
Ἔξω ἀκούγονται οἱ εὐχές γιά τή νέα χρονιά ἀπό τούς πρώτους περαστικούς πού τόλμησαν νά ξεμυτίσουν στό τσουχτερό κρύο. Στό σπιτικό μας ὁ καινούργιος χρόνος ξεκίνησε μέ τίς προσευχές ἑνός μικροῦ παιδιοῦ νά ἐλεήσει ὁ Κύριος ὅλο τόν κόσμο. Καί εἶναι αὐτή ἡ μικρή προσευχή ἀπό τά παιδικά χείλη πού δίνει καί σέ μένα τή βεβαιότητα πώς κι ἄν ἀκόμα τό νέο ἔτος θά ἔχει τίς δικές του δυσκολίες, ὁ Κύριος θά εἶναι μαζί μας.
Σ.Τ.