Πέμπτη, 4 Φεβρουαρίου, 9:00 π.μ.. Τό ξημέρωμα μέ βρῆκε μισοκοιμισμένο στή μεγάλη πολυθρόνα τοῦ παπποῦ. Πρωτόγνωρη ἐμπειρία. Ὁ ἀγαπημένος μου παππούς ἄρρωστος, κι ἐγώ δίπλα του ὅλη τή νύχτα νά τόν προσέχω. Ἡ μαμά φοβόταν ὅτι θά κουραζόμουν, ἀλλά τελικά ὅλα πῆγαν καλά. Ὁ... ἀσθενής μου ἦταν πολύ ἥσυχος, δέν ξύπνησε καθόλου. Καί καθώς τόν ἔβλεπα μέσα στό ἱλαρό φῶς τοῦ καντηλιοῦ πού ἔκαιγε μπροστά στή μεγάλη εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἀναλογίστηκα συγκινημένος ὅλες ἐκεῖνες τίς ὄμορφες στιγμές πού μοιράστηκα μαζί του, κι ἄλλες πού μοῦ διηγήθηκαν οἱ γονεῖς μου καί οἱ θεῖοι μου. Καί τί περίεργο! Συνειδητοποίησα ὅτι πρώτη φορά γράφω στό ἡμερολόγιό μου κάτι γι’ αὐτόν.
Γιά μένα ὁ παππούς Νῖκος ἦταν προπάντων ἕνας ἄνθρωπος πίστης. Ὅσο εἶχε ἀκόμη τόν νοῦ του κι ὅταν τύχαινε νά ξυπνήσω ἀχάραγα, τόν ἔβλεπα νά διαβάζει τόν Ὄρθρο γονατιστός μέ βαθύτατη κατάνυξη καί ἱεροπρέπεια. Ἡ φωνή του κυλοῦσε ἀργά, ὑποβλητικά, σάν ἀπό ἄλλους κόσμους, καί σ’ ἔκανε νά νιώθεις μέσα στή νύχτα ἕνα γλυκό ἐσώτατο ἄγγιγμα φωτός· δέν μπορῶ νά περιγράψω ἀλλιῶς τό αἴσθημα πού μέ κατέκλυζε. Κι ὅταν ἔπειτα διάβαζε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τήν Καινή Διαθήκη δυνατά, ὁλόσωστα καί μέ νόημα, ἄν καί ὀλιγογράμματος, ἤσουν σίγουρος ὅτι ἤξερε κάποιο μυστικό πού ἐσύ, ὁ γραμματισμένος, ἀγνοοῦσες. Κάποιο μυστικό τῆς καρδιᾶς.
Δέν ἐπρόκειτο ἁπλῶς γιά θρησκευτικότητα. Ἡ πίστη τοῦ παπποῦ στόν ἅγιο Θεό ἦταν ζωή καί θυσία, ὄχι μιά βολική αὐτοϊκανοποίηση. Ἔχει νά λέει ὁ π. Βενέδικτος γιά τίς ἐλεημοσύνες του, γιά τά ὀρφανά πού ἔντυσε, γιά τούς ἄπορους φοιτητές πού συνέδραμε τότε πού οἱ καιροί ἦταν δύσκολοι. Καί δέν θά ξεχάσω ποτέ τό βλέμμα τοῦ κ. Γιώργου, τοῦ γείτονά του, ὁ ὁποῖος μοῦ περιέγραψε συγκλονισμένος πῶς ὁ παππούς, 20χρονο παλληκάρι, φρόντισε τόν Δημητρό, τόν ἀδελφό του, πού ἦταν φυματικός σέ βαρειά κατάσταση, καί τόν πῆγε στό σανατόριο. Ὄχι μόνο κινδύνεψε γιά κάποιον πού τοῦ ἦταν ξένος, χωρίς νά λογαριάσει τίποτε, ἀλλά καί ξόδευε ἐπί μῆνες γι’ αὐτόν, ἐνῶ ὅλοι οἱ δικοί του τόν εἶχαν ἐγκαταλείψει φοβισμένοι.
Ὅμως πιό πολύ ἀπ’ ὅλα, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη ἀρετή του, θαύμαζα στόν παππού μου τό ταπεινό του φρόνημα. Θυμᾶμαι πολύ χαρακτηριστικά ὅτι σέ μιά στιγμή ἔντασης στό σπίτι τοῦ μεγάλου του γιοῦ, ὅταν ἡ νύφη του μέσα στά νεῦρα της τοῦ πέταξε ξαφνικά: «Φταῖς κι ἐσύ, πατέρα, πού φτάσαμε ὥς ἐδῶ!», αὐτός, σεβάσμιος ἀσπρομάλλης γέροντας, πού δέν ἀδίκησε ποτέ κανέναν καί πού ἔγινε γιά ὅλους στήριγμα, χαμήλωσε τά μάτια του καί παραδέχτηκε ἀνεπιτήδευτα: «Φταίω, κόρη μου, φταίω... Συγχωρέστε με, παιδιά μου!»· κι ἀμέσως ἡ νύφη μετανιωμένη ἔτρεξε νά τοῦ φιλήσει τά χέρια μέ κλάματα...
Ἔχουμε μάθει οἱ νέοι στήν ἡλικία μου νά θαυμάζουμε τή δύναμη καί νά θέλουμε νά ἐπιβαλλόμαστε. Σέ ὅλα τά ἐπίπεδα. Οἱ «γέροι» μᾶς εἶναι ἀδιάφοροι καί ὄχι σπάνια γίνονται γιά τούς πιό ἀδιάντροπους ἀπό μᾶς παιχνίδι «γιά νά σπᾶμε πλάκα».
Ὅμως ἐγώ θά κρατήσω τό παράδειγμα τοῦ παπποῦ μου σάν κάτι τό μοναδικό, τό ἄφταστο, τό πολύτιμο. Καί θά διηγοῦμαι, πάντα μέ ἔκπληξη, πῶς ἕνας γέροντας ἀγράμματος μοῦ ἔγινε στήν πρώτη μου νιότη ὁδοδείκτης γιά τόν οὐρανό. Τότε, πού τόσοι ἄλλοι νέοι, ἄγευστοι τέτοιων εὐλογιῶν, κάνουν ὄνειρα ἀπό χῶμα καί λάσπη.
- Παππού, τί λές, ἐκεῖνο τό μυστικό πού εἶπα πιό πάνω, θά μοῦ τό φανερώσεις κάποια στιγμή; Σέ παρακαλῶ, παππού, θέλω νά τό μάθω. Τό χρειάζομαι. Θά περιμένω...
Μέ σεβασμό
Ὁ ἐγγονός σου Ἄλκης
"Ἀπολύτρωσις", Ἰαν.-Φεβρ. 2021