Ἄκουγε τή βροχή πού ἔπεφτε ἡ Χριστίνα καί χαμογέλασε μέ εὐγνωμοσύνη. Σηκώθηκε τό πρωί κι ἔβαλε πλυντήριο. Σέ λίγο τελείωνε καί ὕστερα.... Ἄς βρέχει ὅσο θέλει, τό στεγνωτήριο τῆς ἔλυσε τά χέρια. Μπορεῖ νά στερήθηκαν ἄλλα πράγματα γιά νά τό πάρουν, ὅμως γιά μία οἰκογένεια σάν τή δική της τελικά ἀποδείχθηκε εἶδος πρώτης ἀνάγκης. Ἰδιαίτερα τόν χειμώνα, πού οἱ βροχερές μέρες τήν ἀνάγκαζαν νά στεγνώνει τά ροῦχα τῶν παιδιῶν μέσα στό σπίτι, τό στεγνωτήριο δούλευε ἀκατάπαυστα ὅπως καί τό πλυντήριο.
Ἄκουσε τό σῆμα πού ἔδειχνε ὅτι τελείωσε ἡ πλύση καί σηκώθηκε μέ χαρούμενη διάθεση νά βάλει τά ροῦχα στό στεγνωτήριο. Πάτησε τό κουμπί ἔναρξης ἡ Χριστίνα μά γιά πρώτη φορά ἀπό τότε πού τό ἀγόρασαν δέν τήν ὑπάκουσε. Τό ξαναπάτησε δίχως νά βάλει κακό στόν νοῦ της μά καί πάλι δέν πῆρε μπρός. Δέν πρόλαβε νά ἀσχοληθεῖ ἄλλο μέ τό στεγνωτήριο γιατί ἐκείνη τήν ὥρα ἄκουσε τό κλάμα τοῦ μικροῦ παιδιοῦ της καί ἔτρεξε στό δωμάτιο. Λές κι εἶχαν συνεννοηθεῖ ἄρχισαν ἕνα-ἕνα τά μικρότερα νά τή φωνάζουν. Μέχρι νά τά φροντίσει καί νά τά κανακέψει, ἔβγαλε ἀπό τή σκέψη της τά πλυμένα ροῦχα. Μά ὅταν τελείωσε, ἐκεῖνα ἦταν ἐκεῖ, βρεγμένα μέσα στό στεγνωτήριο καί τήν περίμεναν νά βρεῖ λύση. Ἔκανε πολλές προσπάθειες ἡ Χριστίνα ὥσπου νά τό πάρει ἀπόφαση ὅτι δέν θά τά κατάφερνε μόνη της καί ἔπρεπε νά καλέσει κάποιον εἰδικό. Ἤξερε πώς ἦταν ἕνα ἔξοδο πού δέν τό εἶχαν προβλέψει, ὅμως ἡ βροχή πού ἔπεφτε δέν ἔδινε πολλά περιθώρια καί ὁ χειμώνας ἦταν ἀκόμα μπροστά τους. Ἔψαξε καί βρῆκε τυχαῖα στόν κατάλογο κάποιον πού ἐπιδιόρθωνε ἠλεκτρικές συσκευές. Τόν παρακάλεσε νά πάει γιατί ἦταν ἐπεῖγον κι ἐκεῖνος τῆς ὑποσχέθηκε ὅτι θά ξεκινήσει ἀμέσως.
- Μαμά, ἡ φόρμα μου ποῦ εἶναι; ἄκουσε τόν δεκαπεντάχρονο γιό της νά τή ρωτάει.
- Τήν ἔπλυνα, παιδί μου, ἀπάντησε μέ ἕνα μούδιασμα ἡ Χριστίνα.
- Ἄ, καλά! Ὥς τίς δώδεκα πού θά τή χρειαστῶ θά ἔχει στεγνώσει, εἶπε ἥσυχα ὁ ἔφηβος καί μπῆκε στό δωμάτιό του.
- Θεέ μου, ἦταν ἀνάγκη νά γίνει αὐτό Σάββατο, πού τούς ἔχω ὅλους ἐδῶ; ψιθύρισε μέ παράπονο ἡ Χριστίνα.
Σέ λίγο κτύπησε ἡ πόρτα κι ἕνας νέος ἄντρας στεκόταν στό κατώφλι κρατώντας ἕνα βαλιτσάκι μέ ἐργαλεῖα.
- Δέν ἄργησα, ἔτσι; Ἔχουμε τέτοια ἀναδουλειά κι ἔχω πέντε παιδιά νά θρέψω, εἶπε εὐδιάθετος ὁ μάστορας, πιστεύοντας ὅτι θά ἔκανε ἐντύπωση ἀνακοινώνοντας τόν ἀριθμό τῶν παιδιῶν του.
- Σᾶς εὐχαριστῶ πού ἤρθατε ἀμέσως, εἶπε ἡ Χριστίνα καί κοίταξε τό βαλιτσάκι μέ ἐλπίδα. Ἔχω μέσα τά ροῦχα, μήπως πρέπει νά τά βγάλω;
-Ἄς δοῦμε πρῶτα μήπως εἶναι μικρή ἡ ζημιά, καί πάρει γρήγορα μπρός.
Ξεκίνησε τή δουλειά του ὁ κύριος Μανώλης καί ἀφοῦ πάσχισε πολλή ὥρα νά βρεῖ τό πρόβλημα, τήν κοίταξε ἀπογοητευμένος.
- Πρέπει νά τό πάω στό μαγαζί νά τό ἀνοίξω γιά νά δῶ τόν ἐγκέφαλό του, εἶπε. Ἐδῶ δέν γίνεται τίποτα.
Ἡ Χριστίνα τόν κοίταξε μέ ἀπόγνωση.
- Καί πόσο καιρό θά χρειαστεῖ;
Δέν πρόλαβε νά ἀκούσει τήν ἀπάντηση ἡ Χριστίνα, γιατί ἕνας μικρός στρατός βγῆκε ἀπό τό δωμάτιο παίζοντας κυνηγητό. Τά δύο μικρά ἔτρεχαν μπουσουλώντας κι ἀνακατεύονταν στά πόδια τῶν μεγαλυτέρων.
Τά ἔχασε ὁ κύριος Μανώλης. Ὕστερα μέτρησε πέντε καί ἐνθουσιάστηκε.
- Πέντε ἔχω κι ἐγώ, εἶπε χαμογελώντας. Μεγάλη εὐλογία στό σπίτι τά πολλά παιδιά. Χαίρομαι πού ἔχετε κι ἐσεῖς πέντε.
Χαμογέλασε μέ νόημα ἡ Χριστίνα.
- Μέσα εἶναι ἄλλα πέντε μεγαλύτερα, εἶπε μέ καμάρι.
- Δέκα; Ἔχετε δέκα, κυρία μου; Νά σᾶς ζήσουν! εἶπε συγκινημένος αὐτή τή φορά ὁ μάστορας.
Τό πῆρε τό στεγνωτήριο κι ἔφυγε ὁ κύριος Μανώλης. Ἡ Χριστίνα ἅπλωσε τά ροῦχα πάνω σέ μία ἁπλώστρα καί τήν ἔβαλε στήν κρεβατοκάμαρα γιά νά μήν πάει ἡ ὑγρασία στό ὑπόλοιπο σπίτι. Σέ λίγο ἦρθε τό πρῶτο τηλεφώνημα τοῦ κυρίου Μανώλη. Πρέπει νά παραγγείλει ἀνταλλακτικά, γι᾽ αὐτό λίγο θά ἀργήσει μέ τήν ἐπισκευή. Τῆς κακοφάνηκε λιγάκι, μά ὕστερα τό πῆρε ἀπόφαση. Δέν εἶχε πάντα στεγνωτήριο. Ἔνιωσε εὐχαριστημένη πού εἶχε πλυντήριο. Τί θά ἔκανε μέ τόσα παιδιά ἄν δέν εἶχε τό μεγάλο ἐννιάκιλο πλυντήριο;
Ἔφυγε ὅλος ὁ Ἰανουάριος καί τό στεγνωτήριο δέν ἔλεγε νά ἐπιστρέψει. Πέρασε καί τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν καί μόλις μπῆκε ὁ Φλεβάρης ἔφτασε ὁ κύριος Μανώλης μέ τήν ἐπισκευασμένη συσκευή.
- Χθές ἦρθαν τά ἀνταλλακτικά, δικαιολογήθηκε γιά τήν ἄργητα καί δίχως νά χάσει καιρό τό συνέδεσε.
- Τί χρωστᾶμε, κύριε Μανώλη; ρώτησε ἡ Χριστίνα μέ ἀγωνία.
- Δούλεψέ το πρῶτα, νά εἴμαστε σίγουροι ὅτι κάνει τή δουλειά του καί σοῦ λέω μετά πόσο χρωστᾶς, εἶπε ὁ μάστορας καί ἔφυγε βιαστικός ὅπως ἦρθε.
Πῆρε τά ροῦχα ἀπό τό πλυντήριο πού μόλις εἶχε τελειώσει ἡ Χριστίνα καί τά ἔβαλε μέ ἀνυπομονησία στό στεγνωτήριο. Δέν εἶχε προσέξει ὅτι ὅλα τά παιδιά της εἶχαν σταθεῖ ἀπό πίσω της καί περίμεναν. Τά χειροκροτήματά τους, μόλις ἐκεῖνο πῆρε μπρός, τήν ἔκαναν νά γυρίσει ξαφνιασμένη. Συγκινήθηκε καί ἡ συγκίνηση τῆς ἔφερε δάκρυα ὅταν εἶδε τά ἕξι μεγάλα παιδιά της νά κρατοῦν τούς κουμπαράδες τους στά χέρια.
- Μαμά, εἶπε ἡ μεγάλη της κόρη, ἐμεῖς θά πληρώσουμε τήν ἐπισκευή, τά δικά μας ροῦχα στεγνώνουν.
Ἀγκάλιασε τά παιδιά της μέ στοργή ἡ Χριστίνα κι εὐχαρίστησε τόν Θεό γιά τήν ὁμορφιά τῆς ψυχῆς τους.
Τήν ἄλλη μέρα πῆρε τηλέφωνο τόν κύριο Μανώλη. Μπορεῖ ἡ ζημιά νά ἦταν ἐκτός προϋπολογισμοῦ, ὅμως ὁ Θεός φρόντισε μέ τόν καλύτερο τρόπο νά βρεθοῦν τά χρήματα.
- Τό στεγνωτήριο δουλεύει καλύτερα κι ἀπό πρίν, τοῦ εἶπε. Πόσα χρωστᾶμε; Νά σᾶς τά φέρω ἐγώ τά χρήματα στό μαγαζί, γιά νά μήν καθυστερεῖτε ἀπό τή δουλειά σας.
Ἔγινε μία παύση στήν ἄλλη ἄκρη τῆς γραμμῆς κι ὕστερα ἀκούστηκε συγκινημένη ἡ φωνή τοῦ κυρίου Μανώλη.
- Σᾶς ἔκαναν σήμερα κανένα δῶρο; Σήμερα, κυρία Χριστίνα, εἶναι τῆς Ὑπαπαντῆς καί γιορτάζουν οἱ μητέρες! Ἐγώ ἄλλη μητέρα μέ δέκα παιδιά δέν ἔχω γνωρίσει. Μπορεῖ νά ὑπάρχουν, μά δέν τίς ἔχω γνωρίσει. Δέν μοῦ χρωστᾶτε τίποτα!
- Μά ...μά πήρατε ἀνταλλακτικά, ξοδευτήκατε, ψέλλισε συγκινημένη ἡ Χριστίνα.
- Πῆρα ὅμως καί κουράγιο νά μεγαλώσω τή δική μου μικρή οἰκογένεια...
Ἔκλεισε τό τηλέφωνο συγκλονισμένη ἡ Χριστίνα κι ἔτρεξε μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς.
- Καλή μου μητέρα, ἐγώ τί δῶρο νά σοῦ κάνω;
Μέσα στό ἀναφιλητό τῆς εὐγνωμοσύνης της ἄκουσε μέσα της τήν ἀπάντηση τῆς Μητέρας ὅλου τοῦ κόσμου:
- Τήν ὑπομονή σου καί τή στοργή γιά τά δικά σου τά παιδιά!
Ἔκανε τόν σταυρό της καί ψιθύρισε: Ἀμήν!
Ε.Β.