Στά ξένα χώματα

ypsilantis c  Μιά ἀπό τίς πιό εὐτυχισμένες στι­γμές τῆς ζωῆς τοῦ Ἐμμανουήλ Ξάνθου, ἑνός ἀπό τούς ἱδρυτές τῆς Φιλικῆς Ἑται­ρείας, εἶναι ἡ συνάντησή του μ’ ἕναν ἕλ­ληνα πρίγκιπα, στρατιωτικό καί λό­γιο, τόν Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη. Στήν Πε­τρού­πολη, τό 1820, γίνεται τοῦτο τ’ ὄ­μορφο καί καθοριστικό γιά τήν ἱστο­ρία ἀντάμωμα, πού ἔμεινε ἰδιαίτερα χαραγμένο στή μνήμη τοῦ Ξάνθου καί τό παραθέτει στά «Ἀπομνημονεύματά» του.
  Στό πρόσωπο τοῦ Ἀλέξανδρου ζωντανεύει ἡ μεγάλη οἰκογένεια τῶν Ὑψηλάντηδων, πού κατάγεται ἀπό τά Ὕψη­λα τῆς Τραπεζούντας. Πατέρας του εἶναι ὁ Κωνσταντῖνος Ὑψηλάντης, ἡ­γε­μόνας τῆς Μολδοβλαχίας. Στούς Ναπολεόντειους πολέμους διακρίνεται ὁ Ἀλέ­ξαν­δρος, ἀλλά στή μάχη τῆς Δρέσ­δης, 1813, χάνει, στά 21 του χρόνια, τό δεξί του χέρι. Ὁ Ξάν­θος, λοι­πόν, ἔ­χει μπρο­στά του τόν στρα­τηγό τοῦ τσα­ρι­κοῦ στρατοῦ, μία φυσιο­γνω­μία εὐγενῆ κι ἐνθουσιώδη, πού με­γάλο ὄ­νειρό της εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους.
Γεμάτος ἀγωνία ζητᾶ νά μάθει ἀπό τόν Ξάνθο πῶς περνοῦν οἱ Ἕλληνες. Αὐτός μέ λύπη ἀναφέρεται στήν τυ­ραν­νία τῶν συμπατριωτῶν του, πού ἔ­χει γί­νει πλέον ἀφόρητη. Ὁ ἐνδια­φέρων διάλογος συ­νεχί­ζεται:
  - Ὑψηλάντης: Γιατί οἱ Ἕλληνες δέν προσπαθοῦν νά ἐνεργήσουν ὥστε, ἄν δέν μποροῦν νά ἐλευθερωθοῦν ἀπό τόν ζυγόν, τουλάχιστον νά τόν ἐλα­φρώσουν;
  - Ξάνθος: Μέ ποιά μέσα καί μέ   ποιούς ὁδηγούς νά ἐνεργήσουν οἱ δυστυ­χισμένοι Ἕλληνες τή βελτίωση τῆς πολιτικῆς τους κατάστασης; Αὐτοί ἔ­μει­ναν ἐγκαταλελειμμένοι ἀπ’ ἐκείνους πού μποροῦσαν νά τούς ὁδηγήσουν. Ὅλοι οἱ καλοί ὁμογενεῖς κατα­φεύγουν σέ ξένους τόπους κι ἀφήνουν τούς ὁ­μογενεῖς τους ὀρφανούς... Ἐ­σεῖς ὁ ἴ­διος, ὑπηρετώντας τή Ρωσία, χάσατε γιά χάρη της τό δεξί σας χέρι. Κι ἄλλοι ἐξίσου καλοί, καταφεύγοντας στή χρι­στιανική Εὐρώπη, μένουν ἐκεῖ, χωρίς νά φροντίζουν γιά τά δυστυχισμένα ἀ­δέλφια τους.
  - Ὑψηλάντης: Ἄν ἐγώ γνώριζα ὅτι οἱ ὁμογενεῖς μου εἶχαν ἀνάγκη ἀπό μέ­να καί πίστευαν ὅτι μποροῦσα νά συν­τελέσω στήν εὐδαιμονία τους, σοῦ λέω ἔντιμα ὅτι θέλω πρόθυμα νά κάνω κά­θε θυσία, ἀκόμη καί τήν κατάστασή μου καί τόν ἑαυτό μου θά θυσίαζα γιά χάρη τους.
  - Ξάνθος: Δῶστε μου, πρίγκιπα, τό χέρι σας σάν ἐπιβεβαίωση τῶν λόγων σας.
  Οἱ δύο ἄνδρες δίνουν τά χέρια. Μιά μεγάλη ἱστορική στιγμή σημειώνεται. Ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης ἀναγνωρίζεται πλέον ἀρχηγός τῆς Φι­λικῆς Ἑταιρείας καί τοῦ δίνεται τό ψευ­δώνυμο «Καλός».
  Κάτω ἀπό κείνη τήν τσαρική στολή πάλλει μιά καρδιά βαθύτατα ἑλληνική. Στό ἀρχοντικό τους στό Κισνώβ τῆς Ρωσίας, παραμονές τῆς ἐπανάστασης στή Μολδοβλαχία, ἀπευθύνει στ᾽ ἀ­δέλ­φια του Δημήτριο, Νικόλαο, Γεώρ­γιο καί στούς δύο γραμματικούς του λόγια πού συγκινοῦν:
  «Ναί, ἀδελφοί· ὅλα τά προσφέ­ρου­με θυσία πατριωτική... Καί τά κτήματά μας στήν Βλαχία. Ἡ τιμή τους εἶναι ἕξι ἑκα­τομ­μύρια. Ἄς προσφέρουμε καί τούς βαθμούς καί τούς μισθούς πού ἀ­πολαμβάνουμε στήν ρωσική ὑπηρε­σία. Ἄς δώσουμε καί τούς ἴδιους τούς ἑαυτούς μας θυσία στόν βωμό τῆς πα­τρίδας... Ὅλα ἄς τά δώσουμε στήν πα­­τρίδα! Ἄς κινήσουμε τόν ἱερό ἀγώνα γι᾽ αὐτήν», παραθέτει ὁ Γ. Βλαχογιάν­νης στήν «Ἱστορική Ἀνθολογία» του.
  Τήν κρίσιμη τούτη ὥρα τά παίζει ὅ­λα ὁ πρωτότοκος Ἀλέξανδρος. Ρωτᾶ τήν ἀρχόντισσα μητέρα του, τήν πριγκί­πισσα Ἐλισάβετ:
  - Μητέρα, ἡ σωτηρία τῆς πατρίδας μπορεῖ νά ἀπαιτήσει καί τή θυσία τοῦ κτήματός μας στήν Κοζνίτσα, τό ὁποῖο δίνει ἔσοδα πενήντα τέσσερις χιλιάδες ρούβλια τόν χρόνο. Προσφέρεις τό κτῆ­μα αὐτό στήν πατρίδα;
  Συγκλονιστική ἡ ἀπάντησή της. Ἡ τρανή Ὑψηλάντισσα μέ μάτια νοτι­σμέ­να ἀποκρίνεται:
  - Παιδιά μου, ἐγώ προσφέρω ἐσᾶς τά φίλτατά μου καί θά λυπηθῶ τά ρού­βλια;
  Ὁ Ἀλέξανδρος παραιτεῖται ἀπό τόν τσαρικό στρα­τό, περνᾶ τόν ποταμό Προῦθο (22-2-1821) καί ὑψώνει τή ση­μαία τῆς Ἐπανάστασης στό Ἰάσιο τῆς Μολδο­βλα­χίας. Ἐκδίδει ἐπαναστατική προ­­κήρυξη μέ τόν τίτλο «Μάχου ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος».
  «Ἡ ὥρα ἦλθεν, ὦ ἄνδρες Ἕλ­λη­νες!... Εἶναι καιρός νά ἀποτινάξωμεν τόν ἀφόρητον τοῦτον ζυγόν, νά ἐλευ­θε­ρώ­σωμεν τήν πατρίδα, νά κρημνί­σω­μεν ἀπό τά νέφη τήν ἡμισέληνον, νά ὑψώσωμεν τόν Σταυρόν καί οὕτω νά ἐκδικήσωμεν τήν πατρίδα καί τήν ὀρ­θόδοξον ἡμῶν πίστιν ἀπό τήν ἀσεβῆ τῶν ἀσεβῶν καταφρόνησιν...».
  Συγκροτεῖ στή Φωξάνη τόν περί­φη­μο Ἱερό Λόχο, πού τόν ἀποτελοῦν 500 ἐθελοντές σπουδαστές τῶν ἑλλη­νικῶν ἀ­ποι­κιῶν τῆς Μολδοβλαχίας καί τῆς Ὀ­δησ­σοῦ. Εἶναι ἡ πρώτη ὀργανω­μένη στρατιωτική μονάδα τῆς Ἑλλη­νι­κῆς Ἐ­πανάστασης. Ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψη­λάν­της ἐλπίζει πολύ σ’ αὐτούς τούς νεαούς φοι­­­τητές, γιατί πιστεύει πώς θά πολε­μήσουν μέ πάθος γιά τήν ἐλευ­θε­ρία.
  Οἱ ἐξελίξεις ὅμως τρέχουν ἀντί­στρο­φα μέ τούς ὑπολογισμούς τοῦ Ἀρ­χηγοῦ. Στή μεγάλη μάχη στό Δραγα­­τσάνι, 7 Ἰουνίου 1821, ἀποδεκα­τίζε­ται ὁ στρατός τοῦ Ὑψηλάντη. Οἱ ἡρω­ικοί ἱε­ρο­λο­χίτες συντρίβονται ἀπό τό ὀθω­­μανικό ἱππικό. Ὅσοι γλυτώνουν ὑ­πο­χω­ροῦν. Δυστυ­χῶς, ὁ ἡγέτης τῶν Βλά­χων Θεόδωρος Βλαδιμιρέσκου ἀρ­νή­θη­κε νά τούς βοηθήσει. Ἔτσι ἡ ἐκ­στρα­τεία λήγει ἄδοξα.
  Ὁ ποιητής Ἀνδρέας Κάλβος ἐξυ­μνεῖ τούς νεαρούς ἥρωες μέ τήν ὠδή του «Εἰς τόν Ἱερόν Λόχον»:
«...Ὦ γνήσια τῆς Ἑλλάδος
τέκνα∙ ψυχαί πού ἐπέσατε
εἰς τόν ἀγῶνα ἀνδρείως,
τάγμα ἐκλεκτῶν Ἡρώων,
καύχημα νέον...».
  Ὁ Ἀλέξανδρος μέ τά δύο ἀδέλφια του στρέφεται πρός τά αὐστριακά σύ­νορα. Ἐκεῖ οἱ Αὐστριακοί τόν συλλαμ­βάνουν καί τόν φυλακίζουν στά ἀνθυ­­γιεινά κελλιά τοῦ μεσαιωνικοῦ φρου­ρίου Μουγκάτς. Ὑπο­φέ­ρει μαρτύρια σκλη­ρά. Γεύεται τή στυγνή θηριωδία τοῦ αὐστριακοῦ καγκελάριου. Ἕξι ὁ­λόκληρα χρόνια ὁ κυνικός Μέττερνιχ κρατᾶ τόν ἀρχηγό τοῦ κινήματος Ἀλέξανδρο μέ τά μικρότερα ἀ­δέλφια του, Νικόλαο καί Γεώργιο, δέσμιους. Τό σκοτει­νό μπουντρούμι σημαδεύ­ει τήν ὑγεία τοῦ ἀριστοκράτη κρατούμενου.
  Μέ ἐπέμβαση τοῦ Τσάρου ἀπο­φυ­λα­κίζε­ται, τόν Νοέμβριο τοῦ 1827. Ἡ ἀποφυλάκισή του ἔρχεται ὕστερα ἀπό τήν ἀπόφαση τῶν Δυνάμεων γιά τήν ἀνεξαρτησία τῆς Ἑλλάδος. Τοῦτες οἱ στιγμές τῆς ἀναγέννησης τῆς πα­τρί­δας ἀπό τήν τέφρα εἶναι πολύ μεγάλες γιά τόν ξενιτεμένο πρίγκιπα. Γι᾽ αὐτό, ἀπό τή Βιέννη, ἐμπύρετος καί κατά­κοιτος, στέλνει τό κύκνειο ἄσμα του πρός τόν ἀδελφό του Δη­μήτριο, πού μάχεται στήν Ἑλλάδα:
  «Πεθαίνω. Ἀλλ᾽ ἡ ἀγαπημένη πα­τρίς μου σώζεται...».
  Ἡ ὑγεία του εἶναι πολύ κλονισμένη. Λίγο πρίν φύγει ἀπό τή ζωή, πληρο­φο­ρεῖται ὅτι ὁ Καποδίστριας ἀνέλαβε πλέον Κυβερνήτης τῆς ἐλεύθερης Ἑλ­λάδας. Τότε χαρούμενος μπόρεσε νά φωνάξει: «Δόξα σοι ὁ Θεός». Ὕστερα ἀρχίζει νά ἀπαγγέλλει, κοιτώντας ψη­λά πρός τόν οὐ­ρανό, τό «Πάτερ ἡμῶν». Δέν πρόλαβε ὅμως νά τό ἀ­ποτε­λει­ώσει. Στά 36 του χρόνια, ἀφήνει τήν τελευταία του πνοή στά ξένα χώματα, στή Βιέννη, στίς 31 Ἰανου­αρίου 1828. Δέν πρό­λα­βε νά πατή­σει τήν ἐλεύθερη πιά ἑλ­ληνική γῆ.

Ἑλληνίς

"Ἀπολύτρωσις", Ἰαν.-Φεβρ. 2021